Του Λίνου Υφαντή,
Για την πρόοδο μιας περιοχής ισχυρότερη φωνή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελούσαν πάντα οι Υπουργοί σε μια κυβέρνηση. Αυτοί είχαν την περισσότερη επιρροή και μπορούσαν να επηρεάσουν ως ένα βαθμό κάποιες αποφάσεις.
Η Αιτωλοακαρνανία είχε πολλές δεκαετίες να δει πολλούς Υπουργούς σε μία κυβέρνηση. Μια χαρακτηριστική περίπτωση που συνέβη αυτό είναι η βραχύβια κυβέρνηση συνεργασίας του Νικόλαου Πλαστήρα που κράτησε μόλις ένα έτος, από το 1951 έως το 1952. Στην κυβέρνηση αυτή συμμετείχαν οι Αιτωλοακαρνάνες Υπουργοί που βλέπετε στη φωτογραφία από την εφημερίδα “Δυτική Ελλάς” ήτοι:
«Υπουργός Προεδρείας της Κυβερνήσεως & Υπουργός Βιομηχανίας” : Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας με καταγωγή από Ναύπακτο και μετέπειτα Πρωθυπουργός.
«Υπουργός Συγκοινωνιών» : Γεώργιος Μπουρδάρας με καταγωγή από το Αγρίνιο και Φουρνά Ευρυτανίας ( Προερχόμενος από τκόμμα ΕΠΕΚ)
«Υπουργός Δημοσίων Έργων» : Θεόδωρος Χαβίνης (Κόμμα Φιλελευθέρων).
“Γενικός Γραμματέας Γενικής Διοικήσεως Θράκης¨: Δημήτρης Αναστασόπουλος από Αγρίνιο.
Τα βιογραφικά των Αιτωλοακαρνάνων Πρωθυπουργών
Ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας (Ναύπακτος, 9 Φεβρουαρίου 1893[ – 10 Αυγούστου 1987 ήταν Έλληνας πολιτικός, νομικός, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε πρωθυπουργός και ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1893 και ήταν αδελφός του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη-Νόβα. Η καταγωγή της οικογένειας Νόβα είναι από τη Βίτσα του Ζαγοριού της Ηπείρου. Το 1829, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ναυπάκτου από τους Τούρκους, ο προπάππους του Παναγιώτης με τα δύο αδέλφια του Αλέξη και Χριστόδουλο εγκαταστάθηκαν στη πόλη λόγω του ότι ήταν οχυρωμένη και σχετικά ασφαλής. Η μητέρα του Ευδοκία ήταν γόνος της παλιάς ιστορικής και αρχοντικής οικογένειας Σισμάνη από την Αράχωβα Ναυπακτίας.[4] Τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Β΄ Γυμνάσιο Πατρών κι έπειτα σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη δικηγορία. Εργάστηκε επί 25 χρόνια ως δημοσιογράφος ανταποκριτής της εφημερίδας Ακρόπολις κατά τους Βαλκανικούς πολέμους στο Μακεδονικό Μέτωπο και της εφημερίδας Πολιτεία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Υπήρξε συντάκτης των εφημερίδων Ακρόπολις και Πολιτεία, και συνεκδότης (1933-1936) της εφημερίδας Νέος Κόσμος. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών το 1926 και διετέλεσε αντιπρόεδρός της. Έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1955[5] και πρόεδρος της Ακαδημίας το 1965.[6]
Πολιτική σταδιοδρομία
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας το 1926 με το Κόμμα Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά. Συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής από το 1932 έως το 1964 με το Προοδευτικόν Κόμμα του Γεωργίου Καφαντάρη, με το Κόμμα Φιλελευθέρων και με την Ένωση Κέντρου. Το 1936 εξελέγη αντιπρόεδρος της Βουλής. Από το 1945 διετέλεσε πολλές φορές υπουργός.
