Σήμερα η Πειραϊκή αποτελεί μια ακτή πραγματικό στολίδι της πόλης. Ο κόσμος περπατά κατά μήκος της, υπάρχουν ταβέρνες και καφετέριες, ενώ τα καλοκαίρια πολλοί ακόμα τολμούν να βουτήξουν στα νερά της. Έχει όμως το μυστικό της.
Γράφει ο ιστορικός ερευνητής Στέφανος Μίλεσης
Είναι δύσκολο έχοντας αυτές τις εικόνες στο νου μας να αντιληφθούμε το βαθμό επικινδυνότητας που είχε κάποτε η συγκεκριμένη περιοχή. Περισσότερο όμως είναι αδύνατον να πιστέψουμε πως εκεί υπήρχε αναπτυγμένο ένα δαιδαλώδες σύστημα σπηλαίων και λαγουμιών, που μόνο οι κακοποιοί της εποχής γνώριζαν.
Τα ακέφαλα πτώματα
Τον Φλεβάρη του 1895 ένας καπετάνιος από τα Κύθηρα, ο Δημήτρης Μεγαλοοικονόμου, την ώρα που πλησίαζε με το καΐκι του τις ακτές του Πειραιά διέκρινε ένα πτώμα στα βράχια. Όταν πλησίασε διαπίστωσε πως ήταν ακέφαλο!
Στις 20 Δεκεμβρίου 1895 δύο μικρά παιδιά, οι αδελφοί Τσαμαδού καθώς έπαιζαν στα βράχια βρήκαν επίσης ένα ακέφαλο πτώμα. Έκτοτε η εύρεση πτώματος ήταν κάτι το συνηθισμένο…με ακτίνα δράσης από την Φρεαττύδα μέχρι το ΡΟΔΟΝ. Όλη την δεκαετία του ’20 το φαινόμενο αποτελούσε καθημερινότητα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως στην ερημιά της Πειραϊκής υπήρχαν και μερικά σπίτια που ήταν πιο μοναχικά. Οι οικογένειες τα διπλοαμπάρωναν μετά την Δύση του ηλίου.
Η κατάσταση άρχισε κάπως να βελτιώνεται από δύο παράγοντες. Ο ένας ήταν η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων στον Πειραιά όπου για πρώτη φορά έθεσε σε εφαρμογή τα εγκληματολογικά εργαστήρια, τη φωτογράφιση, την δακτυλοσκοπία, τη συστηματική καταγραφή των μεθόδων που δρούσαν και δια των μέσων αυτών η συστηματική καταδίωξη των κακοποιών.
Ήταν ο λεγόμενος τομέας της “επιστημονικής αστυνομίας” που πρώτη η Αστυνομία Πόλεων εφάρμοσε. Δεύτερος παράγοντας ήταν ίδρυση της Συνοικίας Νέας Καλλίπολης που με τη συστηματική αστικοποίηση της περιοχής μέχρι τον όρμο του Λιουβιάρη (Σκαφάκι) έπαυε να είναι πλέον ερημότοπος.
Αλλά και πάλι συνέβαιναν πολλά… Κάποιοι από τους νταήδες της Πειραϊκής όταν απέκτησαν χρήματα από το εμπόριο ναρκωτικών φρόντισαν να αναγείρουν και σπίτια στην Πειραϊκή για να βρίσκονται κοντά στον τόπο εργασίας τους!
Ένας εξ αυτών ήταν και ο Ι.Π. που όταν συνελήφθη από άνδρες του Α’ παραρτήματος Ασφαλείας Πειραιώς άφησε πίσω του πέτρινο σπίτι μισοτελειωμένο.
Η εποχή των “Μεγάλων Μαχαιριών”
Η πειραϊκή, ειδικά από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελούσε απαγορευμένη ζώνη για τους συνηθισμένους ανθρώπους. Όσο γραφικός ήταν ο όρμος της Φρεαττύδας με τα αρχοντικά εξοχικά σπίτια τόσο απόκοσμη ήταν ακτή που ακολουθούσε.
