Ληστείες, δολοφονίες, απαγωγές, εκβιασμοί, αποδράσεις και τέλος πάντων, για να μη σας κουράζουμε, ακόμα δεν ξεκινήσαμε, κάτι περισσότερο από τον μισό ποινικό κώδικα θα μπορούσε να τον βρει κάποιος στο «βιογραφικό» του Φώτη Γιαγκούλα.
Λέγεται πως στη διάρκεια της «καριέρας» του στο έγκλημα, ο Γιαγκούλας σκότωσε 54 ανθρώπους. Υπερβολικός αριθμός για έναν ληστή; Μπορεί. Μπορεί και όχι, όμως, δεδομένου πως ο «βασιλεύς των ορέων», όπως αυτοχαρακτηριζόταν, δεν το είχε σε πολύ να σηκώσει το όπλο του και να «καθαρίσει» όποιον έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του.
Από την άλλη ο Γιαγκούλας ήταν και ο ευεργέτης πολλών φτωχών ανθρώπων. Ειδικά εκείνων που τον βοηθούσαν να ξεφεύγει από τις παγίδες που του έστηναν διαρκώς οι χωροφύλακες.
Μια ημέρα σαν σήμερα, ωστόσο, ο Γιαγκούλας δεν κατάφερε να ξεφύγει από το απόσπασμα της χωροφυλακής που τον καταδίωκε και έπεσε νεκρός με τρόπο αντάξιο του τρόπου που έζησε: Άκρως επεισοδιακό.
Πώς γεννήθηκε ο θρύλος του Γιαγκούλα
Γεννήθηκε στο χωριό Μεταξάς, στα Σέρβια Κοζάνης. Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Γιαγκούλα δεν είναι γνωστή. Το πιθανότερο, πάντως, είναι πως γεννήθηκε το 1894, αφού εκεί φαίνεται να καταλήγουν οι περισσότεροι ιστορικοί.
Γόνος φτωχής, αγροτικής οικογένειας, έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα του, Αναστάσιο Γιαγκούλα, και με δεδομένα πως δυο από τα αδέρφια του είχαν παντρευτεί και είχαν φύγει, ενώ ο τρίτος είχε χάσει τη ζωή του το 1913 στους βαλκανικούς πολέμους, ο νεαρός Φώτης άφησε το σχολείο και έπιασε τα αγροτικά εργαλεία.
Έκανε ότι δουλειά του έδιναν αλλά ταυτόχρονα λέγεται πως εκείνη την εποχή ήταν που διαμορφώθηκε ο σκληρός χαρακτήρας του Γιαγκούλα και αυτό γιατί πολλοί συγχωριανοί του, εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι ήταν μικρός σε ηλικία, ορφανός από πατέρα και χωρίς τη στήριξη των αδερφών του, προκειμένου να του συμπεριφέρονται άσχημα και βίαια όταν η δουλειά δε γινόταν όπως εκείνοι ήθελαν.
Ο Φώτης Γιαγκούλας δεν άντεξε πολύ σε αυτή τη συνθήκη και έφυγε από τον τόπο του. Πήγε σε ένα γειτονικό χωριό (Πολύρραχο) και έγινε βοσκός. Και κάπου εκεί φαίνεται να ξεκινάει και η «καριέρα» του στο έγκλημα.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές σχετικά με το πότε… «παραστράτησε» για πρώτη φορά. Η επικρατέστερη είναι πως αυτό έγινε την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν κατηγορήθηκε (άδικα) ότι έκλεψε δυο άλογα.
Ο Γιαγκούλας έλεγε από την αρχή πως ήταν αθώος αλλά, φυσικά, κανείς δεν τον άκουσε και κάπως έτσι βρέθηκε στη φυλακή της Λάρισας για τέσσερις μήνες.
Επειδή, όμως, πάντα έχουν ενδιαφέρον αυτές οι ιστορίες που κινούνται στη σφαίρα του μύθου, να σημειώσουμε εδώ πως μια εκδοχή για το πως μπήκε στην παρανομία ο Γιαγκούλας είναι πως, σύμφωνα με το βιβλίο «Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» του Βασίλη Τζανακάρη, σκότωσε έναν υπομοίραρχο ο οποίος είχε βιάσει την ξαδέρφη του Μαρία.