Το 1964, ως βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής. Στις 15 Ιουλίου 1965, μεσούσης της πολιτειακής κρίσης που προέκυψε κατά την λεγόμενη Αποστασία, όπου και ακολούθησε η γνωστή διαμάχη του Γεωργίου Παπανδρέου με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, όταν ο πρώτος επέμενε να αναλάβει το υπουργείο Άμυνας, παρά την διαφωνία του Βασιλιά, είτε επειδή ήθελε να ορίσει άτομο της εμπιστοσύνης του, είτε επειδή ο γιος του, Ανδρέας, φέρονταν αναμεμιγμένος στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, για την οποία η έρευνα δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας κλήθηκε από τον Βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση. Τότε κατηγορήθηκε από τον συμπολιτευόμενο τύπο ότι ορκίσθηκε πρωθυπουργός αμέσως μετά από την τελευταία συνάντηση του Βασιλιά και του Γ. Παπανδρέου, χωρίς να περιμένει ο Βασιλιάς να υποβάλει ο τελευταίος γραπτή παραίτηση.
Είχαν προηγηθεί αρκετές συνομιλίες, όπου άρχισε να διαφαίνεται η απειλή παραίτησης εκ μέρους του Πρωθυπουργού. Ο Βασιλιάς ζητούσε να ορίσει άλλον στη θέση του Υπουργού Αμύνης, ο Γ. Παπανδρέου όμως, θεωρώντας ότι είναι απαράδεκτο ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο επιθυμεί («πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν»), δεν δέχθηκε αυτή τη λύση εμμένοντας στην θέση του. Όταν άρχισε να διαφαίνεται το πρόβλημα διαδοχής στην πρωθυπουργία, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Συνταγματικού Δικαίου Χρήστος Σγουρίτσας, ο οποίος ανήκε στο συμβουλευτικό επιτελείο του Βασιλιά υπό τον διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Βασιλικού Οίκου Δημήτρη Μπιτσίου, γνωμοδότησε υπέρ της προτίμησης του Γ. Αθανασιάδη – Νόβα, επειδή ήταν Πρόεδρος της Βουλής και είχε ψηφιστεί από το κόμμα της πλειοψηφίας. Έτσι μετά την τελευταία συνάντηση Γ. Παπανδρέου και Βασιλιά, εξερχόμενος ο πρώτος των ανακτόρων δημοσιοποίησε την προφορική του παραίτηση. Ο Βασιλιάς ακολουθώντας την εισήγηση Σγουρίτσα κάλεσε αμέσως τον Γ. Αθανασιάδη – Νόβα και του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Λόγω των ανωτέρω ο Γ. Αθανασιάδης – Νόβας στιγματίστηκε ως ο πρώτος «Πρωθυπουργός της Αποστασίας», παρότι η Κυβέρνησή του τελικά δεν πέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και παραιτήθηκε. Κατά την περίοδο αυτή, ο δημοσιογράφος Κώστας Σταματίου δημοσίευσε στην εφημερίδα Τα Νέα (φύλλο της 29ης Ιουλίου 1965) ένα ψευδεπίγραφο τετράστιχο το οποίο απέδωσε στον Γ. Αθάνα (Αθανασιάδη-Νόβα). Από το τετράστιχο αυτό, οι πολιτικοί αντίπαλοι του τελευταίου, του κόλλησαν το προσωνύμιο «Γαργάλατας».[7][8] Ακολούθησε νέα αποτυχημένη προσπάθεια σχηματισμού Κυβέρνησης υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, όταν προσκλήθηκε από τον Βασιλιά και έλαβε σχετική εντολή, όμως κι αυτός δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Τούτου ακολούθησε τελικά η Κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου (1965-66), η οποία και κατάφερε να περιβληθεί με ψήφο εμπιστοσύνης. Στην κυβέρνηση αυτή ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας διετέλεσε αντιπρόεδρος.
Πραγματοποίησε σημαντικές δωρεές στη γενέτειρά του Ναύπακτο, όπου και πέθανε το 1987.
