Δευτέρα, 22 Μαΐου 1967. Ένας μήνας ακριβώς μετά από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Στην παραλία του Γενναδίου, στη Ρόδο, ψαράδες εντοπίζουν το πτώμα ενός άνδρα. Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες της εποχής κυκλοφορούν με την αναφορά του λιμεναρχείου προς το υπουργείου εμπορικής ναυτιλίας, που κάνει λόγο για «πτώμα ανδρός, αγνώστου ταυτότητος, ηλικίας 40 έως 46 ετών, ύψους 1,70μ. περίπου». Θα περάσουν λίγες ώρες για να ταυτοποιηθεί πως ο άνδρας έχει ονοματεπώνυμο, Νικηφόρος Μανδηλαράς. Πέρασαν όμως σχεδόν έξι δεκαετίες από τότε, δίχως να έχει ξεκαθαρίσει πως έχασε τη ζωή του.
Ο δικηγόρος και δημοσιογράφος, Νικηφόρος Μανδηλαράς, αποτελούσε από τις προσωπικότητες που δεν μπορούσε να «ανεχθεί» το καθεστώς. Τα είχε βάλει άλλωστε με συγκεκριμένους στρατιωτικούς πολύ πριν αυτοί καταλύσουν τη δημοκρατία και επιβάλλουν τη στρατιωτική δικτατορία. Ο ίδιος γνώριζε πως από την 21η Απριλίου και μετά θα βρισκόταν στο επίκεντρο των διώξεων και όπως φαίνεται προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό. Το ταξίδι που άρχισε με πρώτο προορισμό την Κύπρο και εν συνεχεία τη Δυτική Ευρώπη, σταμάτησε απότομα το απόγευμα της 18ης Μαΐου. Την ημέρα που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πλοίο που τον μετέφερε, την ημέρα που θα έπεφτε νεκρός.
Οι αποκαλύψεις στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ και η Χούντα
Ο Μαδηλαράς, που ήταν προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, υπερασπίστηκε δημοκρατικούς αξιωματικούς του στρατού που είχαν κατηγορηθεί ως συνωμότες, στη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Ήταν εκείνος που ανέδειξε τον ρόλο του Γεωργίου Παπαδόπουλου, για τον οποίο σύμφωνα με τις τότε μαρτυρίες, είχε προσκομίσει στον πρόεδρο του Στρατοδικείου, ιατρική γνωμάτευση πως είχε ψυχιατρικό πρόβλημα και το έκρυβε. Ανέφερε πως έπασχε από σχιζοφρένεια.
Ωστόσο, η γνωμάτευση, αν και κατατέθηκε στο δικαστήριο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από τη δικογραφία. Την 21η Απριλίου 1967 ο ψυχίατρος αργότερα βρέθηκε κρεμασμένος στην κλινική του.
Σε άρθρο της η εφημερίδα «Τα Νέα» τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τον Ιούλιο του 1975, σημείωνε μεταξύ άλλων πως «είναι βέβαιο ότι πέντε χρόνια προτού γίνει το πραξικόπημα ο Παπαδόπουλος υπέφερε από κατάθλιψη. Είναι επίσης βέβαιο ότι είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τον ψυχίατρο Χατζηδήμο που είχε το ιατρείο του στην οδό Σόλωνος και υποβαλλόταν σε θεραπεία. Αμέσως μετά την 21η Απριλίου, λίγες μέρες αργότερα ο ψυχίατρος πέθανε. Κυκλοφόρησε τότε με επιμονή η φήμη ότι ο Παπαδόπουλος δεν ήταν άμοιρος του θανάτου του. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο γιατρός πέθανε από καρδιοπάθεια στα χέρια του φίλου του παθολόγου κ. Κοκκαράκη. Δεν υπήρξε τίποτα το ύποπτο στον θάνατο εκείνο».
