Χωρίς τις μετέπειτα ενταξιακές κοινοτικές ενισχύσεις των 200 δισ. ευρώ, είχε την υψηλότερη συμβολή στην ανάπτυξη και τη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος, την υψηλότερη συμβολή στην απασχόληση, την υψηλότερη συμμετοχή στις εξαγωγές και τον σημαντικότερο ανασχετικό παράγοντα στις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων, ενώ σήμερα ακόμα και … σκόρδα είναι … εισαγόμενα!
Του Δημήτρη Στεργίου
Ο πρωτογενής τομέας είχε μιαν ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία καθώς η συμβολή του στα βασικά οικονομικά μεγέθη της χώρας μας εξακολουθεί, παρά τη δραστική μείωσή της μετά τη δεκαετία του 1950, να είναι πολύ υψηλότερη από την αντίστοιχη συμβολή του του τομέα αυτού στις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απλώς, πριν παραθέσω επίσημα (εθνικά και κοινοτικά συγκριτικά) στοιχεία, επιγραμματικά παρουσιάζω τις ακόλουθες διαπιστώσεις:
Πρώτον, η συμβολή του αγροτικού τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στις Αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν πολύ υψηλότερη από τη σημερινή, η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη κοινοτική!
Δεύτερον, η συμβολή του αγροτικού τομέα κατά τη δεκαετία του 1950 στην απασχόληση, ήταν σημαντικά υψηλότερη από τη σημερινή (αντιπροσωπεύει μόνο το 40% περίπου εκείνης τη δεκαετίας του 1950), αλλά και από την αντίστοιχη σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Τρίτον, η συμβολή του αγροτικού τομέα της χώρας μας στις εξαγωγές κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν αρκετά υψηλότερη (8)%) από τη σημερινή, η οποία, ωστόσο, είναι (ήταν πριν από μερικά χρόνια) υψηλότερη από ό,τι στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Τέταρτον, η σημαντική συμβολή του γεωργικού τομέα στην ελληνική οικονομία κατά τη δεκαετία του 1950 καταδεικνύεται και από σχετικά μικρή συμμετοχή των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων στο σύνολο των εισαγωγών μας, γεγονός που έδειχνε τον σχετικά υψηλό βαθμό αυτάρκειας σε γεωργικά προϊόντα. Δυστυχώς, σήμερα εισάγουμε μέχρι και σκόρδα από άλλες χώρες!!!
Σε επίρρωση των παραπάνω τεσσάρων βασικών διαπιστώσεων, παραθέτω μερικά οικονομικά στοιχεία:
-Η πρωτογενής παραγωγή συνέβαλλε το 1955 στο εθνικό εισόδημα κατά 28,9% (29,1 δις. δραχμές ή περίπου 85 εκατ. ευρώ επί συνολικού ΑΕΠ 100,5 δις. δραχμών ή περίπου 295 εκατ. ευρώ), η δευτερογενής κατά 21% (21,1 δις. δραχμές) και ο τριτογενής (υπηρεσίες) κατά 50,1% (50,4 δις. δραχμές)
-Στη διάρθρωση κατά μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κυριαρχούσε η μικρή και η πολύ μικρή ιδιοκτησία. Οι μισές από τις 900.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις καλλιεργούσαν εκτάσεις που δεν ξεπερνούσαν τα 17 στρέμματα. Ειδικότερα, από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων (900.000), το 11% είχε μέση έκταση … τριών στρεμμάτων κι από το σύνολο των αγροτών (4,6 εκατ.) το 14% είχε μόνο … μισό στρέμμα. Αλλά, και οι απασχολούμενοι στις εκμεταλλεύσεις αυτές ήταν περισσότεροι από το 54% των 4,6 εκατ. αγροτών και στον καθένα αντιστοιχούσε έκταση μόνο έως τρία στρέμματα! Σήμερα, το μέσο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (καλλιεργούμενες εκτάσεις) ανέρχεται σε 40 στρέμματα περίπου, ενώ το 80% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατέχουν λιγότερο από 50 στρέμματα και μόνο το 1,4% πάνω από 200 στρέμματα. Η γεωργική έκταση είναι πάνω από 28 εκατ. στρέμματα, αλλά η μέση χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση είναι μόνο 53,8 στρέμματα. Αντιθέτως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση , το μέσο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ανέρχεται σε σε 140 στρέμματα, ενώ το 17% αυτών έχουν μέγεθος πάνω από 200 στρέμματα και μόνο το 60% έχει μέγεθος κάτω από 50 στρέμματα!
