H πόλη κοιμόταν.Όπως κάθε βράδυ έτσι κι απόψε,η αφέντρα θάλασσα την νανούριζε με νότες από άλλες εποχές,νότες που γνώριζε μονάχα η ίδια κι ο κύρης της ο ουρανός.Ο γλάρος λευκός σαν απάτητο χιόνι,τίναξε με χάρη τις φτερούγες του.
Ήταν ένας γλάρος αλλιώτικος από τους άλλους.Αν και δεν είχε το αρχοντικό παράστημα του αετού και την φινέτσα του παγωνιού,δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την δύναμη του πρώτου και την ομορφιά του δεύτερου.Παρόλο που ήταν κοσμογυρισμένος λόγω της ταξιδιάρικης φύσης του,επέστρεφε πάντα στην πόλη της καρδιάς του.Στην πόλη όπου τα ψαροκάϊκα λικνίζονταν τεμπέλικα στο λιμανάκι,έχοντας την σιγουριά πως τίποτα δεν θα τάραζε την ηρεμία τους,αφού ο φάρος αγρυπνούσε.Στην πόλη όπου παρόν και παρελθόν συνυπήρχαν αρμονικά,στην πόλη όπου ένα κάστρο φτιαγμένο κάποτε από λαό αλλόγλωσσο κρατούσε μυστικά μέσα στην πέτρινη καρδιά του.
Ο γλάρος συνήθιζε να κουρνιάζει κοντά στο κάστρο.Που και που το άκουγε μάλιστα να ψιθυρίζει λόγια χαράς και ευτυχίας,λόγια μελαγχολικά κι αγανακτισμένα.Όσο για τα μυστικά του…Το κάστρο τα κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτό του.Άλλωστε τι μυστικά θα ήταν αν τα κοινοποιούσε;
Η πόλη κοιμόταν λοιπόν κι απόψε.Μόνος άγρυπνος και πάλι ο γλάρος.Ζεστή βραδιά με αστέρια φωτεινά λυχνάρια διάσπαρτα στον ουρανό κι ένα αεράκι να χαϊδεύει στοργικά κάθε σπιθαμή της πόλης.Ο γλάρος αφού προσπάθησε για πολλοστή φορά να αγγίξει το άπιαστο φεγγάρι κατέληξε και πάλι στο κάστρο.Kαι τότε την είδε…
Ήταν σκυφτή,σχεδόν καμπουριασμένη,ρίχνοντας φοβισμένες γεμάτες αγωνία ματιές πίσω από την πλάτη της.Το πουλί δεν μπόρεσε να προσδιορίσει την ηλικία της,μα φαινόταν αρκετά σημαδεμένη από τον χρόνο.Ποτέ ξανά δεν είχε αντικρίσει τέτοια ώρα ανθρώπινη ψυχή πάνω στο κάστρο.Διακριτικά με όσο γινόταν άηχα φτερουγίσματα έκοβε κύκλους πάνω από το ελαφρώς γκριζαρισμένο κεφάλι της.Η γυναίκα ούτε που τον αντιλήφθηκε.
Ξάφνου από τα χέρια της ξεπήδησε ένας φωτισμός όχι ιδιαίτερα έντονος.Δεν ήταν ο φωτισμός των πυγολαμπίδων που τόσο πολύ μάγευε τον γλάρο,μα ένα αχνό λαμπύρισμα προερχόμενο μάλλον από φακό.Ύστερα από κάμποση ώρα αναζήτησης ο φακός του κινητού της εντόπισε αυτό που έψαχνε εναγωνίως.
