Όλο και συχνότερα οι φωνές των ανθρώπων γύρω μου εκφράζουν αγανάκτηση για όλα όσα μας εγκλωβίζουν στα σπλάχνα της τσιμεντένιας ζούγκλας, απέχθεια για την κίνηση στους δρόμους, τις αποστάσεις, την έλλειψη ποιότητας ζωής, το στρες, τον συμβατικό τρόπο ζωής που έχουν επιλέξει για εμάς. Μπορεί να μοιάζει ειδυλλιακό το ξύπνημα ανάμεσα σε δέντρα και φύση, χωρίς τους ήχους από κόρνες και μποτιλιάρισμα και, ίσως λίγο ουτοπικό. Κάποιοι παρόλα αυτά, αποφάσισαν να στρέψουν εκεί τη ζωή τους ακολουθώντας αυτό το δρόμο.
Κάπου στο δήμο Αγράφων, στο χωριό Βαλαώρα Ευρυτανίας, κάθε πρωινό που ξυπνά, κατευθύνεται στη σταβλική εγκατάσταση και βγάζει τα 160 ζωντανά για βοσκή στο δάσος. Χάνεται μαζί τους ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και περπατούν για ώρες. Τα επιβλέπει και τα προστατεύει.
Τα απογεύματα ακολουθείται ξανά η ίδια διαδικασία. Όταν το βράδυ επιστρέφουν στο στάβλο, εάν χρειαστεί, γίνεται και άρμεγμα. Αυτή είναι η καθημερινότητά του τα τα τελευταία δεκαέξι χρόνια, καθώς από τα 22 του ο Χρήστος Τσιαμπόκαλος εγκατέλειψε τη ζωή στην Αθήνα και αποφάσισε να γίνει κτηνοτρόφος.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βύρωνα και πήγε σχολείο στην Καισαριανή, όμως οι γονείς του κατάγονται από το συγκεκριμένο χωριό, το οποίο επισκεπτόταν σε γιορτές και αργίες. Η συναναστροφή με τη φύση του έδινε πνοή και, μαζί με την αγάπη για τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, αποτέλεσαν τις σπίθες που τον ώθησαν να πάρει την απόφαση και να αφήσει τα πάντα πίσω του.
«Η δοκιμή εν τέλει έγινε τρόπος ζωής και διαμόρφωσε την πραγματικότητά μου τώρα. Όταν ανακοίνωσα την απόφασή μου, οι περισσότεροι νόμιζαν ότι το κάνω από καπρίτσιο ή από πείσμα και θεωρούσαν ότι δε θα αντέξω ούτε για ένα μήνα σε αυτή τη συνθήκη. Λίγοι μου είπαν να το δοκιμάσω και να δω που θα βγει», λέει ο Χρήστος μιλώντας στο Reader.
«Τους διέψευσα όσο περνούσαν τα χρόνια. Έβλεπαν ότι δραστηριοποιούμαι με την κτηνοτροφία και απέφευγα τελείως να κατέβω στην Αθήνα – με εξαίρεση κάποιες κοινωνικές εκδηλώσεις που έπρεπε. Οι φίλοι μου έρχονται εδώ πια για διακοπές και με βλέπουν».
Σε ένα χωριό με 200 μόνιμους κατοίκους το χειμώνα και 600-700 όταν ανοίγουν όλα τα σπίτια το καλοκαίρι, εκείνος δεν αισθάνεται πως έχει στερηθεί κάτι. «Ευτυχώς είμαστε 15-20 νέοι κάτω των 40 ετών που δραστηριοποιούμαστε στη μελισσοκομία και την κτηνοτροφία, ενώ μερικοί απ’ αυτούς έχουν διατηρήσει τις οικογενειακές τους επιχειρήσεις -τα καφενέ και τα μίνι-μάρκετ των γονιών τους. Ωστόσο, επειδή ήρθα σε ένα χωριό απομονωμένο με λίγους κατοίκους και ένα μόνο μπακάλικο, το βασικό στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστώ, ήταν ότι έφευγα από μια μεγάλη αγορά και από τη σιγουριά της πόλης. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά μαθαίνεις τον τρόπο, αντέχεις και ανταπεξέρχεσαι», εξηγεί.
Ασχολείται με τον πολιτιστικό και τον οικοτουριστικό σύλλογο του χωριού και είναι πρόεδρος της κοινότητας και, κάπως έτσι κυλούν οι μέρες του. Το επάγγελμα του κτηνοτρόφου είναι κάτι που σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου χάνεται, αφού όλο και λιγότεροι νέοι επιλέγουν να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα.
Όπως περιγράφει ο Χρήστος, είναι δύσκολο να επιβιώσει στο χρόνο αυτό το επάγγελμα, πρέπει να αρέσει πολύ σε κάποιον για να το ακολουθήσει, δεδομένων των δυσκολιών στο χώρο της κτηνοτροφίας και ειδικά σε μια ορεινή περιοχή. Το κόστος ζωής για τα ζώα είναι μεγάλο, οι ζωοτροφές έρχονται σε υψηλές τιμές και είναι δύσκολο να επιβιώσει ένας κτηνοτρόφος. Επίσης υπάρχει αυξημένος αριθμός λύκων και απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα που δυσχεραίνουν τη δουλειά. Όλοι προτιμούν κάτι πιο εύκολο.
