Οι περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη». Ξέρουν, για παράδειγμα, πως η «οργάνωση φάντασμα» έπαψε να υπάρχει από εκείνο το ατελείωτο καλοκαίρι του 2002 και την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού.
Αυτό που οι περισσότεροι δε γνωρίζουν, ωστόσο, είναι ότι η 17Ν θα μπορούσε να έχει πάψει να υπάρχει δέκα χρόνια νωρίτερα. Το καλοκαίρι του 1992. Έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης όταν έπεσε νεκρός ο Θάνος Αξαρλιάν. Ένας νέος άνθρωπος που, μια ημέρα σαν σήμερα, έχασε άδικα τη ζωή επειδή βρέθηκε στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα τίποτα δε θα είναι το ίδιο για τα μέλη της 17Ν.
Η ρουκέτα κατά του Παλαιοκρασσ
Το μεσημέρι της 14ης Ιουλίου 1992 ο τότε υπουργός Οικονομίας, Γιάννης Παλαιοκρασσάς, βγαίνει από το υπουργείο, επιβιβάζεται στη θωρακισμένη Mercedes και ξεκινάει ένα συνηθισμένο, για τον ίδιο δρομολόγιο. Στη διασταύρωση της Καραγιώργη Σερβίας με τη Βουλής, πίσω από το κτίριο της παλιάς βουλής, το βαρύ όχημα προσπαθεί να πάρει την κλειστή στροφή.
Κλάσματα δευτερολέπτου μετά ακούγεται μια ισχυρότατη έκρηξη. Σκόνη και φωτιές καλύπτουν την περιοχή, ενώ σειρήνες και συναγερμοί δημιουργούν ένα τρομακτικό σκηνικό.
Ο υπουργός και όσοι βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο βγαίνουν αποσβολωμένοι από το όχημα και προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Σχεδόν ταυτόχρονα σειρήνες περιπολικών, ασθενοφόρων και πυροσβεστικών «σχίζουν» τον αέρα. Κανείς δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί αλλά όλοι υποθέτουν πως πρόκειται για μια ακόμα τρομοκρατική ενέργεια.
Ξαφνικά, ακούγονται ουρλιαχτά και κλάματα. Στη γωνία, πεσμένος μέσα σε μια λίμνη αίματος, ακίνητος, βρίσκεται ένας νεαρός. Ο Θάνος Αξαρλιάν ο οποίος είχε την τρομερή ατυχία να περνάει εκείνη την ώρα από το σημείο. Είναι βαριά χτυπημένος από θραύσματα ρουκέτας και λίγες στιγμές αργότερα θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Λίγο αργότερα ένας άγνωστος άνδρας θα τηλεφωνήσει στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», θα αναλάβει την ευθύνη για λογαριασμό της 17Ν και θα εκφράσει τη λύπη της οργάνωσης για το θάνατο του νεαρού.
Τότε κανείς δε γνώριζε ποιος ήταν αυτός ο άνδρας που τηλεφώνησε. Λίγα χρόνια μετά την εξάρθρωση της «Ε.Ο 17 Νοέμβρη», ωστόσο, αποκαλύφθηκε πως ο άνδρας αυτός ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Ο ίδιος το αποκαλύπτει αυτό στο βιβλίο που εξέδωσε.
«Εκείνη την εποχή ετοιμάζαμε μια ενέργεια χαμηλής έντασης εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών που ήταν υπεύθυνος για την τελική διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης. Τότε όμως κατατέθηκε στην οργάνωση μια άλλη πρόταση: Γιατί να μην χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών Παλαιοκρασσάς; Θα ήταν μια καίρια ενέργεια, θα ήταν η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν. Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα. […]
» Παρά το γεγονός πως η πρόταση έγινε δεκτή, το σχέδιο της ενέργειας η εκτόξευση μιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονομικών συνάντησε πολλές επιφυλάξεις. Αντιπροτάθηκε άλλο σημείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Η πρόταση επέμεινε: Μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, μετά τις 3:30 το απόγευμα ήταν ερημιά» γράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του και στη συνέχεια εξηγεί πως για περίπου ένα μήνα τα μέλη «της κεντρικής ομάδας» έκαναν διαδοχικούς ελέγχους στο σημείο για να σιγουρευτούν πως δε θα υπάρχει κάποιο αθώο θύμα.
Αναφέρει επίσης το γιατί ματαίωσαν την επίθεση πολλές φορές, κάτι που τέντωσε τα νεύρα όλων, και φτάνει την ημέρα της επίθεσης τονίζοντας πως: «Ο Παλαιοκρασσάς αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος το βαρύ, δύσκολο στην οδήγηση αυτοκίνητο. Έτσι, ο άπειρος οδηγός, δεν πήρε ομαλά τη στροφή από Καραγεώργη Σερβίας προς Βουλής, επιπλέον, φοβισμένος από τον όγκο του Μερσεντές, φρέναρε την τελευταία στιγμή.
» Η ρουκέτα έξυσε το μερσεντές και εξερράγη σύρριζα δίπλα της. Ο Παλαιοκρασσάς απλά τραυματίστηκε, όμως το ωστικό κύμα χτύπησε έναν περαστικό που είχε διεισδύσει στο χρονικό κενό, στο τυφλό σημείο της παρατήρησης. Ένας αθώος άνθρωπος, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο. Ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. Τηλεφώνησα αμέσως, εξέφρασα τη λύπη της 17Ν. Μπορεί να είχε ευθύνη η αστυνομία, να μπλόκαρε επί μισή ώρα σχεδόν το ασθενοφόρο. Όμως, την κύρια ευθύνη την είχαμε εμείς. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώμη. […] Ήταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της 17Ν».