Λογοτεχνική δραστηριότητα
Στη λογοτεχνία δραστηριοποιείτο με το ψευδώνυμο «Γεώργιος Αθάνας». Τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Βικέλα της Ακαδημίας Αθηνών. Από πολύ νέος, ασχολήθηκε μέ τή λογοτεχνία καί τό 1955 εκλέχτηκε ακαδημαϊκός. ’Ασχολήθηκε μέ τη διηγηματογραφία, τό φιλολογικό και ιστορικό μελέτημα καί κυρίως μέ την ποίηση. Στό χώρο τής πεζογραφίας δημοσίευσε τό 1918 τό ηθογραφικό αφήγημα «Τό πράσινο καπέλο». Τό 1925 δημοσιεύτηκε ή συλλογή διηγημάτων «Δέκα ’Έρωτες». Τό 1932 εμφανίζεται ή νέα συλλογή διηγημάτων «Απλοϊκές φυχές». Ή τελευταία συλλογή διηγημάτων «Βαθιές ρίζες» δημοσιεύεται τό 1956. Τά τρία πρώτα από τά παραπάνω βιβλία δημοσιεύτηκαν από τίς εκδόσεις «I. Σιδέρη» καί τό τελευταίο άπό τήν «Εστία». Τά φιλολογικά καί τά ιστορικά του μελετήματα τυπώθηκαν σέ δύο τόμους τό 1998 μέ τή φιλολογική επιμέλεια εκείνου πού προλογίζει καί τό ανθολόγιο τούτο. ΄Ομως ό Γ. Αθάνας υπήρξε κυρίως ποιητής καί τό δημοσιευμένο λυρικό του έργο καλύπτει 16, πολυσέλιδους κυρίως, τόμους. Άν θέλαμε νά χαρακτηρίσουμε τή λυρική προσφορά τού Γ. Άθάνα θά λέγαμε: ανανεωμένος βουκολισμός καί επαρχιακός αστισμός. Ό Δημαράς στήν «’Ιστορία» του θά παρατηρήσει: «Περισσότερη οργανική σχέση μέ τήν επαρχία έχει στά ποιήματά του ό Γ. Άθάνας. Πέρα από μόνα τά θέματα βρίσκει κανείς στό έργο του στιχουργικά καί γλωσσικά στοιχεία εξαίρετα, αντλημένα από τή ρουμελιώτικη παράδοση». Παρά ταύτα όμως τόν εντάσσει στήν αθηναϊκή παραγωγή, «μόνη πλέον ζωντανή σ’ αυτούς τούς καιρούς». Στό ίδιο κλίμα κριτικής αποτίμησης κινείται καί ό Λίνος Πολίτης στή δική του «Ιστορία». Άναφερόμενος στούς Ρουμελιώτες λυρικούς ’Αθανάσιο Κυριαζή (1888-1950) καί τόν νεότερο του Γ. Άθάνα θά μάς πει: «Ρουμελιώτες καί οι δύο, χωρίς νά αναζητούν τίποτα τό ιδιαίτερο ή τήν αλλαγή, συνεχίζουν μέ τρυφερότητα τήν ορθόδοξη παλαμική παράδοση τού στίχου καί τής ομοιοκαταληξίας. Κάποια ιδιαίτερη δροσιά δίνει καί στούς δύο (στον Γ. Άθάνα στίς πρώτες του, πιό επιτυχημένες συλλογές) ή απόμερη ζωή τής επαρχίας, πού τήν αποδίδουν μέ τρόπο γραφικά ειδυλλιακό. Ή επιβίωση αυτή τής παλαμικής παράδοσης, κάπως παράταιρη κι όλας στά προπολεμικά χρόνια, στάθηκε βέβαια ακόμα πιό ξένη στούς σημερινούς καιρούς».
