Πότε σταμάτησαν τα αρχαιοελληνικά ονόματα και πώς εξηγείται η δυναμική επανεμφάνισή τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες; Μια συνέντευξη με τον συγγραφέα Μηνά Παπαγεωργίου.
“Η Ανάρμοστος Κατάχρησις” είναι ένα βιβλίο που “λέει” πολλά περισσότερα απ’ όσα προϊδεάζει ο τίτλος του. Πρακτικά, πρόκειται για τη νέα μελέτη του συγγραφέα Μηνά Παπαγεωργίου με θεματική της, τις διαμάχες για τα αρχαία ελληνικά ονόματα, από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες έως την Επανάσταση του 1821 και από τα χρόνια του Διαφωτισμού μέχρι σήμερα.
Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου που κυκλοφορεί από τη σειρά Lux Orbis των εκδόσεων iWrite, “με ορόσημο την εγκύκλιο που στέλνει στα 1819 ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (στην οποία ανάμεσα στα άλλα στηλιτεύει τη συνήθεια των Ελλήνων που εκείνη την περίοδο ξεκινούσαν να δίνουν στα παιδιά τους αρχαία ελληνικά ονόματα), το βιβλίο πραγματοποιεί ένα flash back στο παρελθόν, εξετάζοντας το πώς και το γιατί οι Έλληνες ξεκίνησαν κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες να δίνουν ονόματα αγίων στα παιδιά τους, σταματώντας να τους δίνουν αυτά των παππούδων και των γιαγιάδων τους”.
Στη συνέχεια επανέρχεται στα προεπαναστατικά χρόνια όπου παρατίθενται αρκετά παραδείγματα μεμονωμένων ή μαζικών αρχαίων ονοματοδοσιών, πάντα στο πλαίσιο των ιδεών του Διαφωτισμού και των προεπαναστατικών διεργασιών.
Σε ένα δεύτερο κύμα, το φαινόμενο επανεμφανίζεται σε αλύτρωτες (εκτός εθνικού κορμού) γεωγραφικές περιοχές που κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα (Μακεδονία, Νησιά Αιγαίου, Μ. Ασία, Καππαδοκία, Κύπρος κ.α).
Για να έρθουμε στο τρίτο κύμα, κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, όπου για τελείως διαφορετικούς λόγους παρατηρείται μία εντυπωσιακή επαναφορά των αρχαίων ονομάτων στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσημα στοιχεία από την υπηρεσία Ψηφιακής Διακυβέρνησης του υπ. Εσωτερικών και ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να μελετήσει συγκριτικούς πίνακες για την πυκνότητα εμφάνισης των αρχαίων ονομάτων κατά τις τριετίες 2010-2012 και 2020-2022.
Με δυο λόγια εξετάζεται το τι άλλαξε μέσα στη δεκαετία της κρίσης στη χώρα μας ως προς το ζήτημα αυτό, καθώς και η ερμηνεία της όλης εξέλιξης.
Το βιβλίο προλογίζεται από τον Καναδό και δημοφιλή φιλέλληνα ακαδημαϊκό, Ζακ Μπουσάρ, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ.
Το Magazine βρέθηκε στην κεντρική παρουσίασή του έργου που έλαβε χώρα στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ , με ομιλητές τον ακαδημαϊκό Ιστορικό κ. Πέτρο Πιζάνια, τον συγγραφέα κ. Πέτρο Τατσόπουλο και τον podcaster βιβλίων και οικονομολόγο κ. Τάσο Χαλιό, ενώ είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Μηνά Παπαγεωργίου για το νέο πόνημά του.
Πώς προέκυψε η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου “Η Ανάρμοστος Κατάχρησις”;
Η διαμόρφωση της ιδέας για το συγκεκριμένο βιβλίο προέκυψε σταδιακά, μέσω των παρατηρήσεων και των μελετών μου στο πέρασμα των ετών. Αρχικά με απασχόλησε το πότε και το πώς σταμάτησαν οι Έλληνες να δίνουν στα παιδιά τους τα ονόματα των παππούδων και των γιαγιάδων τους, ξεκινώντας τη χρήση ονομάτων χριστιανών αγίων.