-Κάθε γεωργική εκμετάλλευση στη χώρας κατέχει συνήθως κι ένα σχετικά μεγάλο αριθμό αγροτεμαχίων, που αποτελεί αρνητικό στοιχείο για την παραγωγικότητα του τομέα. Στη δεκαετία του 1950 ο μέσος αριθμός αγροτεμαχίων της γεωργικής εκμετάλλευσης ανερχόταν σε 7, ενώ σήμερα περίπου 5 (κι αυτά πιθανόν εγκαταλελειμμένα!)
-Στη διάρθρωση των καλλιεργειών κυριαρχούσαν το στάρι (κάλυπτε το 58% των εκτάσεων, έναντι … 10,9% σήμερα!), ελιές (12,2%, ενώ σήμερα είναι υπερδιπλάσια διότι όλοι άρχισαν να φυτεύουν ελιές μετά την κατάργηση βασικών τότε καλλιεργειών, όπως του καπνού!) ), αμπέλια (7,5%, ένατι μόνο 2,5% σήμερα, αφού στη συνέχεια σε όλα σχεδόν τα χωριά τα … ξερίζωσαν για να φυτεύουν καπνά και στη συνέχεια … ελιές!), μπαμπάκι (2,8%, έναντι 9,5% σήμερα), καπνός (2,5%, σήμερα έχει σχεδόν καταργηθεί!) κλπ.
-Σημαντική ήταν η συμβολή των σιτηρών στην ακαθάριστη αξία, στο εθνικό εισόδημα, που ανερχόταν σε 38%, ενώ σήμερα είναι κάτω από το 12%, μολονότι η παραγωγή τους ανά στρέμμα υπολειπόταν σημαντικά (το ¼ περίπου!) σημαντικά από τη σημερινή (από 107 κιλά σε 400 περίπου σήμερα!) λόγω της εκμηχάνισης των καλλιεργειών και της χρησιμοποίησης μεγαλύτερων ποσοτήτων λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Είναι αλήθεια ότι από το 1953 έως και το 1961, βελτιώθηκε σημαντικά η παραγωγή και η παραγωγικότητα στον αγροτικό τομέα εξαιτίας της εκμηχάνισης των καλλιεργειών (οι γεωργικοί ελκυστήρες από 13.700 ανήλθαν σε 60.000 περίπου, οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές από 900 σε 3.900, οι αντλίες από 90.000 σε 132.000 , τα συστήματα τεχνητής βροχής από 8.000 σε 17.000 κλπ), των εγγειοβελτιωτικών έργων (αρδευτικά , αποστραγγιστικά κλπ), των καλύτερων ποικιλιών σπόρων, των λιπασμάτων κλπ.
-Στο ζωϊκό κεφάλαιο κυριαρχούσαν πριν από 70 χρόνια τα πρόβατα (περίπου 9.300.000 κεφάλαια, έναντι 7.400.000 σήμερα) και τα γίδια (5.000.000 περίπου, έναντι 3.000.000 σήμερα) κι ακολουθούν τα βοοειδή (περίπου 1.000.000 κεφάλια, έναντι 580.000 σήμερα) και τα γουρούνια (περίπου 640.000, έναντι 740.000 σήμερα). Τότε, το μεγαλύτερο μέρος του ζωικού κεφαλαίου ήταν υπαίθριο (σε κάμπους, βουνά, πλαγιές και λαγκάδια, με γκλίτσες και στάνες και καρδάρες), ενώ όλα αυτά είναι έρημα σχεδόν από πρόβατα και γίδια και η κτηνοτροφία ασκείται σε πάνω από 1.600.000 ζωικές μονάδες, από τις οποίες 45% είναι για πρόβατα, το 25% για βόδια, το 18% για γίδια και 12% για γουρούνια.
