Μέσα σε καπνούς και στάχτες συμπληρώνονται σήμερα 16 χρόνια από την εθνική τραγωδία που προκάλεσε η φονική φωτιά στην Ηλεία, στη διάρκεια ενός πύρινου καλοκαιριού που έχασαν τη ζωή τους συνολικά 84 άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα.
Ημοίρα παίζει διάφορα «παιχνίδια». Σήμερα, με την Ελλάδα να είναι σκεπασμένη από τους καπνούς, να μετράει νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές σε περιουσίες και φυσικό περιβάλλον, συμπληρώνονται 16 χρόνια από την εθνική τραγωδία με τους δεκάδες νεκρούς στις φονικές φωτιές της Πελοποννήσου. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Καμία μοίρα δεν παίζει κανένα παιχνίδι. Αυτή είναι η «νέα πραγματικότητα» και όσο συνεχίζουμε να μένουμε απροστάτευτοι απέναντι στην πύρινη λαίλαπα, τέτοιες μαύρες ημέρες μνήμης θα πυκνώνουν και «τυχαία» θα συμπίπτουν με τις επόμενες.
Ένα καλοκαίρι βγαλμένο από το μέλλον
Στην πραγματικότητα το καλοκαίρι του 2007 ήταν ένα καλοκαίρι βγαλμένο από το ζοφερό μέλλον που ζούμε σήμερα ή το ακόμα χειρότερο που θα έρθει «αύριο». Δεν ήταν μόνο η Ηλεία. Απλά η 24η Αυγούστου είναι μια ημερομηνία ορόσημο. Μια μαύρη μέρα. Μια ημέρα που χαράχτηκε με πόνο και αίμα στη συλλογική μνήμη. Μια ημέρα που όλοι ευχόμασταν να μην ξαναζήσουμε αλλά από τότε ζήσαμε ξανά και ξανά και με μαθηματική ακρίβεια θα ζήσουμε ξανά στο άμεσο μέλλον.
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, ξέσπασαν μεγάλες, καταστροφικές, δασικές πυρκαγιές στη Μεσσηνία, την Αρκαδία, την Ηλεία, την Αχαΐα, τη Λακωνία, την Αργολίδα, την Κορινθία, την Εύβοια, τη Φθιώτιδα και βέβαια την Αττική. Συνολικά 84 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Κάηκαν ολοσχερώς, τουλάχιστον 1.500 σπίτια ενώ περισσότερα από 2.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης έγιναν στάχτη. Χάθηκαν 4,5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα και 60.000 ζώα. Το ύψος των καταστροφών αποτιμήθηκε σε περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ.
Ως βασική αιτία για εκείνη την εθνική καταστροφή παρουσιάστηκε το γεγονός πως είχε προηγηθεί ένας εξαιρετικά ζεστός (και σε μεγάλο βαθμό άνυδρος) χειμώνας ενώ ακολούθησε ένα ακόμα πιο ζεστό και ξηρό καλοκαίρι. Η «βόμβα» πυροδοτήθηκε όταν από τα μέσα Ιουλίου και κυρίως από τις αρχές του Αυγούστου και μετά τα μελτέμια ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα. Όπως είχε πει και ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Βύρων Πολύδωρας, η συμβολή του «στρατηγού ανέμου» στην καταστροφή ήταν καθοριστική. Ακούστηκαν και άλλα, περί «ασύμμετρων απειλών» και «πολέμου που δέχεται η χώρα» αλλά ποτέ δεν παρουσιάστηκε η παραμικρή απόδειξη ακόμα και μέσα στα επίσημα πορίσματα από τις έρευνες της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής.
Το τι θα γινόταν εκείνο το καλοκαίρι, ουσιαστικά το είχε «προαναγγείλει» η μεγάλη φωτιά της Πάρνηθας η οποία είχε ξεκινήσει από τα Δερβενοχώρια και έφτασε μια ανάσα από το Καζίνο και τις κεραίες της Πολεμικής Αεροπορίας. Πριν σβήσει η φωτιά έκαψε περίπου 25.000 στρέμματα παρθένου δάσους. Πολλά από αυτά αναδασώθηκαν αλλά από χθες καίγονται ξανά. Επίσημα η φωτιά ξεκίνησε από πυλώνα της ΔΕΗ. Η οικολογική καταστροφή ήταν τεράστια. Οι επιστήμονες έλεγαν (και επιβεβαιώθηκαν, βέβαια) πως τα χρόνια που θα ακολουθήσουν τα καλοκαίρια θα είναι θερμότερα, οι καύσωνες παρατεταμένοι και οι πλημμύρες τον χειμώνα θα είναι καταστροφικές.