Εκείνος έμαθε τη δουλειά και είχε καθοδήγηση από τον αδερφό του πατέρα του, που κατείχε 4-5 ζωντανά, τα οποία του πούλησε καθώς αποσύρθηκε λόγω ηλικίας, ενώ τον βοηθούν και οι παλιότεροι χωριανοί του για ό,τι χρειαστεί. «Αυτή τη στιγμή τα ζώα μου είναι περίπου 160. Το γάλα που παράγουν το πουλάω σε τοπικό τυροκομείο, ενώ έρχεται ένας έμπορος που τα αγοράζει για το σφαγείο», τονίζει.
«Εγώ δεν ανακατεύομαι στη διαδικασία της σφαγής, δεν μου αρέσει σαν άνθρωπος, όμως είναι κομμάτι του βιοπορισμού μου. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά υπάρχει δέσιμο μεταξύ μας, νιώθω σαν να έχω 160 κατοικίδια και αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν άνθρωποι που δεν έχουν συναναστραφεί με ζώα. Η χειρότερη περίοδος για εμένα είναι όταν πάνε στη σφαγή».
Μια τυπική μέρα θα ξεκινήσει το πρωί, όταν πηγαίνει στη σταβλική εγκατάσταση. «Κάθε εποχή η δουλειά διαφοροποιείται. Αν χρειάζεται θα αρμέξω τα ζώα και μετά θα τα βγάλω στο δάσος για βοσκή, όπου τα ακολουθώ. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που έχουν αυξηθεί οι λύκοι, τα προφυλάσσουμε για να αποτρέψουμε τις επιθέσεις. Μου αρέσει να ξυπνάω και να κάνω αυτή τη διαδικασία. Το καλοκαίρι επιστρέφουμε το μεσημέρι λόγω ζέστης γιατί και τα ζωντανά πρέπει να ξεκουραστούν και εγώ γυρνάω σπίτι ή πηγαίνω για καφέ.
Το απόγευμα πηγαίνουμε ξανά έξω για βοσκή και έπειτα τα μαζεύω στο στάβλο. Αν χρειάζονται άρμεγμα που γίνεται ανά 12ωρο, κάνω και αυτό ξανά. Στο χωριό όλοι οι κτηνοτρόφοι ακολουθούμε την ίδια διαδικασία, δεν είμαστε σαν τις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες που τα ζώα είναι 24ώρες το 24ωρο στους στάβλους και ζουν μόνο με τις αγοραστές τροφές. Εμείς εκμεταλλευόμαστε τη φύση και είναι ελευθέρας βοσκής».
Από τη στιγμή που εγκατέλειψε την πόλη, η ζωή του άλλαξε ριζικά. «Πλέον δεν έχω το άγχος του χρόνου, η μέρα κυλά ανθρώπινα. Είμαι επικεφαλής στη δουλειά μου, υπάρχει μια χαλαρότητα στην επαρχία. Οι φίλοι μου που έρχονται για καλοκαίρι, εκφράζουν την επιθυμία να φύγουν από την πόλη, να ζήσουν λίγο πιο ανθρώπινα να μην τους τρώνε τόσο χρόνο οι αποστάσεις, η κίνηση και το στριμωξίδι, να βρουν μια ήρεμη δουλειά και να κινούνται με τα πόδια. Όταν έχεις ξεπεράσει τα 30 και το μοναδικό που σκέφτεσαι είναι πως θα ξυπνήσεις την επόμενη μέρα να πας στη δουλειά, που θα παρκάρεις και πόσο χρόνο θες για να προλάβεις τα πάντα, σου τρώει την ψυχή. Και όλα αυτά ενώ το οικονομικό έχει δυσκολέψει ακόμα περισσότερο και δεν μπορείς καν να συντηρήσεις ένα σπίτι με ενοίκιο.
» Εγώ πια, με βάση τα ζώα που έχω, μπορώ και καλύπτω τις ανάγκες μου. Εάν αποκτήσω οικογένεια θα πρέπει να αυξήσω τον αριθμό, ώστε να πουλάω περισσότερο γάλα. Βέβαια στην επαρχία και οι τιμές των προϊόντων δεν είναι τόσο αυξημένες όσο στην Αθήνα – εδώ ο καφές έχει ακόμα 1,5 ευρώ, ενώ στην Αθήνα κοντεύει να φτάσει 3».
Δυστυχώς όπως λέει, η Πολιτεία δεν δίνει αρκετά κίνητρα ώστε να ασχοληθεί κάποιος νέος με τον πρωτογενή τομέα. «Μια οικονομική ενίσχυση δεν είναι αρκετή για να πάρει κάποιος την απόφαση να παρατήσει τα πάντα και να κάνει τέτοια επαγγέλματα σε μια επαρχία που μπορεί να μην έχει γιατρό ή σχολείο για τα παιδιά του. Θέλει περισσότερες παροχές και πιο οργανωμένο σχέδιο» υπογραμμίζει.
Σε κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με τον πρωτογενή τομέα, «θα του έλεγα να το σκεφτεί πολύ σοβαρά. Θα πρέπει να αναλογιστεί ότι είναι δύσκολη δουλειά, ότι πρέπει να ξεχάσει τον τρόπο ζωής που είχε ως τώρα, ότι θα βάλει τον εαυτό του σε έναν άλλο κύκλο που τα πράγματα μπορεί να μην είναι τόσο ρόδινα, ότι πρέπει να έχει ανθρώπους που γνωρίζουν πως θα στηθούν όλα ώστε να τον συμβουλεύσουν και φυσικά να μην απογοητευτεί με την πρώτη αναποδιά. Πρέπει όλα τα εμπόδια να μας ωθούν να προχωράμε. Αν με ρώταγες πριν πέντε χρόνια, θα σου έλεγα ότι πια είμαι εκεί που ήθελα να είμαι», λέει καταλήγοντας.
Άντυ Κουκλάδα- reader.gr