Mπορεί οι περισσότεροι να θυμούνται τον Τάσο Προύσαλη με το χαρακτηριστικό μουστάκι, το μαλλί-λασπωτήρα και το στραβό, μάγκικο στόμα να λέει εκείνο το αξέχαστο «δικέεε μου», αλλά στην πραγματικότητα η εποχή της βιντετοταινίας δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια παρένθεση ή καλύτερα μια απλή παράγραφος σε ολόκληρα κεφάλαια μια σημαντικότατης και ιδιαίτερης διαδρομής στην υποκριτική.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πώς γεννήθηκε εκείνη η ξεχωριστή περσόνα που αναδύθηκε τα χρόνια που ο ελληνικός κινηματογράφος σήμανε άτακτη υποχώρηση, δίνοντας την θέση του στην παραγωγή βιντεοκασετών με το… κιλό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι έδωσε στον Τάσο Προύσαλη δουλειά μια εποχή που το να βρεις δουλειά ως ηθοποιός ήταν ταυτόχρονα εύκολη, αλλά και δύσκολη υπόθεση.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ακόμη και πολύ μεγάλα ονόματα ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, με ορισμένους από αυτούς να μην θέλουν ούτε να θυμούνται αυτό το πέρασμά τους και άλλους να ξεκαθαρίζουν ότι επρόκειτο για μια εντελώς συνειδητή επιλογή, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των καιρών.
Τότε, λοιπόν, την ιδιαίτερη για την Ελλάδα (και όλο τον κόσμο) και γεμάτη υπερβολές δεκαετία του ’80 γεννήθηκε ο Τάσος Προύσαλης, όπως τον μάθαμε μέσα από καμιά σαρανταριά βιντεοκασέτες. Οι τίτλοι των περισσότερων είναι απολύτως ενδεικτικές και το άκουσμά τους και μόνο σε προϊδεάζει για το τι θα δεις. «Ο καλλιτέχνης της πλάκας», «Ο Λόρενς της αφραγκίας», «Άγριες πλάκες στα θρανία 2», «Γρανίτα από χιόνι», «Η μεγάλη των κερατάδων σχολή», «Ο ιππότης της σφαλιάρας», «Λάκης και πάσης Ελλάδος» , «Κρυστάλλω κιντ», «Παπαδίστικη Κομπανία Νο 3», «Μηχανόβιοι και μπάτσοι» , «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα 4», «Φαντάροι για κλάματα», «Γύφτικη δυναστεία», «Πυρετός στην γκαρσονιέρα μου», «Κάνε μου λιγάκι… μα», «Χουάν Γκαμόν Φούντες Γκράτσια Χοσ…Κοτά» είναι μόνο μερικές από αυτές…
Ωστόσο το πριν και το μετά των 80’s είναι που αποδεικνύει ότι όλη αυτή η φρενίτιδα παραγωγών (με πολλές εξ αυτών να είναι σαφώς αμφιβόλου ποιότητας, τουλάχιστον) αδικούν τον Τάσο Προύσαλη (ανιψιό του σπουδαίου Αθηνόδωρου Προύσαλη) και την πορεία του στην υποκριτική. Γεννημένος στο Θησείο, δεν άργησε να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει ηθοποιός και πολύ σύντομα μετά τις σπουδές του βρέθηκε στους θιάσους σημαντικών ονομάτων όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Κώστας Βουτσάς, ο Νίκος Ρίζος, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Φαίδων Γεωργίτσης και άλλοι.
Παράλληλα έφτασε στο σημείο να υπηρετήσει με την ίδια επιτυχία το νεοελληνικό θέατρο σε έργα των Ψαθά, Χορν, Καρύδη και άλλων, αλλά και στο Εθνικό, συμμετέχοντας σε παραστάσεις με τεράστιο αντίκτυπο όπως ο «Πλούτος» ή «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Παράλληλα είχε και παρουσίες στον κινηματογράφο (πριν αυτός γνωρίσει κρίση), με παρουσίες σε φιλμ όπως οι «Άρχοντες» και η «Σκιάχτρα» του Μανούσου Μανουσάκη και στο φιλμ του Δήμου Θέου «Καπετάν Μεϊντάνος: Η εικόνα ενός μυθικού οπλαρχηγού».
Περίπου την ίδια περίοδο η ακούραστη καλλιτεχνική φύση του Τάσου Προύσαλη εκφραζόταν και μέσα από μουσική, με τον ίδιο να παίζει κιθάρα, να σκαρώνει στίχους (συνήθως με σουρεάλ και περιπαιχτική διάθεση) και να φτάνει στο σημείο να εμφανίζεται σε μπουάτ της Πλάκας, ενώ όταν ήταν ακόμη νεαρότερος σε ηλικία είχε και το δικό του συγκρότημα (στο οποίο πιανίστας και ηχολήπτης ήταν ο γιος του Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργος) ερμηνεόοντας κατά κύριο λόγο ροκ κομμάτια.
Όλα αυτά φάνηκε να τερματίζονται όταν κυριάρχησαν τα προϊόντα που έβρισκε κανείς στις προθήκες των βίντεο κλαμπ που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια σε κάθε γειτονιά, αλλά κάποια στιγμή η μόδα πέρασε, η βιντεοταινία ξεπεράστηκε και ο Προύσαλης, έχοντας καταγράψει ήδη πολλά καλλιτεχνικά χιλιόμετρα, γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο πραγματικός δρόμος του.
Επανήλθε, λοιπόν, στα γνώριμα για εκείνον λημέρια του θεάτρου. Με την διαφορά ότι πλέον είχε την αυτογνωσία να ασχοληθεί με το είδος που τόσο αγάπησε δίχως φρένα και αναστολές. Έτσι το 2004 θα ιδρύσει την θεατρική σκηνή ΕσωΘέατρο, την οποία διατηρεί ακόμη και μέσω αυτής θα καταφέρει επιτέλους να περάσει τα μηνύματα που πάντοτε είχε μέσα του και θέλησε να εξωτερικεύσει και κυρίως να μοιραστεί με άλλους. Ένα χρόνο μετά άρχισε να ανεβάζει τις δικές του παραστάσεις, δοκιμάζοντας να σκηνοθετήσει και να παρουσιάσει με την δική του οπτική μια σειρά από σπουδαία έργα του διεθνούς ρεπερτορίου.
Αναμφίβολα από αυτά τα αριστουργήματα ξεχωρίζουν η «Σκόνη του δρόμου» του Κένεθ Γκούντμαν, η «Νυχτερινή συνομιλία με ένα απεχθές πρόσωπο» του Φρίντριχ Ντίρενματ, το «Έγκλημα και Τιμωρία» και το «Μπόμποκ» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αλλά και στον «Αλχημιστή» του Πάολο Κοέλιο. Πλέον το ΕσωΘέατρο λειτουργεί και ως δραματική σχολή, με τον ίδιο και τους μαθητές του να παραμένουν ιδιαίτερα ανήσυχοι και δημιουργικοί, συμμετέχοντας συχνά σε ποικίλα καλλιτεχνικά δρώμενα της Αθήνας.