Σύμφωνα με το Αθανάσιο Παπαθανασόπουλο, Ό Άθάνας κατά βάση δέν είναι βουκολικός ποιητής. Υπάρχει βέβαια ό βουκολισμός σάν κλίμα ψυχής στην ποίηση του, μά είναι τόσο ελαφρά διάχυτος σ’ ολόκληρο τό έργο του καί τόσο διακριτικά τονισμένος, ώστε παύει νά έχει τόν πρώτο ειδοποιό λόγο. Ό Άθάνας δέν είναι μιά νεόκοπη εκδοχή τού Κρυστάλλη. Τραγούδησε τόν κόσμο άλλά καί τήν ψυχή τής επαρχίας του, όμως στή νέα μεταμόρφωσή της, τήν αστική. Καί από τήν άποψη αυτή, ή παραπάνω συναφής παρατήρηση τού Δημαρά έχει τή σημασία της. Ό Άθάνας διέθετε τίς δικές του ευαίσθητες κεραίες γιά νά συλλαμβάνει τά μηνύματα των νέων καιρών καί ό λυρικός δρόμος πού πορεύτηκε άταλάντευτα σ’ όλο τό λυρικό βίο του ήταν προσωπικός – όχι αντιγραμμένος από άλλους ή ξενόφερτος. ’Ιδιαίτερα ό «ξένος χρόνος», οι άλλότριες δηλαδή πολιτιστικές παραδόσεις, πού ήδη κατάκλυσαν τήν πατρίδα μας, τού ήταν ανυπόφορος. Είχε πεποίθηση στήν αποστολή του καί πίστη στίς προθέσεις του γιά τό φανέρωμα ολόκληρης τής ψυχής τού λαού πού τραγούδησε. Καί δέν συγκροτεί ειδύλλιο, ούτε έκφραση κλίματος βουκολισμού τό εξαίσιο καί πολυδημοσιευμένο ποίημά του «Οί ασάλευτες κυρίες τών επαρχιών», όπου ή φύση, ή ομορφιά καί ή συγκινημένη μνήμη βρίσκουν τόν άφοσιωμένο τους τραγουδιστή. Τώρα ακόμη, αρχές τής τρίτης μ.Χ. χιλιετίας, πού οι όροι τού λυρισμού, παγκοσμίως, έχουν άνατραπεί, ή ποίηση τού Άθάνα μπορεί νά διδάξει, μπορεί νά τέρψει καί μπορεί νά μάς οδηγήσει στίς ουσιαστικά αστείρευτες πηγές τού λυρισμού, οί όποιες από τά χρόνια τής Σαπφώς μέχρι σήμερα δέν κάνουν τίποτε άλλο παρά νά άναβαπτίζουν κάθε φορά τόν άνθρωπο καί τίς λαχτάρες του στά ζείδωρα καί αγιασμένα νάματά τους. [9]
Ποιητικές συλλογές
«Πρωινό ξεκίνημα» (1919)
«Αγάπη στον Έπαχτο» (1922)
«Καιρός Πολέμου» (1924)
«Ειρμός» (1929)
«Δέκα έρωτες» (1931)
«Απλοϊκές Ψυχές» (1931)
«Δροσεροί Καϋμοί» (1938)
«Τραγούδια των Βουνών» (1953)
«Ευδοκία» (1955)
«Βαθιές Ρίζες» (1968)
«Τίμια Δώρα» (1969)
«Αστέγνωτο Δάκρυ» (1971)
«Ανώνυμου Δοκίμια» (1971)
«Αίνος και θρήνος» (1972)
«Μονοκοντυλιές» (1975)
«Τραγούδια των Βουνών» σειρά δεύτερη (1980)
«Ανά τον θερισμένον αγρόν» (1982)
«Μυθογραφήματα του καιρού μας» (1987)
“Quadretti Italiani” (Ιταλικές μακέτες)
Συλλογές διηγημάτων
«Το πράσινο καπέλο» (1918)
«10 έρωτες» (1925)
«Απλοϊκές Ψυχές» (1932)-Βραβείο Α.Α.
«Βαθιές Ρίζες» (1968)
Ο Γεώργιος Μπουρδάρας (1888 – 1959) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός.Βιογραφία
Γεννήθηκε στον Φουρνά Ευρυτανίας το 1888. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αρχικά ως έφεδρος και στη συνέχεια ως μόνιμος αξιωματικός.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 αναμίχθηκε με την πολιτική όπου και από το έτος 1933 εξελέγη κατ΄επανάληψη βουλευτής Ευρυτανίας, αρχικά με το κόμμα του Καφαντάρη.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, τον Σεπτέμβριο του 1944 διορίστηκε Διοικητής των νήσων του Aρχιπελάγους. Στη συνέχεια πολιτεύθηκε με το κόμμα ΕΠΕΚ και στη κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη 1945 διορίστηκε υπουργός των 3Τ, όπως λεγόταν στην εποχή του το “υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων”, (1945-1946) και αργότερα στη κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα 1951 ανέλαβε υπουργός Συγκοινωνιών (1951-1952). Το 1956 πολιτευόμενος με το κόμμα των Φιλελευθέρων εκλέχθηκε βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας.