Μετά το βιασμό ο διοικητής της χωροφυλακής είχε μεταθέσει τον υπομοίραρχο στην Αθήνα αλλά ο διψασμένος για εκδίκηση Γιαγκούλας τον ακολούθησε μέχρι την πρωτεύουσα, τον σκότωσε έξω από τα ανάκτορα που φυλούσε σκοπιά και στη συνέχεια κρύφτηκε στα βουνά όπου – προκειμένου να επιβιώσει – άρχισε τη δράση του.
Μια άλλη εκδοχή είναι πως κάποια στιγμή, ο Γιαγκούλας, αγάπησε μια κοπέλα αλλά ο πατέρας της δεν τον ήθελε για γαμπρό και έτσι αυτός αποφάσισε να του κόψει το κεφάλι προκειμένου να έχει ένα εμπόδιο λιγότερο στο να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
Μια παραλλαγή της συγκεκριμένη εκδοχής είναι πως – ο και πάλι ερωτευμένος Γιαγκούλας – έκοψε το κεφάλι ενός νεαρού ο οποίος ήταν ο αντίζηλος του.
Πολύ πιο «ζουμερές» όλες αυτές οι ιστορίες από μια απλή ζωοκλοπή αλλά φαίνεται πως η αλήθεια είναι – ως συνήθως – λιγότερο κινηματογραφική από αυτό που θέλουμε να νομίζουμε.
Σε κάθε περίπτωση ο Γιαγκούλας γρήγορα ανέπτυξε έντονη δράση και μπήκε στο μάτι των διωκτικών αρχών που το καλοκαίρι του 1920 τον επικήρυξαν έναντι 20.000 δραχμών.
Από την Ελασσόνα μέχρι τον Όλυμπο και από εκεί στα Πιέρια, ο Γιαγκούλας είχε μετατρέψει τα βουνά σε σπίτι του και έκανε τη μια παρανομία μετά την άλλη, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να ξεγλιστρά από τους χωροφύλακες που είχαν ριχτεί στο κυνήγι του.
Και ενδεχομένως να καθυστερούσαν πολύ να τον πιάσουν αν ο Σούλιος, ένας ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής, δεν είχε τη «φαεινή» ιδέα να συλλάβουν τον αδερφό του Γιαγκούλα, τον Κωνσταντή, προκειμένου να αναγκάσουν τον κακοποιό να παραδοθεί.
Και έτσι και έγινε. Ο Γιαγκούλας παραδόθηκε, απείλησε τον Σούλιο πως όταν βγει από η φυλακή θα του κόψει το κεφάλι και στη συνέχεια, αφού δικάστηκε και καταδικάστηκε, οδηγήθηκε στις φυλακές της Αίγινας.
Εκεί παρέμεινε για δυο χρόνια. Όταν οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στη θρυλική φυλακή του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, ο Γιαγκούλας βρήκε την ευκαιρία που ήθελε και απέδρασε, πηδώντας από το τρένο στην Κοιλάδα των Τεμπών.
Οκτώ ημέρες κυκλοφορούσε σαν αγρίμι, σιδηροδέσμιος, μέχρι να φτάσει στην Κοζάνη και να βγει ξανά στο βουνό. Εκεί έφτιαξε συμμορία με τον Θωμά Κανταρά. Πρώτος στόχος του Γιαγκούλα να βρει τον Σούλιο.
Η «συνάντηση» έγινε στα Σέρβια. Ο Γιαγκούλας τον πλησίασε, τον χαιρέτισε και μια αστραπιαία κίνηση του έκοψε το κεφάλι. Στη συνέχεια αφού του έκοψε τα αυτιά, το κάρφωσε σε έναν πάσσαλο, τον οποίο τοποθέτησε στη μέση του δρόμου και έγραψε και ένα σημείωμα που εξηγούσε τον λόγο του φονικού.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό, οι χωροφύλακες ήθελαν τον Γιαγκούλα «ζωντανό ή νεκρό», με κάθε κόστος.
