Αθήνα, τέλη Σεπτεμβρίου, σούρουπο. Οι λάμπες σε λίγο θα ανάψουν και θα φωτίσουν την Ομόνοια που δεν ησυχάζει ποτέ.
Η κίνηση γύρω από την πλατεία παραμένει έντονη, τα αυτοκίνητα περνούν με ταχύτητα, οι αστυνομικοί στήνουν μπλόκα στους ταξιτζήδες για τον έλεγχο λειτουργίας των ταξίμετρων και οι περαστικοί πάνε να πάρουν το μέτρο για να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία, ο Θανάσης στέκεται στον πάγκο του και προσκαλεί τον κόσμο να σταματήσει για λίγο και να ρίξει μια ματιά στα φρέσκα φρούτα του. Για να τραβήξει μάλιστα την προσοχή, χτυπά τα παραδοσιακά κύπρια που έχει κρεμασμένα ανάμεσα στις μπανάνες του. Ο ήχος τους είναι τόσο καθαρός και ιδιαίτερος, σε σημείο που, όπως εξηγεί, ακόμα και μουσικοί έχουν σταματήσει για να τα μελετήσουν.
Δίπλα του βρίσκεται η σύζυγός του, ήρεμη και αφοσιωμένη στη δουλειά της. Μαζί τακτοποιούν προσεκτικά τα φρούτα, τα οποία μοσχοβολάνε από μακριά. «Δεν θα τα βρεις τέτοια στα σούπερ μάρκετ» μου λέει με σιγουριά. Οι περαστικοί περνούν και κοιτούν τον πάγκο του. Άλλοι σταματούν να αγοράσουν κάτι κι άλλοι προσπερνούσαν χωρίς δεύτερη ματιά.
Εδώ, στην άκρη του δρόμου, σε αυτό το μικρό υπαίθριο μανάβικο, ο Θανάσης συνεχίζει μια παράδοση που κρατά εδώ και δεκαετίες και δείχνει σταδιακά να χάνεται μπροστά στη σύγχρονη ζωή της πόλης. Χωρίς μεγάλες πολυτέλειες και διαφημίσεις προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανό το επάγγελμά του. Τον πλησιάζουμε και πιάνουμε κουβέντα. Αυτή είναι η ιστορία του:
«Το πεζοδρόμιο σε διδάσκει πολλά. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου»
«Ήρθα στην Αθήνα το 1978, σε ηλικία 16-17 χρονών. Μετά το 1980, που μονιμοποιηθήκαμε με τις άδειες, ήμασταν 150 μανάβηδες σε όλη την Αθήνα. Σήμερα, έχουν απομείνει μόνο τρεις: δύο στο Μοναστηράκι και εγώ εδώ, στην Ομόνοια.
Τα παιδιά μου δεν θέλουν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Κανείς δεν θέλει να δουλεύει στο πεζοδρόμιο. Δεν έχει πιο κάτω. Πρέπει να ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου, να καταλαβαίνεις τι θέλει. Υπάρχουν μόνιμοι πελάτες που έρχονται χρόνια, αλλά εγώ είμαι στη δύση της καριέρας μου. Σε δύο χρόνια θα βγω στη σύνταξη.
Δυστυχώς, χάνεται το επάγγελμα. Οι νέοι δεν θέλουν να τους βλέπουν οι φίλοι τους ότι δουλεύουν στο πεζοδρόμιο. Δεν θέλουν να τους δουν ότι πουλάνε φρούτα. Εγώ χώρισα από τον πρώτο μου γάμο γιατί η γυναίκα μου ήθελε να κάνω άλλο επάγγελμα. Μου έλεγε να λέω πως κάνω εισαγωγές, ενώ ήξερε από την αρχή ότι ήμουν μικροπωλητής.
Το πεζοδρόμιο σε διδάσκει πολλά. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου. Έχω δει πολλούς που φαίνονται κακομοίρηδες και δεν ξέρεις τι έχουν στην τσέπη τους. Ο πατέρας μου, που έκανε την ίδια δουλειά, έλεγε πάντα: «Τον κλέφτη και τον πελάτη τους περιμένεις. Δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει».
«Οι νέοι δεν τρώνε πια φρούτα όπως παλιά»
«Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι από την Ομόνοια μέχρι το Μοναστηράκι δεν υπήρχε μέχρι πρότινος ούτε μία τουαλέτα. Τουρίστες με ρωτούσαν και δεν είχα πού να τους στείλω. Εγώ να φανταστείς πήγαινα στον έβδομο όροφο του πολυκαταστήματος απέναντι.
Έτσι, έκανα ένα υπόμνημα στον δήμο και συγκεκριμένα στον Δήμαρχο, τον Χάρη Δούκα και τελικά έβαλαν μια χημική τουαλέτα εδώ δίπλα. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει και δεύτερη. Είμαστε πέντε ελεύθεροι επαγγελματίες που δουλεύουμε εδώ από τα ξημερώματα, εγώ από τις 5 το πρωί.
Τα φρούτα που πουλάω είναι κυρίως από Έλληνες παραγωγούς, μόνο οι μπανάνες είναι εισαγωγής. Οι νέοι, όμως, πια δεν τρώνε φρούτα όπως παλιά. Δεν έρχονται πια τόσοι πολλοί στον πάγκο, όλοι πάνε στα υπερκαταστήματα».
Η κουβέντα μας σταματά καθώς έχει έρθει η ώρα να μαζέψει την πραμάτειά και να γυρίσει στο σπίτι με τη γυναίκα του. Θα φάνε κάτι, θα ξεκουραστούν και στις 5 το πρωί θα είναι και πάλι εκεί. «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», όπως λέει γελώντας, δεν τα παρατάει ποτέ.
Άκης Κατσούδας – reader.gr