Στις 24 Ιουλίου ήχησε το δεύτερο προειδοποιητικό «καμπανάκι». Η μεγάλη φωτιά της Αχαΐας που ξεκίνησε από το Αίγιο και σκόρπισε τον όλεθρο μέχρι το Διακοπτό και τα Καλάβρυτα. Απολογισμός: Ένας άνδρας και δυο γυναίκες έχασαν τη ζωή τους, χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης και άλλα τόσα καλλιεργήσιμης γης έγιναν στάχτη, πολλά ζώα κάηκαν ζωντανά, περιουσίες και κόποι μιας ζωής καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Τρίτο και τελευταίο «καμπανάκι» ήχησε το πρωί της 16ης Αυγούστου όταν από τη βορειοδυτική πλευρά της Πεντέλης (τη θέση Ράχη, στον Διόνυσο) άρχισε να βγαίνει πυκνός, μαύρος καπνός. Μερικές ώρες αργότερα η Πεντέλη, η Πολιτεία και το Ντράφι βρέθηκαν μέσα σε μια πύρινη κόλαση που έκαιγε δίχως σταματημό δάσος, σπίτια, περιουσίες. Δυο πυροσβέστες τραυματίστηκαν και πολλοί κάτοικοι των βορείων προαστίων της πρωτεύουσας κατέληξαν στα νοσοκομεία με αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του καπνού. Η φωτιά αυτή σε συνδυασμό με εκείνη στην Πάρνηθα μερικές ημέρες νωρίτερα συνέβαλαν με τρόπο δραματικό στην αλλαγή του κλίματος στην πρωτεύουσα. Όλα αυτά που διαβάσατε, ωστόσο, δεν ήταν τίποτα μπροστά στη μεγάλη καταστροφή που ερχόταν.
Η Μαύρη Παρασκευή της Ηλείας
Το ημερολόγιο έδειχνε Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007. Το πρωί εκείνης της ημέρας, μια (τότε) 77χρονη γυναίκα, η Σοφία Νικολοπούλου, στο Παλαιοχώρι του Δήμου Ζαχάρως, αποφάσισε να κάνει κόλλυβα για το μνημόσυνο του πατέρα της. Είχε ένα μικρό κουζινάκι, το οποίο ήταν παράλληλα και μικρή αποθήκη, και εκεί άναψε τη συσκευή υγραερίου προκειμένου να αρχίσει να βράζει το σιτάρι. Στη συνέχεια έφυγε από εκεί και πήγε δίπλα ακριβώς, στο σπίτι της προκειμένου να φάει με την υπόλοιπη οικογένειά της. Αργότερα το δικαστήριο καταλόγισε στην ηλικιωμένη γυναίκα «επιπολαιότητα και αμεριμνησία».
Ο ανιψιός της ήταν αυτός που πρώτος είδε καπνούς να βγαίνουν. Τα μέλη της οικογένειας προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά με όσα μέσα είχαν. Η φωτιά, ωστόσο, γρήγορα έκαψε τη μικρή αποθήκη και ανενόχλητη βγήκε έξω. Αρχικά έκαψε μια συκιά, ξερά χόρτα, κάτι εγκαταλελειμμένα κτίσματα μέχρι που τελικά βγήκε στο δρόμο. Ο δυνατός αέρας την έσπρωχνε όλο και πιο γρήγορα. Όταν πέρασε τον δρόμο είχε μπροστά της μόνο άκαυτο δάσος.
