Του Λίνου Υφαντή,
Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να προκαλεί θυμηδία, εντούτοις όμως περιγράφει ένα ξεχασμένο κοινωνικό φαινόμενο που έχει τις ρίζες τους μετά την επανάσταση του 1821. Ήταν η εποχή που διαχέονταν η εντύπωση ότι ο βασικός κορμός των επαναστατημένων Ελλήνων προέρχονταν από ορεινά αρματολίκια. Αντιθέτως ο “κάμπος” και συγκεκριμένα το Βραχώρι είχε ταυτιστεί για τους ορεσίβιους πληθυσμούς με την Οθωμανική εξουσία και τους “υποταγμένους”.
Χαρακτηριστικά οι ορεσίβιοι πρώην πολεμιστές αποκαλούσαν επί τουρκοκρατίας τους Βραχωρίτες “Ζαγκανάδες” υποτιμητικά όπως μας διασώζει ο Φώτης Μαυρογόνατος στην εφημερίδα “Αχελώος το 1891” αναφερόμενος στους “Σοβολακκίται ορεσίβιους μάχιμους” από το πρώην αρματολίκι του “Σοβολάκου” και νυν “Δήμο Παρακαμπυλίων”. Η αντιπάθεια αυτή συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση, όταν κατά τον Μαυρογόνατο οι Σοβολακκίται αρνήθηκαν πρόταση του Ιωάννη Στάικου να κατοικήσουν στο Αγρίνιο, το οποίο κατοίκησαν εν τέλει “ολίγοι τινές Σουλιώται μετά ολίγιστων άλλων εκ των πέριξ” και εντέλει το Αγρίνιο “εγένετο καταφύγιον παντός φυγάδος και τύχην εκζητούντος βροτού”. Στο στερεότυπο αυτό αντανακλάται και ο μετεπαναστατικός ρόλος του Αγρινίου ως κέντρο της νέας βαυαρικής διοίκησης, η οποία κατέπνιξε την επανάσταση του 1836 και κυνήγησε πολλούς πρώην “ορεσίβιους” αγωνιστές, οι οποίοι μερικοί εξ αυτών κατέφυγαν στη ληστεία.
Από την άλλη πλευρά η αντιπάθεια των Βραχωριτών “επιστρέφονταν”. Το καταλάβαινε ο ίδιος ο Μαυρογόνατος. ο οποίος αν και έμενε στην Αθήνα παραδέχονταν ότι οι Αγρινιώτες τους θεωρούσαν ξένους και όχι συμπατριώτες. Το στερεότυπο αυτό βέβαια έμεινε και τον 20ο αιώνα, όταν οι ραγδαίες αστικοποιήσεις πολλών ελληνικών πόλεων συνοδεύτηκαν με το κοροϊδευτικό προσωνύμιο “βλάχοι” για τους εισερχόμενους πληθυσμούς με πρώτη διδάξασα την πρωτεύουσα Αθήνα. Στον 21ο αιώνα βέβαια η εκμηδένιση των αποστάσεων έφεραν άλλου είδους κοινωνικά στερεότυπα και αποκλεισμούς, που άφησαν τους “βλάχους” και τους παντελώς ξεχασμένους “Ζαγκανάδες” στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Με πληροφορίες από:
Εφημερίδα Αχελώος, 4-6-1889.