Όταν το 1881 προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα έγινε ένα ολέθριο λάθος. Αντί το ελληνικό κράτος ως διάδοχη κατάσταση της οθωμανικής διοίκησης να «κληρονομήσει» τη γη, τη χάρισε στους Τούρκους γαιοκτήμονες οι οποίοι με τη σειρά τους όταν άρχισαν να αποχωρούν από το ελληνικό έδαφος την πούλησαν σε έναν μικρό αριθμό οικονομικά ισχυρών Ελλήνων.
Περίπου 40 Έλληνες αγόρασαν εκατομμύρια στρέμματα γης μέσα στα οποία υπήρχαν 350 χωριά! Εκεί ζούσε κάτι παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της Θεσσαλίας. Οι κολίγοι αυτοί είδαν τη χώρα τους να απελευθερώνεται αλλά στην ουσία το μόνο που άλλαξε ήταν η εθνικότητα των καταπιεστών τους.
«Δούλεψα ένα καλοκαίρι στα ρεβίθια και μ’ αυτά, που μού δώσαν, αγόρασα παντόφλες» είχε πει στην εφημερίδα «Το Βήμα» η αγρότισσα Βαγγελιώ Κωστοπούλου και αυτή η δήλωση ήταν ενδεικτική του «μισθού» που έπαιρναν οι κολίγοι από τους μεγαλοτσιφλικάδες.
Ήταν δεδομένο, λοιπόν, πως κάποια στιγμή η «έκρηξη» θα γινόταν…
Ο κοινωνικός αγωνιστής Μαρίνος Αντύπας
Ο Μαρίνος Αντύπας ήταν από εκείνους τους ανθρώπους για τους οποίους μπορεί εύκολα να πει κάποιος πως γεννήθηκε επαναστάτης και στη σύντομη ζωή του εξυπηρέτησε αυτόν ακριβώς τον τίτλο.
Το 1897 εθελοντικά πολέμησε στο πλευρό των εξεγερμένων Κρητών. Εκεί τραυματίστηκε βαριά και επέστρεψε στην Αθήνα. Όταν έγινε καλά, επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε, την Κεφαλονιά και άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα «Ανάσταση».
Κάπου εκεί ξεκινάει η «βεντέτα» με το κράτος και την άρχουσα τάξη. Διώκεται επανειλημμένα για τα άρθρα του με αποτέλεσμα να κλείσουν την εφημερίδα και ο ίδιος να φυλακιστεί και να βασανιστεί.
Το 1903 έφυγε για το Βουκουρέστι και όταν επέστρεψε συνέχισε να αγωνίζεται αλλά αυτή τη φορά με μεγαλύτερο πάθος. Ακολούθησαν νέες συλλήψεις και νέες φυλακίσεις αλλά ο Αντύπας δεν το έβαλε κάτω.
Ήταν ένας άνθρωπος παθιασμένος με την ελευθερία. Ενδεικτικό της τρέλας που «κουβαλούσε» ήταν πως βάπτισε ένα κορίτσι στο οποίο έδωσε το όνομα Αναρχία, και το φώναζαν Άννα, και στη συνέχεια βάπτισε ένα ακόμα που του έδωσε το όνομα Επανάσταση, και το φώναζαν Ανάσταση!
Στις εκλογές του 1906 επιχείρησε να εκλεγεί βουλευτής αλλά απέτυχε καθώς δέχθηκε τεράστιο πόλεμο. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλία. Μία απόφαση που ήταν καθοριστική για τη ζωή του. Πήγε στον Πυργετό όπου ο θείος του Γεώργιος Σκιαδαρέσης μαζί με τον συμπατριώτη του Αριστείδη Μεταξά είχαν αγοράσει ένα μεγάλο τσιφλίκι.
