Με διπλάσιο ρυθμό συγκριτικά με την πορεία του μέσου εισοδήματος «τρέχουν» από το 2021 μέχρι σήμερα οι τιμές των τροφίμων, αναγκάζοντας τα νοικοκυριά είτε να μειώσουν καταναλώσεις βασικών ειδών είτε να αυξήσουν το ποσοστό του εισοδήματός τους που διαθέτουν για τα είδη διατροφής, κόβοντας όμως από αλλού.
Οι τιμές των τροφίμων έχουν ακριβύνει κατά τουλάχιστον 30% από τις αρχές της πληθωριστικής κρίσης και αυτό υποχρεώνει το μέσο νοικοκυριό να απαντήσει σε ένα σκληρό δίλημμα: ή να διαθέσει πάνω από το 20% του μηνιαίου εισοδήματος μόνο για τις διατροφικές δαπάνες ή να προχωρήσει σε περικοπές καταναλώσεων σε είδη τα οποία κατατάσσονται στα απολύτως απαραίτητα. Το πώς λειτούργησαν τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια του 2023 θα αποτυπωθεί τον Σεπτέμβριο στην ετήσια έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι θα καταγραφεί νέα μείωση στην κατανάλωση –όπως συνέβη και με την περυσινή έρευνα–, αλλά και αύξηση της αναλογίας της δαπάνης για τα τρόφιμα ως προς το συνολικό εισόδημα, ειδικά στα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Η δυσαρέσκεια για τις τιμές των τροφίμων δεν οφείλεται μόνο στις ανατιμήσεις. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτές οι ανατιμήσεις ήταν μεγαλύτερες αναλογικά με την πορεία του μέσου εισοδήματος. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: από το 2021 μέχρι το τέλος του 2023 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα (και μάλιστα ο μέσος μεικτός μισθός, διότι ο καθαρός έχει ακόμη μικρότερη αύξηση λόγω κρατήσεων για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) έχει αυξηθεί κατά 12% (από τα 1.117 ευρώ το 2021 στα 1.251 ευρώ το 2023 με βάση τα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη»). Στο ίδιο διάστημα, ο δείκτης των τροφίμων έχει αυξηθεί από τις 102 μονάδες στις 127,9 μονάδες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου τιμών της Eurostat.
Πρόκειται για μεταβολή της τάξης του 25%. Ηδη με βάση τα στοιχεία του Απριλίου της Eurostat, ο δείκτης των τροφίμων έχει αναρριχηθεί στις 132 μονάδες, ανεβάζοντας το ποσοστό της ανατίμησης στο 30%.
Ακριβότερα κατά τουλάχιστον 30% τα τρόφιμα από τις αρχές της πληθωριστικής κρίσης.
Ακόμη κι αν ο μέσος μισθός έχει ήδη σπάσει το φράγμα των 1.300 ευρώ (αυτό προς το παρόν αποτελεί εκτίμηση, καθώς απαιτούνται τα απολογιστικά στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» για τον αριθμό των απασχολουμένων, αλλά και τη μηνιαία μισθολογική δαπάνη) και πάλι ο ρυθμός αύξησης των τροφίμων είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον αντίστοιχο των εισοδημάτων (περίπου 16% έναντι 30% για τα τρόφιμα). Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο γίνεται ολοένα και πιο «αφόρητο» το βάρος του λογαριασμού του σούπερ μάρκετ.
Οσο παραμένει θετικός ο ρυθμός μεταβολής των τιμών των τροφίμων τόσο περισσότερο επιδεινώνεται η κατάσταση, ειδικά γι’ αυτούς που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα από το μέσο. Η μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών –κάτι που αποτυπώθηκε στα τελευταία στοιχεία της Eurostat– είναι θετικό στοιχείο, αλλά το ζήτημα είναι το κατά πόσο συμβαδίζει ο ρυθμός αύξησης των μισθών.
Το πρόβλημα γίνεται σαφώς μεγαλύτερο για τους έχοντες τα χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτό συμβαίνει διότι χρειάζεται να διαθέσουν μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους για να καλύψουν την ανάγκη σίτισης. Αν το 2021 ένα νοικοκυριό είχε χαμηλό εισόδημα 750 ευρώ, έπρεπε να διαθέσει το 20% του εισοδήματος μόνο για τρόφιμα. Με αύξηση της δαπάνης των τροφίμων κατά 25% στο διάστημα 2021-2023 και με αντίστοιχη της τάξης του 12%, η αναλογία ανεβαίνει περίπου στο 23%.
Σε έναν βαθμό, σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία το πρόβλημα περιορίζεται λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού, που είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του μέσου μισθού, όμως και αυτό δεν ισχύει για όλους. Από την άλλη, για τους έχοντες μεγάλα εισοδήματα (π.χ. 3.500 ευρώ) η αναλογία της δαπάνης των τροφίμων στο εισόδημα ήταν γύρω στο 11% το 2021 και τώρα έχει αυξηθεί στο 12%.
Οι εναλλακτικές που έχουν τα νοικοκυριά σε τέτοιες συνθήκες είναι δύο. Πρώτον, να υποστούν την αύξηση και να κρατήσουν αμετάβλητη την κατανάλωση, κόβοντας από αλλού και δεύτερον να περιορίσουν την κατανάλωση και των τροφίμων. Η περυσινή έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών έδειξε ότι αυτό συνέβη σε βασικές κατηγορίες τροφίμων και μένει να φανεί αν έχει συμβεί το ίδιο και κατά τη διάρκεια του 2023.
Θάνος Τσίρος – kathimerini.gr