Η κορυφαία αντιστασιακή πράξη κατά της δικτατορίας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, λειτουργεί μετά από 51 χρόνια ως σύμβολο της νεανικής τόλμης να πει «όχι» ακόμα και στον πιο αδίστακτο εχθρό. Οι συζητήσεις για το ίδιο το γεγονός, αλλά και για τη «γενιά του Πολυτεχνείου είναι πολλές και κάποιες απ’ αυτές αμφισβητούν την καταλυτική επίδραση του στην πτώση της χούντας.
Η Χούντα μπορεί να μην έπεσε την επομένη της εισόδου του τεθωρακισμένου στο Πολυτεχνείου, αλλά αυτή η πράξη ουσιαστικά ανέτρεψε τα σχέδια των χουντικών να εξασφαλίσουν αμνηστία για τις πράξεις τους παραδίδοντας την εξουσία στους πολιτικούς υπό την επίβλεψή τους.
Η δικτατορία διένυε τον έκτο της χρόνο όταν το καθεστώς Παπαδόπουλου αποφάσισε να κάνει το «άνοιγμα» και να πείσει ότι δεν ήρθε για να μείνει για πάντα στην εξουσία.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος προσπαθεί ήδη από το 1972 να εμφανιστεί ως «εκσυγχρονιστής» και διατεθειμένος να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς. Αποπειράται πολιτειακή αλλαγή, καταργώντας ουσιαστικά τη βασιλεία και προκηρύσσει δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές. Κρατά για τον εαυτό του τον τίτλο του «Προέδρου της Δημοκρατίας».
Έτσι φτάνουμε στις 29 Ιουλίου του 1973 όταν γίνεται το δημοψήφισμα που θα εγκρίνει τις αλλαγές και την παντοδυναμία του Παπαδόπουλου. Ο δικτάτορας ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα (78,43% ΝΑΙ) προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Έχει ξεκινήσει ήδη παρασκηνιακές επαφές για να δημιουργηθεί πολιτική κυβέρνηση που θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές και – πάντα υπό την σκέπη των δικτατόρων. Η υποδοχή από τον πολιτικό κόσμο δεν είναι ιδιαιτέρως θερμή. Οι αρχηγοί της ΕΡΕ και του Κέντρου, Κανελλόπουλος και Μαύρος δηλώνουν ότι δεν θα συμμετάσχουν σε εκλογές.
Η υποτίμηση της εξέγερσης της Νομικής
Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να προβλέψει αυτό που θα ακολουθήσει λίγο αργότερα. Αν και οι φοιτητές είχαν δώσει δείγματα της αποφασιστικότητά τους με τα γεγονότα στη Νομική τον Φεβρουάριο του 1973, αυτό δεν φαίνεται να θορύβησε ιδιαίτερα τους δικτάτορες. Πίστευαν ότι άπαξ και η εξέγερση της Νομικής κατεστάλη δεν θα υπήρχε συνέχεια και θα μπορούσε απρόσκοπτα η κυβέρνησή τους να προχωρήσει στη «φιλελευθεροποίηση».
Στις 8 Οκτωβρίου 1973, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, δίνει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Σπύρο Μαρκεζίνη, έναν έμπειρο πολιτικό της Δεξιάς, που μεταπολεμικά είχε ιδρύσει το δικό του κόμμα, αυτό των «Προοδευτικών», είχε αναλάβει στη δεκαετία του ’50 την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, υποτίμησε τη δραχμή έναντι του δολαρίου, είχε συναντήσει τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ σε ταξίδι του στις ΗΠΑ, όταν δεν ήταν τόσο αυτονόητες οι συναντήσεις με τους μεγάλους ηγέτες του πλανήτη.
Αποφασίζεται η χώρα να πάει στις κάλπες στις 10 Φεβρουαρίου 1974 με τη συμμετοχή όσων πολιτικών δηλώσουν πρόθυμοι. Οι δύο ηγέτες των δύο μεγαλύτερων παρατάξεων πριν από τη δικτατορία δηλώνουν αποχή, αλλά αυτή δεν είναι η στάση όλων. Ο Γεώργιος Ράλλης αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Βραδυνή», το πιθανότερο με υπόδειξη Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι, όπου και τάσσεται υπέρ της συμμετοχής εφόσον παρέχονταν επαρκείς εγγυήσεις για το αδιάβλητο αυτών. Κάποιοι από το πολιτικό προσωπικό της χώρας πιστεύουν ότι η κυβέρνηση Μαρκεζίνη είναι μια ευκαιρία να βγει η χώρα από τη διακυβέρνηση των στρατιωτικών, έστω και αν όλα γίνονται υπό το άγρυπνο βλέμμα τους. Ο ίδιος ο Μαρκεζίνης δικαιολόγησε την αποδοχή του πρωθυπουργικού θώκου από τους συνταγματάρχες λέγοντας τα εξής: «Εδέχθην την πρωθυπουργίαν διότι κατειχόμην από την έμμονον ιδέαν ότι δεν έπρεπε να απολεσθή η παρεχομένη ευκαιρία της πάση θυσία διεξαγωγής αδιαβλήτων εκλογών… Ηξιζεν, άλλωστε, η ανάληψις οιουδήποτε κινδύνου, έστω και με μόνην την ελπίδα να αποτραπή η ακολουθήσασα εθνική συμφορά. Διότι η καταστροφή της Κύπρου είναι ανυπολόγιστος εθνική συμφορά».