Για να δεχθεί, ωστόσο, τη θέση αυτή έθεσε όρους και έλαβε ρητή διαβεβαίωση ότι θα ασκούσε το έργο του με απόλυτη ελευθερία. Άρχισε να ασχολείται με το αγροτικό ζήτημα και τα δικαιώματα των αγροτών που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες στην ύπαιθρο.
Άρχισε να διοργανώνει συγκεντρώσεις και συνάξεις στις οποίες μιλώντας στους αγρότες τους προέτρεπε να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Μερικά από αυτά ήταν να αρνούνται την κυριακάτικη εργασία, να απαιτήσουν τη δημιουργία σχολείων για τα παιδιά τους και να διεκδικήσουν να έχουν ωράριο, ενώ παράλληλα γυρνούσε από καφενείο σε καφενείο διδάσκοντας ανθρώπινα δικαιώματα.Ο Αντύπας κατάφερε και έκανε και τον τσιφλικά θείο του να ασπαστεί αυτές τις επαναστατικές και ριζοσπαστικές (για εκ
είνη την εποχή) ιδέες και έβαλε «φωτιά» στον κάμπο!
Παραχώρησε στους κολίγους εκτάσεις για βοσκοτόπια, για να χτίσουν σπίτια στη θέση των καλυβιών που μένουν μέχρι τότε. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να κρατούν το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε μέχρι τότε. Παράλληλα εφάρμοσε τις αργίες, όπως αυτή της Κυριακής πριν ακόμη καθιερωθεί από το κράτος, έχτισε σχολεία και οργάνωσε τους αγρότες σε αγροτικούς συνδέσμους!
Προφανώς και όλα τα παραπάνω δεν άρεσαν καθόλου στους μεγαλοτσιφλικάδες οι οποίοι και ήθελαν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από τον Αντύπα.
Ο Αντύπας κάποια στιγμή είχε ένα σοβαρό επεισόδιο με τον μεγαλοτσιφλικά Αγαμέμνονα Σλήμαν (γιο του περίφημου αρχαιολόγου που ανακάλυψε την Τροία) στη διάρκεια του οποίου τον χαστούκισε. Τότε ήταν που οι υπόλοιποι μεγαλοτσιφλικάδες αποφάσισαν να τον βγάλουν από τη μέση.
Πλήρωσαν 12.200 δραχμές τον Ιωάννη Κυριακού, έναν εξαιρετικά άγριο και σκληρό επιστάτη ο οποίος τη νύχτα της 8ης Μαρτίου του 1907, δολοφόνησε πισώπλατα τον Αντύπα με το δίκαννο του. Τα τελευταία λόγια του Αντύπα ήταν «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία».
Ο Κυριακού συνελήφθη αλλά ισχυρίστηκε πως ήταν σε άμυνα επειδή ο Αντύπας τον χαστούκισε! Οι αστυνομικές αρχές φυσικά και δέχθηκαν τον ισχυρισμό του και το δικαστήριο τον αθώωσε.
Η αιματοβαμμένη εξέγερση του Κιλελέρ
Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ηρέμησε τα πράγματα στον Θεσσαλικό κάμπο ο οποίος έμοιαζε με ένα καζάνι όχι απλά έβραζε αλλά ήταν έτοιμο να εκραγεί.
Ο σπόρος της εξέγερσης που είχε προλάβει να «καλλιεργήσει» ο Αντύπας άρχισε να δίνει καρπούς και κάπως έτσι όλοι έβλεπαν πως δεν υπήρχε ζήτημα για το αν θα ξεσηκωθούν οι αγρότες αλλά το πότε.
Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν άργησε να δοθεί. Ήταν μία ημέρα σαν σήμερα, στις 6 Μαρτίου 1910, δύο ημέρες πριν την τρίτη επέτειο από τη δολοφονία του Αντύπα. Εκείνη την ημέρα οι αγρότες οργάνωσαν πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του Αγροτικού νομοσχεδίου που είχε φέρει στο κοινοβούλιο η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη.