Στο πλαίσιο των ερευνών μου για την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήρθα αντιμέτωπος με εντυπωσιακά καταγεγραμμένα περιστατικά μαζικών αρχαίων ονοματοδοσιών σε σχολές που ελέγχονταν από Διαφωτιστές λογίους, ενώ δεν παρέβλεψα την αρχαία ονοματοδοσία στη μεγάλη πλειοψηφία των πλοίων που συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Η περίφημη εγκύκλιος του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στα 1819, μέσω της οποίας στηλιτεύεται ως “ανάρμοστη κατάχρηση” η επαναφορά της αρχαίας ονοματοδοσίας στον ελλαδικό χώρο, αποτέλεσε σίγουρα ένα σημείο ορόσημο για την έναρξη της όλης έρευνας.
Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφέρω το γεγονός πώς ακόμα ένα επιπλέον κίνητρο για το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης μου αποτέλεσε η παρατήρηση της μεγάλης (εξαιρετικά μεγάλης θα έλεγα) συχνότητας που εμφανίζουν τα αρχαία ελληνικά ονόματα σε παιδικές χαρές και παιδότοπους που επισκέπτομαι τα τελευταία χρόνια με την ιδιότητα του γονέα, γεγονός που με ώθησε να αναζητήσω επίσημα στοιχεία από κρατικές υπηρεσίες, κάνοντάς με σύντομα να επιβεβαιώσω πώς στις μέρες μας βιώνουμε ένα τρίτο μεγάλο κύμα αναβίωσης αρχαίας ονοματοδοσίας κατά τα τελευταία 250 χρόνια, φυσικά με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το παρελθόν.
Το βιβλίο προλογίζεται από τον δημοφιλή φιλέλληνα ακαδημαϊκό Ζακ Μπουσάρ, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ. Ο κ. Μπουσάρ προχωρά στο κείμενό του σε μία σημαντική αποκάλυψη που αφορά τον Γρηγόριο Ε’ και την εγκύκλιό του που αφορά την αρχαία ονοματοδοσία, σωστα;
Πολύ σωστά, στον πρόλογό του ο κ. Μπουσάρ φέρνει στο φως ένα στοιχείο που φρονώ πως δύναται να αποτελέσει την απαρχή ενός συναρπαστικού πεδίου έρευνας για τους μελλοντικούς ερευνητές. Αποδεικνύει ότι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, φράσεις και σκέψεις που διατυπώνει ο Γρηγόριος Ε’ στην προσπάθειά του να επιχειρηματολογήσει κατά της αρχαίας ονοματοδοσίας στα 1819, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα… copy paste ενός σχετικού παπικού κειμένου από τα μέσα του 16ου αιώνα, του θανάσιμου, δηλαδή, θεολογικά εχθρού των Ορθόδοξων! Το γεγονός αυτό εγείρει πολλά ερωτηματικά αναφορικά με την… πρωτοτυπία μιας σειράς από αντιδιαφωτιστικών και αντινεωτερικών μηνυμάτων που καταγράφονται προεπαναστατικά σε σχετικές πατριαρχικές εγκυκλίους.
Τα πρώτα πλοία που συμμετείχαν στην Επανάσταση του ’21 είχαν όλα αρχαία ελληνικά ονόματα. Γιατί αυτό;
Γιατί ο αρχαίος ελληνικός κόσμος υπήρξε το πρότυπο κοσμοείδωλο για την προετοιμασία του αγώνα.
Στο επίπεδο της λογιοσύνης (που ως ένα σημείο επηρέασε και κατώτερα λαϊκά στρώματα), οι Έλληνες (και όχι οι Ρωμιοί) αποτελούν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων και έχουν το “δικαίωμα” να διεκδικήσουν ξανά την ελευθερία και ανεξαρτησία των ιερών γαιών τους.
Έτσι προεπαναστατικά παρατηρείται ένα έντονο φαινόμενο αρχαιολατρίας σε όλες τις πτυχές του πνευματικού βίου των προγόνων μας, ενώ στο ιστορικό γίγνεσθαι παρακάμπτεται πλήρως ως πρότυπο η μεσαιωνική περίοδος στον ελλαδικό χώρο. Με δυο λόγια οι Βυζαντινοί θεωρούνται μία ακόμα ομάδα κατακτητών στην ιστορική πορεία της ελληνικής εθνότητας (μαζί με τους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς), ενώ ούτε λόγος για το περίφημο ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα που ως γνωστόν υπήρξε “σύλληψη” των τελών του 19ου αιώνα, εξυπηρετώντας πολύ συγκεκριμένους ιδεολογικοπολιτικούς σκοπούς της εποχής.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της προαναφερθείσας αρχαιολατρείας και στο πεδίο της ονοματοδοσίας, ο πρώτος κοινωνικός πειραματισμός εκ μέρους των ραγιάδων εφαρμόζεται στην ναυσιπλοΐα με τις μαζικές μετονομασίες πλοίων, που με το ξέσπασμα της επανάστασης φέρουν στη συντριπτική πλειονότητά τους αρχαία ονόματα.
