Ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Οντεόν το 1933. Αυτή η ηχογράφηση ήταν εξαιρετικά σημαντική γιατί η μουσική του έγινε ευρύτερα γνωστή και έδωσε νέα ώθηση στην καλλιτεχνική του πορεία.
Ο πρώτος δίσκος πέρασε από πολλά εμπόδια, αφού το μπουζούκι και το ρεμπέτικο ήταν στο περιθώριο. Τον δρόμο άνοιξε ένας δίσκος που είχε έρθει ένα χρόνο πριν από την Αμερική και περιείχε τα πρώτα τραγούδια με μπουζούκι. Οι υπεύθυνοι των εταιρειών εντυπωσιάστηκαν από αυτό το όργανο, που έπαιζε μόνο για την παρέα του ο Ιωάννης Χαλκιάς ή Τζάκ, όπως είχε αλλάξει το όνομά του.
Στη δισκογραφική εταιρεία Κολούμπια εργαζόταν ο μεγάλος συνθέτης από τη Σμύρνη Σπύρος Περιστέρης, ο οποίος εντόπισε τον Μάρκο και εντυπωσιασμένος από τη μουσική του, του ζήτησε να γράψουν τα πρώτα τραγούδια. Αρχικά, ηχογράφησαν τέσσερα τραγούδια: τρία βαριά χασικλίδικα και ένα οργανικό.
Όμως, ο ιδιοκτήτης της Κολούμπια Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος δεν ήθελε μπουζούκια και αρνήθηκε να τα κυκλοφορήσει. Έτσι, απευθύνθηκαν στον Μίνωα Μάτσα, ο οποίος από το 1930 είχε αναλάβει την αντιπροσωπεία στην Ελλάδα της Οντεόν και της Παρλαφόν.
Ο δαιμόνιος Μάτσας αντιλήφθηκε από την αρχή την επιτυχία που θα έχει αυτή η νέα μουσική. Τέλη του 1932 με αρχές του 1933, ο Μάρκος γραμμοφώνησε στην Οντεόν τον πρώτο του δίσκο. Από τη μια πλευρά περιείχε το τραγούδι: “Το Αράπ”, ένα σόλο ζεϊμπέκικο, κι από την άλλη, το “Καραντουζένι”, που έλεγε: “Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας”. Ο δίσκος έκανε τεράστια επιτυχία και πούλησε χιλιάδες κομμάτια.
Τα τραγούδια του Μάρκου έγιναν πασίγνωστα. Τα επόμενα χρόνια όλοι οι δίσκοι που κυκλοφόρησε με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά, δηλαδή την πρωτοποριακή κομπανία «Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς», την οποία δημιούργησαν το 1934, έγιναν ανάρπαστοι και περιζήτητοι.
Τόσο πολύ που οι δίσκοι έσπαγαν από το πολύ παίξιμο. Από εκεί βγήκε και η έκφραση “σπάω πλάκα”. Δηλαδή ο δίσκος, η πλάκα όπως ονομάζονταν, φθείρονταν από τη χρήση της βελόνας και στο τέλος έσπαγε και τον πέταγαν.
Ο Βαμβακάρης μεγάλωσε μέσα στους τεκέδες και τους ανθρώπους του λιμανιού και έμπλεξε με το χασίς, όπως όλοι οι ρεμπέτες που βρίσκονταν στο στόχαστρο της αστυνομίας. Όμως οι αστυνομικοί, που είχαν εντολή να κυνηγούν το μπουζούκι, σήμα κατατεθέν των τεκέδων και του απαγορευμένου χασίς, ήταν ανάμεσα στους φανατικούς θαυμαστές του Μάρκου.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, τον είδε ένας αστυνομικός να βάζει χασίς στην τσέπη και άρχισε να τον παρακολουθεί. Στον δρόμο, ο Μάρκος έβγαλε τον μπαγλαμά και άρχισε να παίζει ένα σόλο ζεϊμπέκικο, ταξίμ ζεϊμπέκικο και μετά συνέχισε με το οργανικό “Ένας μάγκας στον βοτανικό”. Μπροστά έπαιζε ο Μάρκος κι από πίσω ακολουθούσε ο χωροφύλακας, χωρίς να τον σταματά για να τον συλλάβει.
Όταν, τελικά έφτασε στο σπίτι του και έβγαλε το κλειδί να ξεκλειδώσει, ο χωροφύλακας του είπε: “Ρε Βαμβακάρη, ξέρω ότι έχεις χασίσι στην τσέπη αλλά έπαιζες ρε μπαγάσα τόσο ωραία, που δεν μου έκανε καρδιά να σε πιάσω. Χαλάλι σου ρε…”.