Το φαινόμενο των μαζικών δολοφονιών, με τη μορφή που έχει αποκτήσει στα παγκόσμια εγκληματολογικά χρονικά ήταν κάτι άγνωστο για την Ελλάδα. Όμως αυτό άλλαξε ξαφνικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν δύο Γερμανοί με μία σειρά φόνων και άλλων παράνομων πράξεων έβαλαν και στα ελληνικά λεξικά την έννοια του serial killer. Και μάλιστα με έναν ιδιαίτερα τραγικό τρόπο για τα πολλά θύματά τους.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
Οι δύο Γερμανοί που σόκαραν την Ελλάδα με τη δράση τους ήταν ο Χέρμαν Ντουφτ και ο Χανς Μπασενάουερ. Είχαν μπει στη χώρα μας με το αυτοκίνητό τους, μία λαδί Mercedes γεμάτη όπλα, στις 17 Φεβρουαρίου του 1969, με πρόφαση ότι ήρθαν για τουρισμό. Ο Χέρμαν Ντουφτ, 32 ετών, ήταν άγαμος και δήλωνε υδραυλικός ως επάγγελμα. Όπως είχε αναφερθεί στα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, είχε υπηρετήσει και για δύο χρόνια στη Λεγεώνα των Ξένων κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Το μητρώο του ήταν ήδη βαρύ πριν έρθει στην Ελλάδα, έχοντας κάνει διάφορες παράνομες ενέργειες όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης όπως η Μασσαλία και η Νάπολη.
Ο επίσης 32χρονος Χανς Μπασενάουερ ήταν και αυτός υδραυλικός και παντρεμένος με τρία παιδιά. Από το σκοτεινό παρελθόν του αναφέρθηκε ότι είχε περάσει από αναμορφωτήριο ενώ είχε και σχέσεις με το ναζιστικό κίνημα. Απ’ ό,τι αποδείχθηκε αργότερα, ο Χανς ήταν ο «εγκέφαλος» του φονικού δίδυμου και ο Χέρμαν το δεύτερο –αλλά εξίσου φονικό– βιολί. Είχαν πολλές ένοπλες επιθέσεις στη Γερμανία και είχαν χτυπήσει και μία στρατιωτική βάση, απ’ όπου είχαν πάρει διάφορα είδη οπλισμού. Με τις γερμανικές αρχές να βρίσκονται στα ίχνη τους, αποφασίζουν να φύγουν από τη Γερμανία και μέσω ενός Έλληνα μετανάστη, συνδέονται με την οικογένεια Μεντέ στην Ελλάδα, και αποφασίζουν να έρθουν στη χώρα μας, εμφανιζόμενοι ως πλούσιοι επιχειρηματίες.
Η δράση τους ξεκινά στις 6 Μαρτίου. Οι δυο τους κλέβουν ένα αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο στο Ελληνικό και βγαίνουν στην εθνική οδό με κατεύθυνση προς τη Θήβα. Αργά μέσα στη νύχτα σταματούν σε ένα βενζινάδικο και ζητούν από τον ιδιοκτήτη Νίκο Κανάρη, 35 ετών, να τους βάλει βενζίνη. Στο περιστατικό ήταν παρών ένας 22χρονος στρατιώτης, ο Κωνσταντίνος Κούλης, ο οποίος αναζητούσε ένα αυτοκίνητο για να τον πάει πίσω στο στρατόπεδό του. Όταν τελείωσε ο ανεφοδιασμός, οι Γερμανοί υποχρέωσαν τους δύο άνδρες να μπουν μέσα στο μαγαζί και υπό την απειλή μιας καραμπίνας τους ανάγκασαν να τους δώσουν τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο.