Περίπου μισή ώρα αργότερα, η κόρη της Σοφίας Νικολοπούλου ειδοποιεί την πυροσβεστική. Δίνει ακριβώς τη θέση στην οποία καίει η φωτιά αλλά δεν ενημερώνει για το μέγεθος το οποίο έχει λάβει. Όταν φτάνει εκεί το πρώτο πυροσβεστικό όχημα, οι πυροσβέστες μένουν αποσβολωμένοι από την έκταση που είχε ήδη λάβει η πύρινη λαίλαπα η οποία ήταν ήδη εκτός ελέγχου.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ο δασοφύλακας, Παναγιώτης Τσούρας, που βρισκόταν σε μια απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων από το σημείο έναρξης της φωτιάς δεν ειδοποίησε εκείνος την Πυροσβεστική. Στο δικαστήριο αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε σχετική ερώτηση. Παραμένει άγνωστο αν ήταν στη θέση του. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ένα πύρινο θηρίο κατέτρωγε τα πάντα στο πέρασμα του και «έτρεχε» σαν δαίμονας προς διάφορες κατευθύνσεις.
Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, οι εφημερίδες ετοιμάζονταν να κλείσουν το φύλλο του Σαββάτου. Ίσα – ίσα που οι δημοσιογράφοι είχαν προλάβει να «δώσουν» σαν είδηση ότι υπήρχε μια μεγάλη φωτιά στην Ηλεία. Η συζήτηση που είχε «ανοίξει» ήταν αν σαν είδηση άξιζε ένα «χτύπημα» στην πρώτη σελίδα. Αυτή η συζήτηση κόπηκε απότομα και με τρόπο δραματικό. «Κάτι φοβερό πρέπει να έχει γίνει στη Ζαχάρω».
Αυτό το «φοβερό» είχε συμβεί στον επαρχιακό δρόμο Μακίστου – Αρτέμιδας. Εκεί βρέθηκαν απανθρακωμένοι ή με καθολικά εγκαύματα 26 άνθρωποι, ανάμεσά τους τρεις εποχικοί πυροσβέστες, η Αθανασία Παρασκευοπούλου, με την πεθερά της και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της, αλλά και η γειτόνισσά της, Ιωάννα Αλεξανδροπούλου, με τα δύο εγγόνια της.
Συνολικά δέκα οχήματα βρέθηκαν εγκλωβισμένα, περικυκλωμένα από τη φωτιά, στη μέση του επαρχιακού δρόμου, τοποθεσία που το δικαστήριο αργότερα χαρακτήρισε σημείο «χωρίς ελπίδα και σωτηρία» και αυτό γιατί όπως προέκυψε οι άνθρωποι αυτοί χωρίς να το γνωρίζουν πήγαιναν στο σημείο όπου η φωτιά θα έβγαινε μέσα από μια χαράδρα. Ξαφνικά, λοιπόν, είδαν σε μια απόσταση περίπου 15-20 μέτρων ένα πύρινο μέτωπο να κινείται κατά πάνω τους.
«Χωρίς κανένα σχέδιο αντιμετώπισης του κινδύνου και της σωτηρίας των πολιτών, χωρίς καμία ενημέρωση του πληθυσμού και κυρίως χωρίς κανένα συντονισμό των τότε Νομάρχη Ηλείας, Χαράλαμπου Καφύρα, και Δημάρχου Ζαχάρως, Πανταζή Χρονόπουλου, άρχισε αυτοβούλως η εγκατάλειψη οικισμών από διάφορες εξόδους τους και η κάθοδος προς την παραλία της Ζαχάρως. Οι περισσότεροι κάτοικοι διάλεξαν από τύχη την ασφαλή διαδρομή. Κάποιοι όμως, ακολούθησαν άλλη, η οποία ήταν και η συντομότερη, χωρίς ωστόσο να έχουν ενημερωθεί ότι η φωτιά επεκτεινόταν ταυτόχρονα προς εκείνη την κατεύθυνση, καθιστώντας τη διαδρομή λίαν επικίνδυνη για τη ζωή τους» ανέφερε η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Αλλά η τραγωδία δεν σταμάτησε εκεί. Ο πύρινος εφιάλτης συνεχίστηκε για πολλές ημέρες ακόμα. Τα χωριά Γεράκι Αμαλιάδας, Κρέστενα, Γρύλλος, Καϊάφα, Νεοχώρι, Βρεστό, Καλλιθέα, Σάμικο, Πλατιάνα, ο Δήμος Ζαχάρως, η Ανδρίτσαινα, η Κλινδία, το Μουζάκι, το Φανάρι, Μπεντένι Ηλείας και πλειάδα μικρότερων οικισμών επλήγησαν, καταστρέφοντας δασικές και οικιστικές εκτάσεις. Οι φλόγες σταμάτησαν μια «ανάσα», μερικά μέτρα, από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας αλλά κατέστρεψαν τον Κρόνιο Λόφο.