Ο «βασιλεύς των ορέων»
Σε όλη τη διάρκεια της «καριέρας» του στο έγκλημα, ο Γιαγκούλας έκανε τα πάντα προκειμένου να τραβάει πάνω του τα φώτα της «δημοσιότητας». Μετά από την απόδραση, έζησε στην Αθήνα με το όνομα Νικόλαος Σκλήμπας, όπου, μάλιστα, σύμφωνα με τον θρύλο είχε και ερωτική σχέση με μια… κυρία της αριστοκρατίας, την πλούσια Κηφισιώτισσα Βιβή Κυράση, με την οποία λέγεται ότι πήγανε και εκδρομή στο Παρίσι.
Ερωτεύτηκε την Ευαγγελία (μια κοπέλα από το χωριό του) αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε για γαμπρό του έναν λήσταρχο και αρνήθηκε. Ο Γιαγκούλας, ωστόσο, «έκλεψε» την κοπελιά και την πήρε να ζήσει μαζί του στο βουνό. Όχι, δεν αποκεφάλισε τον πεθερό του.
Από τη μια έκανε ληστείες, απαγωγές και δολοφονίες σε ρυθμούς πολυβόλου αλλά από την άλλη έδινε συνέχεια χρήματα σε όσους τα είχαν ανάγκη ή προκειμένου να «κλείνει» στόματα και να κινείται με μεγαλύτερη άνεση.
Έκανε και πολλές δωρεές κυρίως για να χτιστούν εκκλησίες. Λέγεται πως με δικά του χρήματα χτίστηκαν πάνω από 20 εκκλησίες και ξωκλήσια. Σύμφωνα με τον θρύλο, μάλιστα, κάποια στιγμή έδωσε 6.000 δραχμές σε έναν παπά, έναν δήμαρχο και τρεις δημοτικούς συμβούλους για να χτίσουν μια εκκλησία στο χωριό του. Τα λεφτά «φαγώθηκαν», ο Γιαγκούλας το έμαθε, εξοργίστηκε και οι πέντε… έχασαν τα κεφάλια τους.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο έντονο γινόταν το κυνηγητό της χωροφυλακής προκειμένου να συλλάβει τον Γιαγκούλα, εκείνος, όμως, κατάφερνε με κάποιο τρόπο να ξεγλιστρά και να «σπάει» πλάκα μαζί τους.
Όπως εκείνη τη φορά που ο λήσταρχος και κάποιοι χωροφύλακες βρέθηκαν να τρώνε σε διπλανά τραπέζια μιας ταβέρνας. Οι ένστολοι δεν τον κατάλαβαν αφού εκείνος είχε μεταμφιεστεί, ο Γιαγκούλας, έφαγε και πριν φύγει άφησε ένα σημείωμα το οποίο υπέγραφε ως «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας». Όταν ο μαγαζάτορας βρήκε το χαρτάκι, το έδωσε στους χωροφύλακες οι οποίοι έγιναν έξαλλοι!
Ένα από το πιο διαβόητα εγκλήματα του Γιαγκούλα ήταν η δολοφονία του γιατρού Νικολαΐδη ο οποίος ζήτησε από τη χωροφυλακή να φτιάξει έναν σταθμό που να ελέγχει την περιοχή καταγωγής του Γιαγκούλα.
Ο λήσταρχος θίχτηκε διότι ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν στα χωριά του και έτσι απήγαγε τον γιατρό και τον αδερφό του. Αρχικά ζήτησε λύτρα αλλά μετά από… σκέψη αποφάσισε να αποκεφαλίσει δημόσια τον γιατρό προς παραδειγματισμό.
«Παιδιά, την έφαγα. Σας χαιρετάω»
Η αρχή του τέλους για τον Γιαγκούλα ήρθε όταν ο δικτάτορας Πάγκαλος θεσμοθέτησε έναν νόμο σύμφωνα με τον οποίο όποιος ληστής έπαιρνε το κεφάλι άλλου ληστή, αυτόματα θα κέρδιζε αμνηστία.