Αν και οι άνδρες ακολουθούσαν τις οδηγίες τους, τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν και τους δύο και, αφού άρπαξαν τις εισπράξεις που βρίσκονταν στο ταμείο, προσπάθησαν να φύγουν. Όμως μπροστά τους εμφανίστηκε ένα υπάλληλος του βενζινάδικου, ο 34χρονος Αναστάσιος Γκιζίνος, ο οποίος ακούγοντας τους πυροβολισμούς έφτασε για να δει τι είχε γίνει. Όμως και αυτόν τον πυροβόλησαν πισώπλατα, ενώ ο Χέρμαν, για να βεβαιωθεί ότι θα τον άφηναν νεκρό, τον μαχαίρωσε, όπως έκανε και με τους άλλους δύο. Ο Γκιζίνος πάντως ήταν πολύ τυχερός, καθώς κατάφερε να επιζήσει (ήταν ο μοναδικός που ξέφυγε από τους Γερμανούς δολοφόνους) καθώς οι τραυματισμοί του δεν ήταν θανάσιμοι. Ο Γκιζίνος έδωσε σημαντικές πληροφορίες στη Χωροφυλακή, λέγοντας ότι επρόκειτο για ξένους άνδρες οι οποίοι είχαν εμφανιστεί στον τόπο του εγκλήματος φορώντας στολές παραλλαγής.
Το επόμενο έγκλημα έγινε στις 13 Μαρτίου του 1969. Οι δύο Γερμανοί παρακολουθούσαν τη βίλα του Παντελή Αθηναίου, ενός 50χρονου επιχειρηματία που έμενε σε μία απομονωμένη βίλα στη Βούλα. Όταν αποχώρησε από το σπίτι του, οι δύο μπούκαραν στο σπίτι για να κάνουν ληστεία. Όμως δεν βρήκαν κάτι αξιόλογο και αποφάσισαν να περιμένουν τον χρηματιστή να επιστρέψει. Μόλις ο Αθηναίος μπήκε στο σπίτι του, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους δύο Γερμανούς, που τον οδήγησαν στο μπάνιο και τον σκότωσαν χτυπώντας τον με ένα μεγάλο ξύλο στο κεφάλι. Πήραν τα χρήματα που βρήκαν πάνω στον επιχειρηματία, ένα δαχτυλίδι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και έφυγαν.
Αν και δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ των δύο εγκλημάτων, οι Γερμανοί αποφάσισαν να περιορίσουν τη δράση τους μέχρι να καταλαγιάσουν οι έρευνες της Αστυνομίας. Στο μεσοδιάστημα, και με τα λεφτά που είχαν αποσπάσει από τον επιχειρηματία έκαναν μεγάλη ζωή στην Αθήνα, διαμένοντας σε ένα διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει στο Κολωνάκι. Στις 7 Απριλίου του 1969, βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας, άφησαν το αυτοκίνητό τους στην περιοχή του Χίλτον και πήραν ένα ταξί που οδηγούσε ο 34χρονος Ιωάννης Φραγκιαδάκης. Σε ένα ερημικό μέρος στο Καβούρι τον έβγαλαν έξω από το αυτοκίνητο και τον μαχαίρωσαν στην πλάτη. Έκρυψαν το πτώμα στους θάμνους και έφυγαν με το ταξί έχοντας πάρει τα ελάχιστα χρήματα που είχε πάνω του ο οδηγός.
Το επόμενο χτύπημα έγινε και πάλι σε βενζινάδικο, στις 9 Απριλίου του1969, στη Μαλακάσα. Εκεί βρήκαν τον 42χρονο Ιωάννη Τσουτσάνη και, αφού του πήραν τα χρήματα του ταμείου, τον οδήγησαν σε ένα παρακείμενο δασάκι και τον σκότωσαν με 14 μαχαιριές και μάλιστα με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο. Στις 11 Απριλίου του 1969, και με την Αστυνομία να έχει εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό, κατευθύνονται προς την Πάτρα. Στον δρόμο τούς συμβαίνει ένα ατύχημα, με αποτέλεσμα να σπάσει το εμπρός φανάρι, οπότε αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω. Πριν τον Ισθμό τους προσπερνάει μία BMW από τον οδηγό της οποίας ζητούν να τους βοηθήσει.