Το ζαχαροπλαστείο και τα «συντροφικά καρφιά»
Την περίοδο των συλλήψεων των μελών της 17Ν και των πρώτων καταθέσεων στην αντιτρομοκρατική, είδε το φως της δημοσιότητας μια συγκλονιστική λεπτομέρεια εκείνης της επίθεσης.
Μετά το χτύπημα, όπως συνήθιζαν, τα μέλη της οργάνωσης συναντήθηκαν στο ζαχαροπλαστείο «Χαρά» στα Άνω Πατήσια, εκεί για πρώτη φορά στα χρονιά της οργάνωσης καταπατήθηκαν όλοι οι κανόνες συνωμοτικότητας με κάποιους από αυτούς να κλαίνε (όπως για παράδειγμα ο Τέλιος) και να φωνάζουν μπροστά στους υπόλοιπους θαμώνες πως δεν έπρεπε να γίνει το χτύπημα και πως η εμμονή στο συγκεκριμένος μέρος και με το συγκεκριμένο τρόπο έφεραν τα τραγικά αποτελέσματα.
Εκείνη ήταν και η στιγμή που κάποιοι σκέφτηκαν πως ίσως είχε έρθει η ώρα να αυτοδιαλυθεί η οργάνωση. Το γεγονός, όμως, πως ήδη κάποιοι από τους πελάτες είχαν αρχίσει να κοιτάζουν επίμονα προς το τραπέζι που κάθονταν τα μέλη της 17Ν, ήταν καταλυτικό, ώστε, να σταματήσει εκεί η κουβέντα και να αποχωρήσουν όλοι.
Φαίνεται, ωστόσο, πως εκείνη η θυελλώδης συνάντηση στη «Χαρά» άφησε τα σημάδια της στο εσωτερικό της οργάνωσης. Όπως και το ίδιο το χτύπημα με τα τραγικά αποτελέσματα. Τα σημάδια αυτά ήταν τόσο βαθιά που θα έβγαιναν στην επιφάνεια πολλά χρόνια αργότερα.
Το 2014 ο Βασίλης Τζωρτζάτος με επιστολή του στην Ελευθεροτυπία είχε αφήσει σαφή υπονοούμενα κατά του Κουφοντίνα και «ξαναφούντωσε» την κόντρα για το θάνατο του Αξαρλιάν.
Στην επιστολή του ο Β. Τζωρτζάτος σημείωσε ότι η επίθεση κατά του τότε υπουργού Οικονομικών στην πλατεία Συντάγματος είχε αποφασισθεί με δύο βασικές προϋποθέσεις. Όπως σημειώνει ο «Σταμάτης» της 17Ν τα δύο αυτά προαπαιτούμενα ήταν: «Πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς τρίτος μέσα στο αμάξι του υπουργού και, δεύτερον, ότι δεν θα υπήρχαν πεζοί στα πεζοδρόμια της Νίκης προς Καραγιώργη Σερβίας. Την ημέρα που έγινε η ενέργεια παραβιάστηκαν και οι δύο προϋποθέσεις.
Η οργάνωση ισχυρίστηκε τότε ότι οι δύο σύντροφοι που παρατηρούσαν απ’ το πατάρι της οδού Νίκης την παρκαρισμένη Μερσεντές μπροστά στο υπουργείο, για να ξεκινήσουν την ενέργεια, δεν είδαν τα δύο κορίτσια που μπήκαν στη Μερσεντές και νόμιζαν ότι μπήκαν στο Audi της Ασφάλειας. Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η δεύτερη ομάδα των τσιλιαδόρων που βρίσκονταν στον χώρο βεβαίωσε ότι τα κορίτσια δεν μπήκαν αστραπιαία στη Μερσεντές […].
Δεύτερο, όταν οι σύντροφοι κατέβηκαν και βγήκαν στο πεζοδρόμιο της Νίκης απ’ όπου θα πυροδοτούσαν τη ρουκέτα, υπήρχε κόσμος στο απέναντι πεζοδρόμιο, άρα έπρεπε και πάλι να ακυρωθεί. Κι όμως πάτησε το τηλεχειριστήριο.
» Ο τρίτος σύντροφος που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο από πριν του είπε: «”Γιατί το πάτησες αφού είχε κόσμο που είναι μέσα στα αίματα”. Απάντησε: “Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες”. Τρίτο, λίγο πριν κατέβει ο τέταρτος σύντροφος απ’ το πατάρι, είδε τους δύο που θα αποφασίζανε, να συνεννοούνται με τα μάτια στο στυλ: “Να το πατήσουμε σήμερα, για να τελειώνουμε”. Τέταρτο, αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν για διακοπές»!
Τέλος, στην κατάθεσή του λίγο μετά τη σύλληψή του ο Χριστόδουλος Ξηρός είχε αναφέρει: «Την ημέρα της ενέργειας εγώ με τον “Σταμάτη” (σσ: Βασίλης Τζωρτζάτος) ήμασταν αρχικά πάνω στο κατάστημα μαζί με τους άλλους δύο και κάναμε τις τελευταίες εργασίες εγκατάστασης και ακολούθως μόλις βγήκε ο Παλαιοκρασσάς από το υπουργείο, κατεβήκαμε τρέχοντας και πήγαμε σε προκαθορισμένα σημεία που είχαμε αφήσει τα μηχανάκια.
Ο Σάββας (σ.σ. Ξηρός) και ο “Λουκάς” (σ.σ. Κουφοντίνας) κατεβαίνουν και αυτοί, περνούν απέναντι στο πεζοδρόμιο και ο ένας πυροδοτεί τις ρουκέτες και ο άλλος τον καλύπτει, χωρίς να γνωρίζω ποιος πάτησε το μπουτόν».
Νίκος Δεμισιώτης – reader.gr