Αυτά τα σαράντα χρόνια (1900 – 1940) έλαβαν τον χαρακτηρισμό από την αστυνομία Πειραιώς ως η εποχή των “μεγάλων μαχαιριών”. Αλήτες, λαθρέμποροι, διωκόμενοι, τοξικομανείς και άλλα κακοποιά στοιχεία της εποχής κατέφευγαν εκεί και έλυναν τις διαφορές τους μόνο με μαχαίρια!
Στην περίπτωση που οι Αρχές τους καταδίωκαν, οι κακοποιοί γνώριζαν ανάμεσα στα βράχια εισόδους, ίσα που μπορούσε το ανθρώπινο σώμα να διέλθει και εξαφανίζονταν. Συνήθως τα λαγούμια αυτά είχαν δύο και τρεις εξόδους, ενώ άλλα επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Οι είσοδοι των σπηλαίων δεν φαίνονταν στον ανύποπτο διαβάτη. Ξεκινούσαν ως σχισμές βράχων συνήθως εκεί που έσκαγε το θαλάσσιο κύμα και έμπαιναν βαθιά μέσα στην ακτή
Η πρώτη σπηλιά που συνήθως την γνώριζαν και οι απλοί κάτοικοι της Φρεαττύδας είχε μεγάλο άνοιγμα και βρισκόταν ακριβώς κάτω από την Έπαυλη του Σκουλούδη, σημερινό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ. Όμως αυτή ήταν και η μοναδική σπηλιά που ήταν ορατή, ενώ κατά μήκος υπήρχαν δεκάδες άλλες.
Στα εμφανή κοιλώματα της ακτής κάθονταν συνήθως οι χασικλήδες αφού δεν τους ενδιέφερε κάτι περισσότερο. Κάθονταν τη νύχτα και φούμαραν ενώ κατέφευγαν και οι διάφοροι μπεκρήδες για ύπνο.
Το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ στις σπηλιές
Την δεκαετία του 1950 ένας αστυνομικός συντάκτης μεγάλης εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας, ο Θ. Δράκος, επιχείρησε να κάνει ένα δημοσιογραφικό οδοιπορικό και να καταγράψει τις σπηλιές της Πειραϊκής.
Ακόμα και εκείνη την εποχή, που εμείς σήμερα τη θεωρούμε πρόσφατη, έπρεπε να ζητήσει την συνδρομή της Γενικής Ασφάλειας Πειραιώς. Κατάφερε να εισέλθει σε πολλά στενά ανοίγματα που όμως στο εσωτερικό τους άνοιγαν και γίνονταν ευρύχωρα.
Η έξοδος “κινδύνου” ήταν το ίδιο στενή, όπως και η είσοδος.
Υπήρχαν κακοποιοί που είχαν κατοχυρώσει με την βία την σπηλιά αποκλειστικά για δική τους χρήση και δεν τολμούσε να μπει άλλος. Ήταν το λεγόμενο “δωμάτιο” όπως το αποκαλούσαν μεταξύ τους.
Σπηλιές κακοποιών που έγιναν τοπωνύμια
Η φήμη του Νταή αύξανε όταν είχε δικό του “δωμάτιο”. Πολλές σπηλιές αποκτούσαν αξία τοπωνυμική, καθώς λάμβαναν το όνομα του νταή που είχε την αποκλειστική χρήση.
Αυτή η πρακτική τοπωνυμίων με τα ονόματα κρησφύγετων γνωστών κακοποιών δεν εφαρμοζόταν μόνο στον Πειραιά αλλά παντού στην Ελλάδα, όπου υπήρχαν κακοποιοί που τις είχαν αποκλειστικά δικές τους.
Γνωστή η Σπηλιά Τόλια στου Βαρνάβα, όπου και εκεί την δεκαετία του ’20 έβρισκαν διαρκώς πτώματα. Για πολλά χρόνια όταν κάποιος ήθελε να περιγράψει την θέση έλεγε στην Σπηλιά Τόλια. Το ίδιο συνέβαινε και στην Πειραϊκή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 που οι σπηλιές ακόμα ήταν ευδιάκριτες.
