Γράφει ο Χρυσόστομος Πατούλας, εκδότης-συγγραφέας
Δεκέμβρης… ο ουρανός βαρύς και συλλογισμένος, σχημάτιζε με τα διαφορετικά μαβιά σύννεφα μια πένθιμη εικόνα. Όλα μελαγχολικά, τόσο, που η καρδιά χτυπούσε δυνατά λες και ήθελε να σπάσει το κλουβί που ήταν φυλακισμένη. Αυτή τη μέρα διάλεξα να επισκεφθώ το Φιλανθρωπικό Ίδρυμα «ο Καλός Σαμαρείτης» στη Δυτική Αττική, για να δώσω ελπίδα, μια στάλα χαράς στα κλεισμένα νιάτα, που η μοίρα της ζωής τα καταδίκασε να ζούνε με γκρίζα όνειρα.
Ζήτησα με ευγένεια από την διευθύντρια, αφού πρώτα έδειξα τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα, να επισκεφθώ έναν θάλαμο, δέχθηκε, με προθυμία με βοήθησε η κοινωνική λειτουργός. Βγήκα σ’ ένα φτωχό διάδρομο που είχε ένα ξύλινο καναπέ, προχώρησα… και μπαίνοντας στο θάλαμο, βλέπω ένα μικρό παιδί να κάθεται σε κρεββάτι κρατώντας το σκυμμένο κεφάλι στα δυό του χέρια. Το πλησίασα… τι έχεις αγόρι μου, τι σε απασχολεί, πες μου για να βοηθήσω, αν μπορώ. Ο Θάνος, αυτό ήταν το όνομά του, ξαφνιάσθηκε… σηκώθηκε όρθιος, φάνηκε πως τρόμαξε, το πρόσωπό του άλλαξε όψη. Πες μου σε παρακαλώ, ξαναρώτησα με φωνή που περίμενε απάντηση. Αμέσως, το πρόσωπό του άρχισε να παίρνει την ωχρότητα αρρώστιας και η φωνή του βαθιά και σιγανή βγήκε από την ψυχή του… να, κύριε… σε λίγες μέρες έχουμε Χριστούγεννα κι’ εγώ μόνος… δεν έχω έναν δικό μου άνθρωπο να με επισκεφθεί.
Η μητέρα μου που με αγαπούσε δεν υπάρχει πια, πέθανε από κακή αρρώστια… κόμπιασε, τα λόγια του μπερδεύτηκαν με την συγκίνηση. Ο πατέρας μου, που με έφερε στο Ίδρυμα, με ξέχασε, δεν ξέρω που βρίσκεται. Συνέχισε να μιλάει με σπασμένη φωνή, με μάτια γεμάτα σταγόνες βροχής… σε χρόνο μηδέν, έκρυψε το πρόσωπο στα δυό του χέρια, ωστόσο συνέχισε να μιλάει, χωρίς να πάρει ανάσα. Κάθισα δίπλα του στο κρεβάτι, το αγκάλιασα. Δάκρυσα… έτρεμε, σφίχθηκε στην αγκαλιά μου. Δεν χρειάσθηκε να ξαναρωτήσω, η κίνηση του κεφαλιού και τα βουρκωμένα του μάτια έδωσαν την απάντηση: Η μοναξιά με την απονιά δεν μαύρισαν μόνο την ψυχή του, αλλά και τους τοίχους του θαλάμου.
Μην κλαις αγόρι μου… η ζωή είναι σκληρή γιατί σκληροί είναι και οι άνθρωποι, μην κλαις, υπάρχει η ελπίδα. Έπιασα τα χέρια του και με φωνή που έβγαινε από την ψυχή μου του είπα: Θέλεις να γίνω φίλος σου;.. Θα έρχομαι να σε βλέπω, θα φροντίζω, όσα μπορώ, για την καλύτερη ζωή σου. Ο Θάνος με κοίταξε έκπληκτος… Έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας με αναφιλητά… Λύγισα… πρέπει να ξέρεις Θάνο πως τα ψυχικά τραύματα είναι πληγές που κλείνουν δύσκολα. Θάρρος λοιπόν, στους δυνατούς η δόξα. Του χάιδεψα τα μαλλιά και τον φίλησα. Έκανε μια κίνηση να μου φιλήσει το χέρι, τραβήχθηκα… Φίλησα το δικό του. Ο Θάνος έγινε καλός φίλος, καλός άνθρωπος. Είπα μπράβο στον εαυτό μου κι’ αυτός μου χαμογέλασε.
Αγάπη και στοργή στα παιδιά των ιδρυμάτων.