Ο Γεώργιος Μπουρδάρας πέθανε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 1959 και κηδεύτηκε την επομένη από τον ιερό ναό της Μητρόπολης.[1] Αδελφός του ήταν ο Αλκιβιάδης Μπουρδάρας. Η γενέτειρά του τον έχει τιμήσει με την μαρμάρινη προτομή του στην πλατεία του χωριού που γεννήθηκε.
Πηγές
“Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” τομ. Γ΄ (συμπλήρωμα), σελ. 756.
Ο Θεόδωρος Χαβίνης (Φυτείες Αιτωλοακαρνανίας, 1886- Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 1960) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής και υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις. Υπήρξε ο βουλευτής Πρέβεζας με τη μεγαλύτερη συνολικά θητεία (18 χρόνια και 4 μήνες) και κατόρθωσε να εκλεγεί 10 φορές βουλευτής της περιφέρειας αυτής.
Βιογραφία
Πολέμησε σε διάφορους πολέμους, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και συνέβαλε στην απελευθέρωση της Πρέβεζας ως διοικητής της 6ης πεδινής πυροβολαρχίας κατά τη μάχη της Νικοπόλεως. Πήρε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας.
Στη Δίκη των Έξι ήταν μέλος στο έκτακτο στρατοδικείο, με το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ψηφοδέλτιο των εκλογών του 1946, στις οποίες ο Χαβίνης ήταν υποψήφιος με το Κόμμα Φιλελευθέρων στην Αιτωλοακαρνανία, αλλά απέτυχε να εκλεγεί.
Η κάθοδός του στον πολιτικό στίβο ξεκίνησε στις εκλογές του 1923 με το Κόμμα Φιλελευθέρων οπότε εξελέγη για πρώτη φορά στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση. Εξελέγη βουλευτής Πρεβέζης-Άρτης με το Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος, με 2.222 ψήφους, στις εκλογές του 1926. Επανεξελέγη βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1928, του 1932, του 1933 και το 1936. Απέτυχε να επανεκλεγεί στις εκλογές του 1946, για να εκλεγεί ξανά το 1950, το 1951, το 1952 και το 1956. Υπήρξε ο μακροβιότερος βουλευτής της Εκλογικής Περιφέρειας Πρέβεζας, με συνολική θητεία 18,5 περίπου ετών, έχοντας κατορθώσει να εκλεγεί σε 10 εκλογικές αναμετρήσεις.
Στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου υπηρέτησε ως υπουργός Στρατιωτικών από τις 5 Ιουνίου 1932 μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 1932.
Ανέλαβε για πρώτη φορά υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη από τις 22 Νοεμβρίου 1945 ως την παραίτησή του, στις 20 Ιανουαρίου 1946 και στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών και προσωρινά Δημοσίων Έργων ως το Μάρτιο του 1946.
Στη κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου του 1950 ο Χαβίνης χρημάτισε υπουργός Δημοσίων Έργων, Οικισμού και Ανοικοδομήσεως από τις 24 Μαρτίου ως τις 27 Μαρτίου 1950.Λίγο αργότερα ανέλαβε υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Πλαστήρα, από τις 15 Απριλίου 1950 ως τις 21 Αυγούστου 1950. Στο χαρτοφυλάκιο των Δημοσίων Έργων παρέμεινε και στη επόμενη κυβέρνηση, από τις 27 Οκτωβρίου 1951 ως την παραίτησή του, στις 19 Μαρτίου 1952.
Πέθανε το Φεβρουάριο του 1960 από καρδιακή συγκοπή ενώ μεταφερόταν στο νοσοκομείο.
Πηγή:
el.wikipedia.org