Τα κουτσαβάκια του Πειραιά
Έχουν υπάρξει δεκάδες εκατοντάδες μελέτες για τον τρόπο που κινούνταν οι νταήδες την ομιλία τους, τις συνήθειές τους, αλλά προς εξυπηρέτηση της αφήγησης θα επαναλάβουμε μόνο μερικές από αυτές.
Οι νταήδες φορούσαν το σακάκι μόνο με το αριστερό μανίκι
Αιτία αυτής της πρακτικής ήταν πως το δεξί χέρι κάτω από το ριχτό σακάκι έπιανε ή ήταν έτοιμο να πιάσει το σιδερικό ή το μαχαίρι.
Φορούσαν καπέλο με ταινία μαύρη τη λεγόμενη “χλίψη” από το πένθος που υποτίθεται πως τηρούσαν για όσους της πάστας τους έπεσαν ηρωικά, δηλαδή αντρίκια.
Στο βάδισμά τους ήταν ιδιόρρυθμοι πήγαιναν “μονόπαντα” σα να κούτσαιναν για αυτό και ο όρος κουτσαβάκια.
Είχαν μακριά μαλλιά και μεγάλα μουστάκια, ενώ μια αφέλεια από το μαλλί τους έπεφτε και κάλυπτε το αριστερό τους μάτι. Τα παντελόνια που φορούσαν ήταν τύπου “τζογιέ” δηλαδή πολύ στενά κάτω.
Το ζωνάρι τους ήταν συνήθως κόκκινο εντός του οποίου υπήρχε το “αμφίστομο” ή το “τσερκέζικο”, το σιδέρικο χώρια, το ταμπάκο, τα τσακμάκι, τσιγαρόχαρτο και φυσικά το μαντήλι.
Τα παπούτσια τους ήταν μυτερά με ψηλό τακούνι, έπρεπε απαραιτήτως να τρίζουν στο περπάτημα
Όσο περισσότερο έτριζαν τόσο το καλύτερο. Από εκεί βγήκε και η έκφραση “περπατάει και τρίζει η γη”. Όλη αυτή η αμφίεση ήταν ορατή από μακριά και λειτουργούσε έτσι ώστε ο νταής ξεχώριζε από τους υπόλοιπους.
Το εκκλησάκι ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ
Από του Σκουλούδη μέχρι και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων επικρατούσε η απόλυτη ερημιά. Μετά την δύση του ηλίου κανείς λογικός άνθρωπος δεν περνούσε.
Παρόλα αυτά το μικρό εκκλησάκι “ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ” της οικογένειας Κατσαρού με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας προκαλούσε δέος στους κακοποιούς. Ουδέποτε το είχαν πειράξει παρότι δέσποζε στην ερημιά πάνω από αυτές τις βραχώδεις εκτάσεις.
Εκεί κάποτε ο εργολάβος Αναστάσιος Κατσαρός έκτισε ένα δωμάτιο και τοποθέτησε εντός αυτού την εικόνα της Παναγίας. Η γυναίκα του ήταν που επέμενε να γίνει εκκλησία. Όταν αυτός πέθανε ο γιος του Ευάγγελος Κατσαρός με την σύζυγό του συνέχισε την φροντίδα της εκκλησίας.
Το “ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ” το επισκέφθηκε μέχρι και η Βασίλισσα Όλγα για να δει από κοντά την εικόνα που είχε προκαλέσει τόσα θαύματα και είχε αποκτήσει φήμη. Έδωσε και χρήματα στην οικογένεια Κατσαρού για τον ευπρεπισμό του. Παρόλα αυτά τα “θηρία” της Πειραϊκής ουδέποτε πείραξαν κάποιον που πήγαινε στο εκκλησάκι ή έκλεψαν κάτι από αυτό.
Κι όμως σε αντίθεση με την ηρεμία που εξέπεμπε το μικρό ξωκκλήσι η γύρω περιοχή έβραζε από εγκλήματα. Συνεχώς βρίσκονταν ακέφαλα πτώματα αποτέλεσμα ξεκαθαρίσματος των “μεγάλων μαχαιριών”. Ήταν ο τρόπος που δρούσαν.
Οδηγούσαν τον αντίπαλο στη σπηλιά τον σκότωναν κι ύστερα πετούσαν αλλού το πτώμα κι αλλού το κεφάλι