Μαρκεζίνης και συνταγματάρχες δεν είδαν αυτό που ερχόταν
Ο Μαρκεζίνης σχηματίζει την κυβέρνησή του πιστεύοντας ότι θα κερδίσει το στοίχημα της «μετάβασης». Πλην όμως, όπως συνέβαινε και τα έξι προηγούμενα χρόνια, ο ίδιος και οι συνταγματάρχες, δεν είχαν καταφέρει να δουν το τι συνέβαινε στα πανεπιστήμια, έχοντας υποτιμήσει τη δυναμική του φοιτητικού κινήματος, θεωρώντας το ανίκανο να παράξει πολιτικά αποτελέσματα.
Οι δικτάτορες έβλεπαν τις σποραδικές φοιτητικές κινητοποιήσεις στην καλύτερη σαν μια νεανική αταξία και στην χειρότερη ως έργο των κομμουνιστών, που όποιους όμως θεωρούσαν ότι έχουν εξουδετερώσει.
Φτάνοντας στην 14η Νοεμβρίου, όταν οι πρώτοι φοιτητές αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο Πολυτεχνείο τίποτα στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη δεν μοιάζει να την ανησυχεί. Τα στελέχη της πιστεύουν πως ότι συμβαίνει θα λήξει σύντομα με την επέμβαση της Αστυνομίας. Η πρόβλεψη αποδεικνύεται εσφαλμένη και εξαιρετικά αφελής. Ο όγκος των φοιτητών μεγαλώνει, ο παλμός επίσης, τα συνθήματα στρέφονται ευθέως κατά της χούντας, οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο παραπέμπουν σε λαϊκή εξέγερση και την τρίτη μέρα πλέον αρχίζουν να γίνονται συζητήσεις για την επέμβαση του στρατού.
Ο Μαρκεζίνης βρέθηκε μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση. Από την μία ήθελε να δείξει ότι είναι πολιτική η κυβέρνησή του και άρα πιο ανεκτική σε σχέση με τους στρατιωτικούς, από την άλλη όντας μια «δοτή» από τους συνταγματάρχες κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που στρέφονταν ευθέως κατά του καθεστώτος. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποφασίστηκε τελικώς να αντιμετωπιστεί με τεθωρακισμένα και αυτό δεν είναι μόνο μία απόφαση των στρατιωτικών. Σε δηλώσεις του ο ίδιος αναφέρει ότι «ευρισκόμεθα προ ενός οργανωμένου σχεδίου αναταραχής» και γι’ αυτό «ήχθημεν εις την απόφασιν όπως εγκαταλείψωμεν την μέχρι της στιγμής εκείνης ακολουθηθείσαν τακτικήν της ανοχής και αναμονής, προς τούτο δε εισηγήθην εις τον, κατά το Σύνταγμα, αρμόδιον Κύριον Πρόεδρον της Δημοκρατίας, την κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου και την υπό των Ενόπλων Δυνάμεων επικούρησιν των Σωμάτων Ασφαλείας, προς πλήρη αποκατάστασιν της τάξεως».
Η τσακισμένη από το τεθωρακισμένο πόρτα του Πολυτεχνείου θα σημάνει και το τέλος της κυβέρνησης Μαρκεζίνη. Ο Δημήτρης Ιωαννίδης, μέλος της ομάδας των στρατιωτικών που κατέλυσαν τη Δημοκρατία, θα ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και θα αναλάβει τα ηνία. Οι δύο άνδρες από άσπονδοι φίλοι θα γίνουν αν όχι εχθροί εκπρόσωποι δύο διαφορετικών τάσεων που υπήρχαν εντός της χούντας.
Όπως και να έχει πάντως και ανεξάρτητα από τις σχέσεις των συνταγματαρχών μεταξύ τους, η εξέγερση του Πολυτεχνείου ματαίωσε το σχέδιο των χουντικών να αμνηστεύσουν τον εαυτό τους για την κατάλυση του πολιτεύματος, να «εγγυηθούν» τη μετάβαση στη Δημοκρατία (όπως την εννούσαν οι ίδιοι) και να αποτελούν δια βίου ρυθμιστικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου. Κάτι ανάλογο έκαναν μετέπειτα καθεστώτα ανάλογα της ελληνικής χούντας, όπως αυτή του Πινοσέτ στη Χιλή, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε ισόβιος γερουσιαστής και ποτέ δεν αντιμετώπισε τη Δικαιοσύνη. Το Πολυτεχνείο γκρεμίζοντας το μύθο της «μετριοπάθειας» που ήθελε να καλλιεργήσει η κυβέρνηση Μαρκεζίνη οδήγησε ουσιαστικά το 1975 τους δικτάτορες στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Και αυτό είναι μια από τις μεγαλύτερες προσφορές του στη Δημοκρατία που αποκαταστάθηκε το 1974.