Φώναζε “γαλατάς” ή ακόμη και μόνο την κατάληξη “τας” και διαλαλούσε το εμπόρευμα του στις γειτονιές των αστικών κέντρων. Είχε καθημερινά τη δική του πελατεία, ενώ σπάνια επέστρεφε με περισσευούμενο γάλα.
Τον καιρό που οι γαλακτοβιομηχανίες δεν είχαν γνωρίσει τη σημερινή τους ανάπτυξη, ο γαλατάς της γειτονιάς έκανε τη “δύσκολη δουλειά”. Ήταν ο άνθρωπος που καθημερινά έφερνε πόρτα- πόρτα το γάλα στις νοικοκυρές. Κάθε μία τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού της, με μια κανάτα για να τη γεμίσει.
Αγόραζαν το χύμα γάλα με το δράμι, την υποδιαίρεση της οκάς.
Οι πιο πολυάσχολες νοικοκυρές δεν εμφανίζονταν ούτε στην παραλαβή. Άφηναν έξω από την πόρτα τους τα άδεια σκεύη ενώ αυτές έκαναν παράλληλα τις δουλειές τους. Ο γαλατάς περνούσε συνήθως από συγκεκριμένα σπίτια. Από αυτά που τον είχαν μάθει και ζητούσαν καθημερινά το γάλα του. Είχε στο μυαλό του όμως ότι μπορεί να συναντούσε γυναίκες που να ήθελαν γάλα για έκτακτες περιπτώσεις. Γι’ αυτό και φρόντιζε να έχει μαζί του παραπάνω ποσότητα, για να μπορεί να τους εξυπηρετήσει όλους.
Οι μικροπωλητές του γάλακτος ήταν μέρος της καθημερινής ζωής της πόλης έως τη δεκαετία του΄50 και σε μερικές γειτονιές για πολλά ακόμη χρόνια. Η Αθήνα τότε στις γειτονιές είχε χαρακτηριστικά χωριού.
Υπήρχε ανταλλακτική οικονομία, άπειροι μικροπωλητές, τυφλοί που πουλούσαν ψάθινες παντόφλες δίπλα στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Αυτά περιγράφει ο Άρης Μαραγκόπουλος στο νέο του βιβλίο «Η άλλη Ελλάδα 1950-1965». Στο λεύκωμα που δημιούργησε και βασίστηκε στο φωτογραφικό αρχείο του Κωνσταντίνου Μεγαλοοικονόμου, περιγράφει με τρόπο πολιτικό, που εμπεριέχει πολλές φορές σαρκασμό και ειρωνεία πτυχές της μετεμφυλιακής εποχής. Αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές της καθημερινότητας και της εργατιάς. Επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν και χάθηκαν μέσα στον χρόνο.
Το επάγγελμα του γαλατά αναπτύχθηκε στην πόλη, καθώς εκεί υπήρχε άμεση ανάγκη για φρέσκο γάλα. Στην ύπαιθρο και στα χωριά, οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν γάλα από τα σημεία παραγωγής. Οι αγρότες κρατούσαν αυτό που μπορούσε να γίνει τυρί ή γιαούρτι και ό,τι έμενε το πουλούσαν.
Ο γαλατάς ξεκινούσε, φορτωμένος με φρέσκο γάλα, από το χωριό τις πολύ πρωινές ώρες για να φτάσει στην πόλη και να προλάβει να εξυπηρετήσει την πελατεία του. Μεταφέρονταν στις γειτονιές με μουλάρι η γάιδαρο και πουλούσαν την πραμάτεια τους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ενσωματώθηκε και στη δουλειά τους, καθώς οι γαλατάδες αντικατέστησαν το υποζύγιο με ποδήλατο ή με μηχανοκίνητο δίτροχο.
Με τα χρόνια άλλαξε και ο τρόπος διανομής του φρέσκου γάλακτος. Τη δεκαετία του ’60 οι γαλατάδες πουλούσαν το γάλα μέσα από γυάλινες φιάλες. Ωστόσο, διάφορες αγορανομικές διατάξεις την επόμενη δεκαετία, απαγόρευσαν τον τρόπο της πλανόδιας διάθεσης. Η απαγόρευση είχε στόχο να διασφαλίσει την ποιότητα και την υγειονομική ασφάλεια των γαλακτοκομικών προϊόντων. Έτσι ο γαλατάς έπαψε να τριγυρνά στις πόλεις και το επάγγελμα του χάθηκε στον χρόνο.