Οι κολίγοι, με ότι μέσο είχε ο καθένας άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Λάρισα. Περίπου 200 αγρότες από το Κιλελέρ (τούρκικη λέξη που σημαίνει λίμνη, λάκκος ή έλος), ένα μικρό χωριό του κάμπου, θέλησαν να επιβιβασθούν στο τρένο που θα τους μετέφερε στη Λάρισα, χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο.
Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, Α. Πολίτης, που επέβαινε στο τρένο αρνείται να αφήσει να μπουν οι αγρότες μέσα στα βαγόνια και διατάζει τους υπαλλήλους να πετάξουν έξω όσους είχαν καταφέρει να μπουν.
Η συμπεριφορά αυτή άναψε το φιτίλι και μέσα σε λίγες στιγμές οι αγρότες άρχισαν να πετούν πέτρες και να σπάνε τα παράθυρα. Το τρένο κατάφερε και αναχώρησε αλλά μετά από ένα χιλιόμετρο άλλοι αγρότες (περίπου 800 αυτή τη φορά) είχαν στήσει καρτέρι και οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν.
Μέσα στο τρένο υπήρχε στρατιωτική μονάδα που πήγαινε στη Λάρισα για να πάρει μέρος στα μέτρα ασφαλείας για τη διαδήλωση. Ο επικεφαλής τους φοβούμενος πως το τρένο θα καταληφθεί από τους αγρότες, διέταξε να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό.
Οι αγρότες εξαγριώθηκαν ακόμα περισσότερο και η κατάσταση γρήγορα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οι στρατιώτες άνοιξαν ξανά πυρ αλλά αυτή τη φορά όχι στον αέρα. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν δύο αγρότες και να τραυματιστούν άλλοι δύο.
Τα θλιβερά νέα «ταξίδεψαν» γρήγορα και επεκτάθηκαν και σε διπλανά χωριά. Στο χωριό Τσουλάρ δύο ακόμα αγρότες έπεσαν νεκροί ενώ 15 ακόμα τραυματίστηκαν. Σταδιακά τα επεισόδια επεκτάθηκαν και στη Λάρισα όπου και εκεί δύο αγρότες σκοτώθηκαν και πολλοί ακόμα τραυματίστηκαν όταν το ιππικό όρμησε εναντίον τους!
Η κατάσταση άρχισε να εκτονώνεται αργά το μεσημέρι και η διαδήλωση πραγματοποιήθηκε χωρίς να σημειωθούν άλλα επεισόδια. Στο ψήφισμα που εκδόθηκε και εστάλη στη βουλή οι αγρότες ζητούσαν την άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, ενώ εξέφρασαν τη βαθιά λύπη και οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Προκειμένου να εκτονωθεί η κατάσταση όλοι οι συλληφθέντες που οδηγήθηκαν σε δίκη αθωώθηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι ενώ το 1911 ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήρε τα πρώτα «άψυχα» μέτρα υπέρ των κολίγων χωρίς να γίνεται λόγος για απαλλοτριώσεις.
Αυτό, τελικά, έγινε μετά το 1923 όταν το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μεγάλες απαλλοτριώσεις τσιφλικιών προκειμένου να ικανοποιηθούν οι τεράστιες ανάγκες που δημιουργήθηκαν από την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από την Μικρά Ασία.
Η Κυβέρνηση του Πλαστήρα προχώρησε στην έκδοση του νομοθετικού διατάγματος της 15ης Φεβρουαρίου του 1923 «Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών».
Με το διάταγμα αυτό θεσπίστηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών κτημάτων και η παραχώρηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων για γεωργική αποκατάσταση επίμορτων καλλιεργητών και προσφύγων!
Το διάταγμα όριζε, μάλιστα, την άμεση εγκατάσταση των ακτημόνων στα κτήματα που απαλλοτριώθηκαν, πριν ακόμη την καταβολή της αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες, η οποία καθοριζόταν με βάση την προπολεμική αξία των κτημάτων.
Νίκος Δεμισιώτης