Σημαντικές επιδόσεις χωρίς κοινοτικές επιδοτήσεις 180 δις. ευρώ μετά το 1981
Τότε, πριν από 70 χρόνια, το γεωργικό εισόδημα ανερχόταν σε 29,1 δις. δραχμές ή 85 εκατ. ευρώ και συμμετείχε στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, του εθνικού εισοδήματος, κατά 28,9%. Σήμερα, είναι περίπου 7 δις. ευρώ και συμμετέχει στη διαμόρφωση του ΑΕΠ μόνο κατά 3,9%, ποσοστό που είναι μεν τριπλάσιο σχεδόν από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό όρο, αλλά υπολείπεται σημαντικά εκείνου πριν από 70 χρόνια. Όλες αυτές οι σημαντικές επιδόσεις και η προσφορά της αγροτιάς στην οικονομία πριν από 70 χρόνια επιτυγχάνονταν χωρίς τις κοινοτικές επιδοτήσει συνολικού ποσού άνω το 160 δις. ευρώ μετά το 1981, αλλά μόνο από την προστασία των διάφορων γεωργικών προϊόντων με δασμούς κυρίως πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981. Για να κατανοηθεί ακόμα περισσότερο η σημασία της διαπίστωσης αυτής αναφέρω ότι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η μέση επιβάρυνση των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων από δασμούς που ανερχόταν πριν από την ένταξη σε 15%, μετά την ένταξη έπεσε πολύ κάτω από το 4% για τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, ενώ οι εισαγωγές από χώρες της ΕΟΚ απελευθερώθηκαν πλήρως το 1986.
Εκτιμάται ότι το σύνολο των ενισχύσεων στον αγροτικό τομέα στα 43 χρόνια συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση αθροιστικά ξεπερνάει τα 200 δισ. ευρώ, δηλαδή ένα σχεδόν ολόκληρο ΑΕΠ! Αυτό σημαίνει ότι σήμερα, σ΄ αντίθεση με εκείνο πριν από 70 χρόνια, το αγροτικό εισόδημα στηρίζεται διαχρονικά σε ένα μέσο ποσοστό που κυμαίνεται περίπου στο 40% από τις συνολικές επιδοτήσεις της ΚΑΠ, με κυριότερο συμπέρασμα ότι και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά την ένταξη, η ελληνική αγροτική οικονομία, ο Έλλην αγρότης, έχει μεγάλη εξάρτηση από την ΚΑΠ στο επίπεδο των αγροτικών εισοδημάτων, αλλά και των συνολικών χρηματοδοτήσεων, καθώς οι άμεσες ενισχύσεις ανέρχονται περίπου κατά μέσον όρο σε πάνω από τρία δις. ευρώ ετησίως, που διανέμονται σε περίπου 820.000 δικαιούχους, ενώ οι ασκούντες αγροτική δραστηριότητα φορολογούμενοι (καταθέτουν φορολογική δήλωση) είναι μόνο 307.285 και δηλώνουν αγροτικό εισόδημα 3,8 δις. ευρώ και πληρώνουν φόρο 331,7 εκατ. ευρώ, δηλαδή με φορολογική επιβάρυνση κατά 8,5%. Το δηλούμενο κατά μέσον όρο εισόδημα από τους 307.285 αγρότες είναι 13.400 ευρώ, από το οποίο κανονικά, αν δεν διανεμόταν σε πολλαπλάσιους (820.000), θα περίμενε κανείς ότι 9.800 ευρώ θα προερχόταν από τις κοινοτικές ενισχύσεις. Φαίνεται όμως από το δηλούμενο αυτό μέσο αγροτικό εισόδημα, μόνο 3.700 προέρχεται από κοινοτικές ενισχύσεις, καθώς το ίδιο ποσό, κατά μέσον, όρο και καθένας από τους 820.000 … δικαιούχους! Αλλά, αυτό είναι ένα άλλο μέγιστο θέμα.
Όλα αυτά για σημαντικές επιδόσεις στην οικονομία, την απασχόληση, το εθνικό εισόδημα, στις εξαγωγές κι άλλα που προανέφερα δεν σημαίνουν, όπως έσπευσα να σημειώσω στην αρχή της έρευνα, ότι η ελληνική αγροτιά περνούσε «ζωή χαρισάμενη». Αντιθέτως, όπως θα αναλύσω στο επόμενο σημείωμα, το βιοτικό επίπεδο του αγροτικού πληθυσμού στη χώρα μας εξακολουθούσε να παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδο από το αντίστοιχο βιοτικό επίπεδο του μη γεωργικού πληθυσμού, αλλά και του κοινοτικού.