Μερικά από τα 267 στελέχη του «Καρουζέλ» τα οποία συνέλαβε ο Βουρλιώτης επειδή ζημίωσαν την Ε.Ε. και το Ελληνικό Δημόσιο με 514.711.348 ευρώ από διασυνοριακή απάτη, προσέφυγαν στο ΣτΕ.
Τι υποστηρίζουν τα στελέχη του «Καρουζέλ»
Στη Διοικητική Δικαιοσύνη προσέφυγαν ορισμένα από τα 142 φυσικά πρόσωπα και τις 125 εταιρείες που συμμετείχαν στη μεγάλη απάτη-«κέλυφος» ή «Καρουζέλ» και «συνελήφθησαν» από τον πρόεδρο της Αρχής καταπολέμησης μαύρου χρήματος, πρώην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Βουρλιώτη.
Συνολικά 267 εταιρείες και φυσικά πρόσωπα φέρονται να προκάλεσαν οικονομική ζημιά 514.711.348 ευρώ από τη μη απόδοση ΦΠΑ και ενδοκοινοτικού ΦΠΑ, επωφελούμενοι 123.530.723 ευρώ, διαπράττοντας έτσι διασυνοριακή απάτη.
Τα 142 φυσικά πρόσωπα εμφανίζονται να συμμετέχουν στις 125 εταιρείες με διάφορες ιδιότητες, όπως μέτοχοι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι κ.ο.κ. Μάλιστα, το ίδιο πρόσωπο φέρεται να συμμετέχει ταυτόχρονα σε πολλές εταιρείες.
Οι εταιρείες, κατά κανόνα είναι Μονοπρόσωπες Κεφαλαιουχικές Εταιρείες, φέρονται να έχουν έδρα, εκτός από την Αττική, σε διάφορες πόλεις ανά την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Χαλκίδα κ.α.). Το αντικείμενο των εργασιών τους είναι ποικίλο, όπως κατασκευαστικές, τεχνικές, μεταφορικές, εμπορίας αυτοκινήτων κ.ά.
Παράλληλα, με διάταξη του κ. Βουρλιώτη από 16 Σεπτεμβρίου 2024 έχουν δεσμευτεί οι τραπεζικοί λογαριασμοί, οι τραπεζικές θυρίδες, οι μετοχές, κ.λπ., μέχρι του ποσού της οικονομικής ζημιάς, δηλαδή 514.711.348 ευρώ των εμπλεκομένων 142 φυσικών προσώπων και των 125 εταιρειών.
Καταρχάς αναγκαίο είναι να διευκρινιστεί ότι εδώ και καιρό έχουν αρχίσει και λαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις οι οικονομικές απάτες τύπου «εξαφανισμένου εμπορίου» («καρουζέλ») ή «κέλυφος» (shell companies) ή μηδενικής «φυσικής παρουσίας».
Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι ένα συνηθισμένο σύστημα απάτης, το λεγόμενο του «αφανούς εμπόρου», γνωστό και ως «αλυσιδωτή απάτη», με την οποία τα αγαθά αγοράζονται και μεταπωλούνται χωρίς να καταβάλλεται ποτέ ο ΦΠΑ.
Η πιο συνηθισμένη πρακτική απάτης είναι η τύπου «καρουζέλ», κατά την οποία τα αγαθά κάνουν έναν κύκλο μεταξύ διαφόρων εταιρειών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας (διασυνοριακή δραστηριότητα) και κάποια στιγμή «εξαφανίζεται» η εταιρεία, η οποία δεν έχει αποδώσει τον ΦΠΑ που έχουν πληρώσει οι καταναλωτές.
Τώρα, ο κ. Βουρλιώτης στη διάταξή του για τους 267 αναφέρει ότι «αναπτύσσουν κοινή και συντονισμένη δράση, που παραπέμπει σε οργανωμένο σχέδιο, προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή του ΦΠΑ, φόρου εισοδήματος και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή ασφαλιστικών εισφορών, παραπλανώντας τη φορολογική διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, επιτυγχάνοντας να μην αποδώσουν ή να αποδώσουν ανακριβώς ή να συμψηφίσουν τα αντίστοιχα ποσά, με τελικό αποτέλεσμα την παράνομη ιδιοποίησή τους».
