Τις τελευταίες δεκαετίες μάθαμε να μιλάμε για ανάπτυξη μιας περιοχής βασιζόμενοι σε ασκήσεις επί χάρτου που αναλύουν μόνο οικονομικούς τομείς δραστηριότητας. Φυσικά δεν περιλαμβάνουν καμία γεωγραφική στρατηγική ανάπτυξης.
Για να το πούμε απλά: Δεν μπορείς να μιλάς για ανάπτυξη, όταν δεν έχεις αποφασίσει ποια περιοχή-χωριό θα γίνει ο κόμβος και να ακολουθήσουν οι γύρω περιοχές ως δορυφόροι.
Το προηγούμενο άλλων περιοχών είναι καταλυτικό. Μιλώντας συγκεκριμένα για ορεινή ανάπτυξη, θα σταθούμε στα παραδείγματα του Μετσόβου, των Καλαβρύτων, του Καρπενησίου. Και οι τρεις περιπτώσεις ήταν ορεινές κωμοπόλεις, ένα ισχυρό ορεινό κέντρο που πρώτα ενισχύθηκε αυτό και μετά ακολούθησε η ανάπτυξη των γύρω-γύρω περιοχών.
Στον αντίλογο μπορεί να ισχυριστεί κανείς το σύμπλεγμα των Ζαγοροχωρίων και του Πηλίου. Και εκεί όμως υπήρξαν βασικοί πυλώνες: Το Πάπιγκο στην πρώτη περίπτωση, η Πορταριά στην δεύτερη.
Τι είχαν όλα αυτά; Εκτός από ιστορία, είχαν δικά τους πιστοποιημένα αγροτικά προϊόντα, συγκοινωνίες ( οδοντωτός) και -το βασικότερο-χιονοδρομικά.
Αυτοί είναι ακριβώς και οι λόγοι που στην Αιτωλοακαρνανία ποτέ δεν μετατράπηκε ένα χωριό σε μια κωμόπολη σε υψόμετρο άνω των 800 μ. Ποτέ ένα χωριό δεν έγινε κεντρικός πυλώνας ανάπτυξης ώστε ακτινωτά να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα.
Αντιθέτως τα υπό διαμόρφωση Κεφαλοχώρια φυλλορροούσαν συμπαρασυρόμενοι από το μεταπολεμικό κύμα αστυφιλίας.
Συγκεκριμένα η ορεινή Τριχωνίδα επέλεξε την άμεσα προσοδοφόρα καλλιέργεια των εύφορων πέριξ της λίμνης περιοχών. Η Παραβόλα, το Καινούργιο, το Παναιτώλιο ήταν δημιουργήματα αυτής της επιλογής. Ακόμα και το Θέρμο στα 600μ αποτέλεσε δεξαμενή υποδοχής των πέριξ ορεινών περιοχών λόγω του οροπεδίου του. Δεν ρίσκαραν στο μεγάλωμα και τον εκσυγχρονισμό της κτηνοτροφίας αλλά επέλεξαν την άμεση λύση του κάμπου ή του οροπεδίου. Παρόμοιες λογικές επικράτησαν και στο Ξηρόμερο, επιλέγοντας είτε την κλειστού τύπου οικονομική δραστηριότητα χωρίς ανοίγματα είτε τροφοδοτώντας Κατούνα, Φυτείες με την ίδια λογική είτε ψάχοντας για έξοδο προς θάλασσα σε Αστακό, Μύτικα.
Όσα δε ορεινά χωριά είχαν κάποιες προδιαγραφές, ατύχησαν σε πλέγμα ολέθριων μικροαποφάσεων. Ο Άγιος Βλάσης δέχονταν από τις αρχές του 20ου αιώνα τουρίστες. Κανένας όμως δεν νοιάστηκε για μόνιμες υποδομές και κυρίως οι ίδιοι οι κάτοικοι. Το αποτέλεσμα ήταν οι επισκέπτες του να μπουν “στη λογική του εξοχικού”. Είτε έφτιαξαν σπίτια σε άλλα ορεινά μέρη καταγωγής τους είτε κοντά στο συγκεκριμένο μέρος αδιαφορώντας όμως παντελώς για τη σύνδεση τους με το μέρος φιλοξενίας και χωρίς να μετέχουν στα αιτήματα για ανάπτυξη τους, δικαιολογημένα ίσως.
Τρανταχτό παράδειγμα είναι και η ορεινή Ναυπακτία. Εκεί πήγαν να γίνουν δύο κεφαλοχώρια-πυλώνες ( Πλάτανος- Άνω Χώρα), λεφτά έπεσαν πράγματι ιδίως από Ελληνοαμερικάνους ομογενείς. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει η ίδια συνέχεια και οι σχέσεις με την πατρίδα των ομογενών στις επόμενες γενιές ατονούν. Από την άλλη τα σπίτια και οι ξενώνες δεν έφεραν και τους μόνιμους κατοίκους. Πέρα από το rafting στον Εύηνο, δεν υπήρξε άλλη συλλογική προσπάθεια γέμισμα χρόνου-μεσημεριού ειδικά- στον ορεινό αυτό όγκο. Τα πέτρινα σπίτια δεν φέρνουν μόνα τους την ανάπτυξη. Εκτός αυτού η ορεινή Ναυπακτία έχει δύσκολο ορεινό δίκτυο που καθιστά δύσκολη και πολυδάπανη την πρόσβαση. Οι δε επενδυτές της είχαν περισσότερο τη λογική του επισκέπτη παρά του μόνιμου κατοίκου, με ότι αυτό συνεπάγεται για την φιλοσοφία των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Συμπέρασμα: Θα περάσουν πολλά χρόνια και θα χρειαστούν νέες λογικές, ώστε η ύπαιθρος να ξαναπάρει ζωή. Σίγουρα πάντως αυτό θα γίνει με τη λογική του ακτινωτού κόμβου και μακριά από μικροτοπικιστικές λογικές.
Λ.Υ.
2 Σχόλια
Ανάπτυξη χωρίς υποδομές (πχ δρόμοι, τρένο, κλπ) δεν γίνεται.
Αγρινιο Vice
Δεν διαφωνώ σε συτά που γράφεις αλλά χωρίς υποδομές δεν μπορείς να έχεις ανάπτυξη . Και δεν μιλάμε μόνο για τουριστική ανάπτυξη. Πάντως η Εγνατία περνάει δίπλα από το Μέτσοβο και έχει βοηθήσει στην ανάπτυξη όλης της Β. Ελλάδας . Πως θα μεταφέρεις προϊόντα και πρωτες ύλες ; Πως θα ταξιδέψει κάποιος με ασφάλεια και άνεση; Προφανώς τώρα το πουλάκι έχει πετάξει για την Αιτωλοακαρνανία.
Ας μην είμαστε κοντόφθαλμοι και ας κοιτάμε και λίγο πιο μακριά από την μύτη μας.