Στόχος αυτού του νομοθετήματος ήταν να στρέψει τον έναν ληστή ενάντια στον άλλο κάτι που πέτυχε απόλυτα. Για αρκετό καιρό ο Γιαγκούλας κρυβόταν και έζησε απομονωμένος καθώς στη δική του περίπτωση το ποσό της επικήρυξης ήταν τεράστιο (600.000 δραχμές) και έτσι το κίνητρο – για όποιον ήθελε να τον σκοτώσει – ήταν διπλό.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1925 ο Φώτης Γιαγκούλας και η συμμορία του απήγαγε τον 12χρονο Δημήτρη Ράπτη και τον 20χρονο ξάδερφό του, Νίκο, ο οποίος ήταν φοιτητής Ιατρικής. Οι απαγωγείς ζήτησαν από την οικογένεια τους 3.000.000 δραχμές λύτρα και μετέφεραν τους απαχθέντες στο κρησφύγετό τους.
Η απαίτηση για το συγκεκριμένο ποσό έγινε μέσω ενός γράμματος που έγραψε ο Γιαγκούλας στους συγγενείς των απαχθέντων. Αφού έγραψε το γράμμα, το έδωσε στον Γκόρτζο, έναν από τους πιο έμπιστους άνδρες που είχε μαζί του. Εκείνος, όμως, πήγε στη χωροφυλακή και αφού απαίτησε το ποσό της επικήρυξης (τελικά πήρε το μισό ποσό), έδωσε τη θέση του Γιαγκούλα και της συμμορίας του.
Άμεσα συγκροτήθηκε ένα σώμα με πάνω από 30 χωροφύλακες και αρχηγό τον ορκισμένο εχθρό του Γιαγκούλα, αρχιφύλακα Ιωάννη Πετράκη, και πήγαν στη θέση Κλευτόβρυση Ολύμπου, σε ύψος 1.380 μέτρων.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν πολύωρη και ιδιαίτερα σκληρή με εκατέρωθεν απώλειες. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο Πετράκης πυροβόλησε και πέτυχε το όπλο του Γιαγκούλα. Ο λήσταρχος είπε ένα δυνατό «ωχ» και ο Πετράκης νομίζοντας πως τον χτύπησε άρχισε να πανηγυρίζει φωνάζοντας «τον έφαγα».
Τότε ο Γιαγκούλας βγήκε από το ταμπούρι του, σήκωσε επιδεικτικά τη φουστανέλα του, του έδειξε τα γεννητικά του όργανα και τον «στόλισε» με διάφορα «γαλλικά».
Κάποια στιγμή, πιθανότατα επειδή κατάλαβε πως δεν πρόκειται να γλιτώσει, ο Γιαγκούλας είπε στους συντρόφους του πως βαρέθηκε να περιμένει. Σηκώθηκε όρθιος, ώστε, να είναι σίγουρος πως οι εχθροί του τον βλέπουν και άρχισε να πυροβολεί.
Λίγες στιγμές αργότερα δέχθηκε δύο σφαίρες. Τα τελευταία του λόγια ήταν «παιδιά την έφαγα. Σας χαιρετάω»!
Το κεφάλι του Γιαγκούλα το έκοψε ένας κτηνοτρόφος που λεγόταν Καλαϊτζής ο οποίος παρακάλεσε τον Πετράκη να το κάνει καθώς ο λήσταρχος τον είχε απειλήσει πολλές φορές πως θα τον σκοτώσει. Ο Πετράκης έδωσε την άδεια στον κτηνοτρόφο ο οποίος έκοψε το κεφάλι του Γιαγκούλα χρησιμοποιώντας το ίδιο του το μαχαίρι. Όπως είπε ο Καλαϊτζής με αυτό το μαχαίρι τον απειλούσε και ήθελε να πάρει εκδίκηση!
Το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα εκτέθηκε σε κοινή θέα στο σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης και εκεί το είδε και ο δικτάτορας Πάγκαλος επιστρέφοντας από τη Θεσσαλονίκη.
Στη συνέχεια το κεφάλι του λήσταρχου παραδόθηκε στο ιατροδικαστικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών προκειμένου να γίνει κρανιοτομή και να εξεταστεί ο εγκέφαλος προκειμένου να ερμηνευτεί η εγκληματική συμπεριφορά του.
Αμέσως μετά, το κεφάλι «συναρμολογήθηκε», ταριχεύθηκε και τοποθετήθηκε σε ειδική προθήκη στο Μουσείο Εγκληματολογίας του ΕΚΠΑ, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Νίκος Δεμισιώτης- reader.gr