Ο 40χρονος Γιώργος Παπαγεωργίου, που είχε έρθει από τη Γερμανία για να δει τους δικούς του για τις μέρες του Πάσχα, ανταποκρίθηκε, όμως οι δύο Γερμανοί στο ύψος της Κακιάς Σκάλας τον σκότωσαν με δύο πυροβολισμούς στον αυχένα. Του πήραν τα λίγα χρήματα που είχε πάνω του και οδηγώντας τα δύο αυτοκίνητα επέστρεψαν στην Αθήνα. Είχαν όμως κάνει ένα τραγικό λάθος. Εκείνο το βράδυ πάρκαραν τη Mercedes τους σε ένα απόμερο δρομάκι στο Χαϊδάρι. Γυρίζουν και πάλι προς την Πάτρα με το πτώμα του Παπαγεωργίου, το οποίο σκεπάζουν πρόχειρα στην άκρη του δρόμου και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Όμως μεσολάβησε κάτι που δεν το περίμεναν. Ο εκτελωνιστής Παναγιώτης Ταμπουράκης έχει επισκεφτεί τη μητέρα του Μαρία Ταμπουράκη και του έκανε εντύπωση η παρατημένη Mercedes, η οποία μάλιστα είχε πάνω της εμφανείς κηλίδες αίματος. Ο Ταμπουράκης κάλεσε την αστυνομία.
Οι αστυνομικοί έστησαν ενέδρα και τελικά κατάφεραν να συλλάβουν αρχικά τον Ντουφτ και λίγο μετά τον Μπασενάουερ στις 16 Απριλίου. Οι ανακριτές που τους ανέλαβαν έμειναν έκπληκτοι από την απάθεια και τον κυνισμό με τον οποίο περιέγραφαν τις πράξεις τους, ενώ αναφέρθηκαν και σε πολλούς ακόμα ανθρώπους που τελικά είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από τη δράση τους. Σχεδίαζαν επίσης τη νύχτα της Ανάστασης να χτυπήσουν ένα μεγάλο κοσμηματοπωλείο και μετά να φύγουν από την Ελλάδα. Ο τρόπος που δρούσαν ήταν επίσης πολύ ύπουλος, καθώς προσέγγιζαν τα θύματά τους με πολύ ευγενικούς τρόπους και έτσι τα ξεγελούσαν. Το ότι ήταν ξένοι ήταν επίσης ένα στοιχείο που τους βοηθούσε, καθώς δεν υπήρχε μητρώο γι’ αυτούς στη χώρα μας.
Στις 21 Ιουλίου του 1969, ξεκίνησε η δίκη που διήρκεσε 3 ημέρες. Προσπάθησαν να φανούν μεταμελημένοι ώστε να καταφέρουν να γλιτώσουν την εσχάτη των ποινών. Όμως δεν τα κατάφεραν και καταδικάστηκαν πέντε φορές εις θάνατον χωρίς ελαφρυντικό. Υπέβαλαν μία αίτηση αναίρεσης στον Άρειο Πάγο και άλλη μία προς το Συμβούλιο Χαρίτων, αλλά καμία δεν έγινε δεκτή. Η υπόθεση είχε πάρει μεγάλη έκταση στη Γερμανία και δημιουργήθηκε και διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών, με τη χούντα στην Ελλάδα, θέλοντας να δώσει μια αίσθηση τάξης και ασφάλειας, να μην υποχωρεί στις πιέσεις. Εκτελέστηκαν στις 15 Δεκεμβρίου του 1969, ο Χέρμαν Ντουφτ στην Κέρκυρα και ο Χανς Μπασενάουερ στην Αίγινα. Ήταν οι πρώτοι αλλά και οι τελευταίοι αλλοδαποί που στάθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Ελλάδα.
Παναγιώτης Τριτάρης – protothema.gr