Ακολούθησαν μέσα στο επόμενο τριήμερο οι μεγάλες πυρκαγιές στην Αρκαδία (Μεγαλόπολη) με 7 νεκρούς, στη Λακωνία (Αρεόπολη) με 6 νεκρούς, στη Μεσσηνία, στην Κορινθία, ξανά στην Αχαΐα, στον Υμηττό, στην Εύβοια (Αλιβέρι) με 6 νεκρούς και στη Φθιώτιδα. Μερικά 24ωρα αργότερα οι φωτιές είχαν σβήσει, το (όπως έμεινε στην Ιστορία) «καλοκαίρι που κάηκε η Ελλάδα» είχε τελειώσει και η χώρα έμπαινε σε ένα άκρως πολιτικό φθινόπωρο «βυθισμένη» στο πένθος και την οργή.
Η πολιτική διαχείριση της κρίσης
Η Ελλάδα, εκείνη την εποχή βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές που έγιναν στις 16 Σεπτεμβρίου, ήταν πρόωρες, καθώς η θητεία της κυβέρνησης Καραμανλή έληγε κανονικά 7 Μαρτίου 2008. Ο πρωθυπουργός ζήτησε στις 17 Αυγούστου (αφού ήχαν ηχήσει τα τρια προειδοποιητικά «καμπανάκια» που λέγαμε νωρίτερα) από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, επικαλούμενος ως εθνικό θέμα τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, οικονομία και την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2008.
Την επόμενη μέρα της ανείπωτης τραγωδίας στην Ηλεία, στις 25 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής προβαίνει σε διάγγελμα (που θύμιζε πολεμικό ανακοινωθέν) προς τον ελληνικό λαό, κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ παράλληλα ανακοινώνει τα πρώτα μέτρα ανακούφισης και την ίδρυση του Ταμείου Αρωγής που θα μείνει γνωστό ως «Ταμείο Μολυβιάτη».
Το «Ειδικό Ταμείο Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών» (ΕΤΕΑ) συστάθηκε το καλοκαίρι του 2007 υπό την προεδρία του πρώην υπουργού Εξωτερικών Πέτρου Μολυβιάτη με σκοπό τη συγκέντρωση δωρεών και θα είχε ως σκοπό του τη αποκατάσταση των ζημιών των πυρόπληκτων της Ηλείας. Μάλιστα για τις ανάγκες της χρηματοδότησής του είχε πραγματοποιηθεί και σχετικός τηλεμαραθώνιος από την ΕΡΤ.
Από τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν, κάποια πράγματι χρησιμοποιήθηκαν για έργα. Λίγα, όμως. Το 2010 η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έκλεισε το συγκεκριμένο ταμείο στο πλαίσιο του κλεισίματος και της συγχώνευσης δημοσίων οργανισμών όπως ζητούσε η τρόικα, ενώ μετέφερε τα χρήματα (περίπου στα 132 εκ ευρώ) στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που όμως ήταν υπό περιορισμό εξαιτίας της δημοσιονομικής επιτήρησης!
Και επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε σε προεκλογική περίοδο βρισκόμασταν, ένα από τα μέτρα που είχε ανακοινώσει η τότε κυβέρνηση ήταν και το περίφημο «τριχίλιαρο» το οποίο έπαιρνε ο οποιοσδήποτε αρκεί να έκανε μια απλή δήλωση του Νόμου 105 ότι ήταν πυρόπληκτος. Την τρίτη ημέρα εφαρμογής του μέτρου και ενώ τα πύρινα μέτωπα συνέχιζαν να καίνε όλοι κατάλαβαν πως ο οποισδήποτε μπορούσε να πάει να πάρει το «τριχίλιαρο». Έγιναν 15 συλλήψεις ενώ στη συνέχεια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Θοδωρής Ρουσόπουλος, ζήτησε δήμοσια απ’ όσους πήραν χωρίς να το δικαιούνται το επίδομα να το επιστρέψουν και το κράτος θα το θεωρήσει «ανθρώπινο λάθος». Μέσα στις επόμενες ημέρες 1.500 άτομα είχαν επιστρέψει το «τριχίλιαρο». Τελικά, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.