Από τη βραδιά που τα τανκς βγήκαν στους δρόμους, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς έψαχνε τρόπους ώστε να κρυφτεί από τους ανθρώπους του καθεστώτος. Γνώριζε και ο ίδιος πως οι στρατιωτικοί τον είχαν ψηλά στη λίστα με τους «εχθρούς» τους και προφανώς φοβόταν για το τι θα συμβεί. Αρχικά έφυγε από το σπίτι που έμενε και κρύφτηκε σε άλλο σπίτι, ενός φίλου του αξιωματικού. Λίγες ημέρες αργότερα με τη βοήθεια άλλου φίλου του, νομικού, βρήκε τον τρόπο ώστε να βγει στο εξωτερικό. Αυτό θα γινόταν με το φορτηγό πλοίο «Rita V» που θα ταξίδευε προς την Κύπρο, απ’ όπου θα μπορούσε ο ίδιος στη συνέχεια να πάει στη Δυτική Ευρώπη.
Αφού συναντήθηκε με τον καπετάνιο του πλοίου, Πέτρο Πόταγα, επιβιβάστηκε στο «Rita V» αργά το βράδυ της 16ης Μαΐου του 1967 και κρύφτηκε στην καμπίνα του. Θεωρητικά την παρουσία του στο πλοίο τη γνώριζε μόνο ο Πόταγας, καθώς ο Μανδηλαράς απέφυγε να βγει από την καμπίνα του πλοιάρχου.
Μανδηλαράς: Το μοιραίο ταξίδι
Το πλοίο απέπλευσε και το μεσημέρι της 18ης Μαΐου, βρισκόταν κοντά στη Ρόδο, λίγο πριν δηλαδή βγει σε διεθνή ύδατα. Εκείνη τη στιγμή όμως αποδείχθηκε πως όλα έχουν προδοθεί. Στον καπετάνιο έφτασε σήμα με το οποίο τον ρωτούσαν αν βρίσκεται ξένο πρόσωπο στο πλοίο, ζητώντας του να κάνει έρευνα και να αυτό επαληθευθεί τότε να το θέσει υπό φρούρηση μέχρι να φτάσουν εκεί οι δυνάμεις του Λιμενικού.
Ο καπετάνιος αρνήθηκε πως υπάρχει κάποιος πάνω στο πλοίο του ωστόσο έλαβε νέο σήμα να μειώσει την ταχύτητά του και να μην έρθει σε επαφή με άλλα πλοία μέχρι να φτάσει στο λιμάνι της Ρόδου. Το σχετικό έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας αναφέρει: «Καθ’ ον χρόνον, ήτοι την 18.5.67, το πλοίον τούτο παρέπλεεν τας ακτάς της Ρόδου, διετάχθη ο Κυβερνήτης του όπως οδηγήση αυτό εις τον Λιμένα της Ρόδου προς έλεγχον».
Ο Μανδηλαράς ενημερώνεται για τις εξελίξεις και ζητά από τον Πόταγα, όπως ο ίδιος κατέθεσε, να τον αφήσει να πέσει στη θάλασσα ώστε να κολυμπήσει μέχρι την ακτή. Να σημειωθεί πως ο Μανδηλαράς χαρακτηριζόταν ως δεινός κολυμβητής ενώ και οι συνθήκες στη θάλασσα ήταν καλές. Ο δικηγόρος κατέβηκε στο νερό και με εφόδιο ένα σωσίβιο και ένα πλαστικό σακίδιο επιχείρησε να κολυμπήσει προς τις ακτές της Ρόδου, που δεν ήταν μακριά.
Σύμφωνα με την εκδοχή που περιέχεται στα έγγραφα του φακέλου, «πριν ή το πλοίον φθάση εις τον ειρημένον Λιμένα, ο Μανδηλαράς, εν συνεννοήσει και μετά του Κυβερνήτου, ηθέλησε να εγκαταλείψει το σκάφος. Ούτω, περιβληθείς σωσίβιον, επεχείρησε κάθοδον εκ του πλοίου εις την θάλασσαν τη βοηθεία σχοινίου. Κατά την κάθοδον όμως αυτήν, λόγω ολισθήσεως των χειρών του επί του σχοινίου, κατέπεσεν ανωμάλως εις την θάλασσαν με συνέπειαν να προσκρούση η κεφαλή του επί του σκάφους, να απωλέση τας αισθήσεις του και να πνιγή» [εφημ. Το Βήμα].