Τα αισθήματα αλυτρωτισμού κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, έφεραν στην επιφάνεια εκ νέου τα αρχαιοελληνικά ονόματα. Δείχνει αυτό πως οι Έλληνες αυτών των έως τότε, αλύτρωτων περιοχών, αισθάνθηκαν πως αυτό που τους συνέδεε με την ταυτότητά τους ήταν το αρχαίο παρελθόν τους;
Αναφερόμαστε σε περιοχές όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου (στο βιβλίο γίνονται αναφορές στις περιπτώσεις της Σάμου και της Καρπάθου), η Μ. Ασία, η Καππαδοκία και η Κύπρος. Οι κάτοικοι των γεωγραφικών αυτών χώρων δεν είχαν ακόμα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό και η δίψα τους για την ένωση με το ελληνικό κράτος ήταν μεγάλη.
Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί τη δεύτερη φάση της εμφάνισης της αρχαίας ονοματοδοσίας, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός δηλωτικού εθνικής ταυτότητας, μέσω του οποίου “δικαιούνται” αυτήν ακριβώς την ένωση, στο πλαίσιο μιας κοινής ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς με τους κατοίκους του νέου ελληνικού κράτους.
Η εκκλησιαστική εγκύκλιος του 1934 που απαγόρευε τα “αρχαιοελληνικά ονόματα” ήταν ζήτημα ιδεολογίας (χριστιανικής) και επιβολής της, ή τελικά είχε να κάνει με την προάσπιση του τζίρου της Εκκλησίας, για να το πούμε πιο απλά;
Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα βρει αποδελτιωμένα τα επίμαχα σημεία όλων των εκκλησιαστικών εγκυκλίων, που από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τα τέλη του 20ου, καταπιάνονται με το ζήτημα της ονοματοδοσίας στη χώρα μας. Από τη μελέτη τους εξάγονται μια σειρά από συμπεράσματα που καταδεικνύουν τη σημασία που δίνει διαχρονικά στο όλο ζήτημα η ανώτατη ιεραρχία της ορθόδοξης ελλαδικής εκκλησίας, μια σημασία όχι διαφορετική σε σχέση με αυτή που είχαν κατά νου οι πατριάρχες της προεπαναστατικής περιόδου.
Όλο το “παιχνίδι” παίζεται γύρω από τη δύναμη των λέξεων/ονομάτων και των πολιτισμικών/θεολογικών προτύπων που αυτά παράγουν, με σκοπό τη διάπλαση της νεοελληνικής ταυτότητας.
Όταν μεταπολιτευτικά και με βάση τις κοινωνικές συνθήκες που ξεκίνησαν να διαμορφώνονται, οι ταγοί της εκκλησίας κατάλαβαν πια ότι τα αρχαία ονόματα δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν από την ελληνική πραγματικότητα, ξεκίνησαν να τα εντάσσουν μαζικά στο χριστιανικό αγιολόγιο, εμφανίζοντας μάλιστα ευφάνταστες βιογραφίες αγίων με αρχαία ελληνικά ονόματα, η πλειονότητα των οποίων δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Ότι δεν μπορείς να εξαφανίσεις ή να ελέγξεις, πολύ απλά προσπαθείς να το οικειοποιηθείς.
Πώς εξηγείτε την αύξηση κατά 28% των αρχαιοελληνικών ονομάτων μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης; Αποτελεί άραγε μία μόδα η επιστροφή των αρχαιοελληνικών ονομάτων;
Δίχως αμφιβολία. Στο βιβλίο μάλιστα αναφέρομαι σε συγκεκριμένο όνομα το οποίο λανσαρίστηκε πριν κάποια χρόνια από προβεβλημένο πρόσωπο της τηλεόρασης και αργότερα ακολούθησε μία έκρηξη της συχνότητάς του στην ελληνική κοινωνία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η σημαντική αυτή αύξηση αφορά την πυκνότητα της εμφάνισης των αρχαίων ελληνικών ονομάτων μέσα στα 150 πιο δημοφιλή ονόματα που δηλώθηκαν στα ελληνικά ληξιαρχεία κατά τις περιόδους 2010-2012 και 2020-2022.