Κρυμμένος ψηλά μέσα σε πευκοβελόνες λες και ήταν κουκουβάγια είδε τα πάντα….Η γυναίκα σήκωσε μια ιδιαίτερα βαριά κοτρώνα,η οποία δεν απείχε πολύ από μια κατηφορική γκρεμίλα.Κάθισε στο έδαφος οκλαδόν.Με χέρια γυμνά έσκαψε λίγο το κοκκινόχωμα.Ένα χαμόγελο απέραντης ευδαιμονίας στόλισε το πρόσωπό της απ’άκρη σ΄άκρη.Ο γλάρος την πλησίασε.Ήθελε να διαπιστώσει από κοντά τι ήταν αυτό που της έδινε τόση χαρά μέσα στο άγριο σκότος.Ο φακός αν και όχι ιδιαίτερα φωτεινός έκανε καλή δουλειά.Ένα αρκετά μεγάλο ξύλινο σεντούκι που έφερε διάσπαρτα σκαλίσματα,τα οποία έδειχναν κάπως ερασιτεχνικά,βρισκόταν ανάμεσα στα λιπόσαρκα χέρια της γυναίκας.Με δυσκολία και με την βοήθεια ενός λιλιπούτειου κλειδιού,τελικά το άνοιξε.Το περιεχόμενό του,άφηνε ακόμη και τον γλάρο που είχε δει τόσα και τόσα στην μέχρι τώρα ζωή του,άφωνο.Κέρματα και χαρτονομίσματα κάποιας αλλοτινής μα και της σημερινής εποχής στριμώχνονταν μέσα στην ξύλινη φυλακή τους.Το σεντούκι ασφυκτιούσε στην κυριολεξία!
Το παράξενο θηλυκό έβγαλε δύο χαρτονομίσματα και τα φίλησε.Έπειτα χάιδεψε τρυφερά κάποια παλιά νομίσματα.”Ας προσθέσω κι αυτά”ψιθύρισε,βγάζοντας από την βαθιά τσέπη της φούστας της ένα μάτσο χαρτονομίσματα.Με μάτια που γυάλιζαν θαύμαζε ξανά και ξανά το ποσό που είχε συγκεντρωθεί.
Η Μαρία Λιανού ζούσε εδώ και πολλά χρόνια στην πόλη και ήταν γνωστή ως η “Φτωχομάρω”.Όλοι την γνώριζαν ως ζητιάνα που στεκόταν κάθε μέρα έξω από τον κεντρικό ναό.Οι περισσότεροι της πρόσφεραν τον οβολό τους,διότι την συμπαθούσαν ,θεωρώντας την από την μοίρα χτυπημένη.Κανείς όμως δεν γνώριζε την πραγματικότητα….
Η Μαρία ήταν απόγονος μιας πολύ εύπορης οικογένειας με ιταλικές ρίζες.Η φιλαργυρία της όμως την οδήγησε σε μονοπάτια μάλλον παρανοϊκα.Συνήθιζε να τοποθετεί σεντούκια με χρήματα σε διάφορα κρυφά σημεία της πόλης.Ήταν χρήματα από διάφορα ακίνητα,από κληρονομιές και φυσικά από την επαιτεία.Στο πίσω μέρος του μυαλού της είχε μονίμως μια σκέψη:”Όταν μαζευτούν αρκετά θα ζήσω την ζωή μου,θα αγοράσω ωραία φορέματα,θα…θα…”Μα ποτέ δεν ήταν αρκετά κατά την γνώμη της,ποτέ δεν χόρταινε.
Η Μαρία ξανασκέπασε το σεντούκι με χώμα και τοποθέτησε την βαριά πέτρα.Θα ήταν και η τελευταία φορά που θα το έκανε,αφού η μακριά φούστα της πιάστηκε κάτω από την πέτρα,έχοντας ως αποτέλεσμα να πεδικλωθεί και να κυλήσει προς τα κάτω,προς τον γκρεμό.
Κάποιοι τουρίστες εντόπισαν ύστερα από μέρες το πτώμα της άτυχης γυναίκας.Στην τσέπη της φούστας της βρέθηκε μια χρυσή λίρα μεγάλης αξίας,η οποία το είχε”σκάσει”από το σεντούκι.Όλοι προσπαθούσαν να λύσουν τον γρίφο της λίρας που βρέθηκε πάω στην “Φτωχομάρω”.Μόνο ο γλάρος γνώριζε,μόνο ο γλάρος…
* H Χριστίνα Καρρά διαμένει και εργάζεται στη Ναύπακτο
σαν Καθηγήτρια Γερμανικών.
Eίναι έγγαμη με έναν γιο .
Mεγαλωμένη στο Μόναχο με λατρεία στην πένα και στην μάθηση .
Eν αναμονή του πρώτου της βιβλίου -παραμύθι.
e-nafpaktia.gr