Όλα έδειχναν δολοφονία
Στις 22 Μαΐου γίνεται γνωστό πως βρέθηκε στο Γεννάδι το πτώμα ενός άνδρα. Γρήγορα διακινείται η πληροφορία πως ανήκει στον Μανδηλαρά και τότε αρχίζει ένα νέο θρίλερ με τη Χούντα, που προφανώς θα ήθελε να εξαφανίσει το πτώμα, να κινεί τις διαδικασίες. Σύμφωνα με τα όσα γράφει στο βιβλίο του ο πρώην βουλευτής Γιώργος Χιωτάκης εκείνες τις ημέρες τον επισκέφτηκαν δύο άγνωστά του άτομα από χωριό της Ρόδου και του είπαν ότι τον αναζητεί ο Μανδηλαράς, αλλά όταν ξεκίνησε (μαζί με τη σύζυγό του) κατευθυνόμενος με το αυτοκίνητο προς τη Νότια Ρόδο, στον δρόμο τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί και δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει [εφημ. Ροδιακή]. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πως ο Μανδηλαράς έφτασε ως τη στεριά ζωντανός και στη συνέχεια δολοφονήθηκε. Άλλωστε η επίσημη εκδοχή ήταν ότι πνίγηκε, οικογένειά του όμως, μίλησε για δολοφονία και ζήτησε να διερευνηθεί η υπόθεση σε βάθος.
Κλήθηκε, από το καθεστώς, εσπευσμένα από το εξωτερικό ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτριος Καψάσκης (είχε εμπλακεί και σε άλλες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη του Γρ. Λαμπράκη) και στην έκθεση που συνέταξαν μαζί με τον ιατροδικαστή Αθηνών Γεώργιο Αγιουτάντη ανέφεραν πως πέφτοντας από το πλοίο ο Μανδηλαράς, χτύπησε το κεφάλι του και εν τέλει πνίγηκε τη νύχτα 18 προς 19 Μαΐου.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 24 Μαΐου θα γίνει εσπευσμένα η κηδεία του παρουσία λίγων ανθρώπων. Φίλοι του δικηγόροι, ωστόσο που είδαν το πτώμα στο νεκροτομείο, ανέφεραν πως ήταν σε κακή κατάσταση ενώ πέρα από τα χτυπήματα, είχε και οπή στο στήθος προφανώς από σφαίρα. Αυτό φαίνεται και στη φωτογραφία που κυκλοφόρησε από το σημείο που βρέθηκε νεκρός.
Καταδικάστηκε ο καπετάνιος
Στη δίκη που ακολούθησε ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας καταδικάστηκε σε δώδεκα μήνες φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αργότερα ο Πόταγας εξαγόρασε το υπόλοιπο της ποινής του και έφυγε οικογενειακώς στη Νότια Αφρική. Στις 9 Ιανουαρίου του 1968 ο Πόταγας σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Γιοχάνεσμπουργκ, με τους συγγενείς του να υποστηρίζουν ότι αυτοπυροβολήθηκε.
Όπως έχει αναφέρει ο αδερφός του καπετάνιο στη ΜτΧ η ανακριτική διαδικασία περιελάμβανε βασανιστήρια σε βάρος του αδελφού του. Μάλιστα και το μοιραίο πλοίο κάηκε ολοσχερώς τη δεκαετία του 80′.
Νέες έρευνες στη μεταπολίτευση
Μετά από την πτώση της Χούντας η υπόθεση άνοιξε και πάλι με το Εφετείο Αθηνών να ασκεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση για την υπόθεση, κατά του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου (αδελφού του δικτάτορα) και του τότε διοικητή της ΕΑΤ-ΕΣΑ Ιωάννη Λαδά. Και πάλι όμως η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η οικογένεια του Ναξιώτη δικηγόρου, ζήτησε εκταφή και εξέταση από ιατροδικαστή, όπου διαπιστώθηκε πως υπήρχε συντριπτικό κάταγμα. Λίγο αργότερα, το 1984 η υπόθεση ανασύρθηκε και πάλι από το αρχείο με την Ολομέλεια του Συμβουλίου Εφετών να επιχειρεί αναψηλάφηση της υπόθεσης. Ασκήθηκε και πάλι ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά των Κ. Παπαδόπουλου και Λαδά, ενώ το 1986 το Συμβούλιο Εφετών τους χαρακτήρισε ηθικούς αυτουργούς σε «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως». Και πάλι όμως η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, δίχως να αποδοθούν ποτέ οι ευθύνες…