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, οι εταιρείες εμφανίζονται να διενεργούν συναλλαγές πολλών εκατομμυρίων ευρώ «με συμμετοχή νομικών οντοτήτων, των οποίων τα χαρακτηριστικά και η μεθοδολογία δράσης παραπέμπουν σε τυπολογία “εταιρείας-κέλυφος” ή “εξαφανισμένου εμπόρου”, που χρησιμοποιούνται σε κυκλώματα εικονικών συναλλαγών και κυκλικής απάτης ΦΠΑ (carousel)».
Κατορθώνουν έτσι «αφενός να ισοσκελίζουν τον ΦΠΑ που προέρχεται από τις πωλήσεις, παρουσιάζοντας στις εκάστοτε περιοδικές δηλώσεις ψευδή ποσά ΦΠΑ εκροών και εισροών, αφετέρου να μην αποτυπώνεται η πραγματική υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ ώστε να τον ιδιοποιούνται παράνομα, καθώς επίσης και τα ποσά που αντιστοιχούν στις φορολογικές, ασφαλιστικές και λοιπές υποχρεώσεις».
Ειδικότερα, «με τη συγκεκριμένη δράση επιτυγχάνεται η μετακύλιση της υποχρέωσης καταβολής του ΦΠΑ σε άλλες εταιρείες του κυκλώματος, για τις οποίες υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι συστάθηκαν, ευθύς εξαρχής, με σκοπό την ένταξή τους στον κύκλο των εμπορικών συναλλαγών για να αναλάβουν την υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ, καθώς και των αντίστοιχων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και στη συνέχεια να εξαφανιστούν».
Προσέφυγαν στο ΣτΕ
Κατόπιν αυτών, προσέφυγαν στο ΣτΕ ορισμένοι από τους 267 και ζητούν να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. 134/16.9.2024 διάταξη του κ. Βουρλιώτη, υποστηρίζοντας, αφενός ότι παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας και αφετέρου ότι είναι παράνομη, καθώς είναι αναιτιολόγητη και ανυπόστατη.
Ως προς την παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη διάταξη η οποία επέβαλε τη δέσμευση κάθε περιουσιακού στοιχείου μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο εγκληματικό προϊόν, δηλαδή μέχρι του ποσού των 123.530.723 ευρώ, είναι υπέρμετρη και υπερβαίνει κατά πολύ τους νόμιμους σκοπούς της επιβολής του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων.
Η δέσμευση του ποσού που έγινε με τη «διάταξη Βουρλιώτη», επισημαίνουν, είναι υπερπολλαπλάσια του τζίρου των επιχειρήσεων που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ, με αποτέλεσμα να είναι εξοντωτική και να οδηγεί σε πλήρη αδυναμία λειτουργίας των 125 εταιρειών.
Εξάλλου, σημειώνουν, είναι αδύνατον να έχουν προβεί σε συναλλαγές ύψους 514.711.348 ευρώ και να μην έχουν αποδώσει ΦΠΑ 10.888.386 ευρώ, ενώ ο τζίρος των εταιρειών αυτών δεν υπερβαίνει το επίμαχο διάστημα το ποσό των 400.000 ευρώ.
Επισημαίνουν επίσης ότι ναι μεν η Αρχή «μπορεί να επιβάλλει το επαχθέστατο μέτρο της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, βάσει υπονοιών και ελλείψει ενδείξεων, κάτι όμως που καθιστά τον έλεγχο της τήρησης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας ακόμα πιο επιβεβλημένη, έτσι ώστε να τηρείται το προσήκον μέτρο μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων του διοικουμένου και της επιδίωξης του νόμιμου σκοπού».
Η «διάταξη Βουρλιώτη», κατά τους προσφεύγοντες, στερείται αιτιολογίας, καθώς «δεν αναγράφει ουσιώδη στοιχεία των εγκλημάτων για τα οποία υφίστανται, υποτίθεται, βάσιμες υπόνοιες ότι έχουν διαπράξει».
Ακόμα, «δεν αναφέρει με ποια εκ των 141 φυσικών προσώπων και των 125 εταιρειών έχουν, με καθ΄ οιονδήποτε τρόπο συνεργαστεί και δη με συντονισμένη δράση, οργανωμένο σχέδιο και πρόθεση για τη διάπραξη αδικημάτων».
Κατά συνέπεια, σημειώνουν, η εκδοχή της συμμετοχής τους σε όλες τις ερευνώμενες εταιρείες είναι «όχι μόνο αναπόδεικτη, αλλά και λογικά αβάσιμη».
Παναγιώτης Τσιμπούκης – protothema.gr