Το γεγονός αυτό μαρτυρά -ανάμεσα στα άλλα- μία σαφή χαλάρωση των δεσμών μεταξύ της Εκκλησίας (ως θεσμού) και της ελληνικής κοινωνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ένα γεγονός που έτσι κι αλλιώς καταγράφεται σε όλες τις σχετικές μετρήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας στον 21ο αιώνα, πέρα φυσικά από την εκκλησιαστική “απενοχοποίηση” της αρχαίας ονοματοδοσίας από τη σχετική εγκύκλιο του 1997 και εξής.
Από την άλλη, τόσο προεπαναστατικά όσο και κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα (με δυο λόγια κατά τα δύο προηγούμενα μεγάλα κύματα επανεμφάνισης της αρχαίας ονοματοδοσίας), η τάση αυτή ερμηνεύτηκε από κάποιους και ως μόδα. Οπότε θα έλεγα ότι σε κάθε εποχή η επιλογή αυτή εκφράζει μία μόδα, αλλά και κάτι ακόμα, που διαφέρει από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο.
Στην παρουσίαση του βιβλίου στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, ο κ. Χαλιός εύστοχα παρατήρησε πως “η πλειοψηφία όσων έχουν ένα όνομα δεν γνωρίζουν τις ποιότητες και τις αξίες εκείνων των οποίων έχουν πάρει τα ονόματα”. Κατά τη γνώμη σας αυτό είναι μια πραγματικότητα που αλλάζει σήμερα; Υπάρχει πιο συνειδητή ενασχόληση πλέον με τα ονόματα από πλευράς γονιών αλλά και των ίδιων των παιδιών όταν μεγαλώνουν;
Να ξεκινήσω σημειώνοντας ότι ταυτίζομαι απόλυτα με την παραπάνω σκέψη που διατύπωσε στις 19 Νοεμβρίου ο κ. Χαλιός, στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου στην ΕΣΗΕΑ. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν η ενασχόληση με τα ονόματα είναι περισσότερο συνειδητή από τους συμπολίτες μας σήμερα . Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα παρατηρείται στη χώρα μας μία σαφέστατη χαλάρωση της παππού προς παππού/γιαγιά προς γιαγιά ονοματοδοσίας, ένα γεγονός που -ανάμεσα στα άλλα- έχει οδηγήσει σε μία σαφή και μετρήσιμη αύξηση της πυκνότητας των δηλωθέντων αρχαίων ελληνικών ονομάτων στα ελληνικά ληξιαρχεία.
Είναι δεδομένο ότι ένα όχι ασήμαντο μέρος των επιλογών αυτών, έχει προκύψει μέσα από συνειδητές επιλογές γονέων που έχουν γεννηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και εξής, ανθρώπων που έχοντας σαφώς πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες και πηγές σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, αποτιμούν με έναν διαφορετικό τρόπο την ελληνική ιστορία και κληρονομιά, προσπαθώντας παράλληλα να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά τους αξίες και πρότυπα με βάση το σύμπαν του αρχαίου κόσμου.
Στην ίδια εκδήλωση ο κ. Τατσόπουλος ανέδειξε μια φράση που χρησιμοποιείτε στην εργασία σας, ότι “τα ονόματα δημιουργούν πραγματικότητες, οι λέξεις δημιουργούν πραγματικότητες”. Είναι εντέλει και μια επαναστατική πράξη η ονοματοδοσία με ένα αρχαιοελληνικό όνομα και αν ναι, με ποιον τρόπο;
Νομίζω πως είναι, σίγουρα στις μέρες μας εντός αρκετών εισαγωγικών, αλλά κάτι τέτοιο ερμηνεύεται ανάλογα με το ιδεολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο του κάθε γονιού που επιλέγει ένα αρχαίο ελληνικό όνομα για το παιδί του. Με δυο λόγια ένα ζευγάρι μπορεί να θεωρήσει “επαναστατική” μία επιλογή ενός αρχαίου ονόματος για το παιδί του στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί από οικογενειακές δεσμεύσεις ή διχόνοιες, την ίδια στιγμή που ένα άλλο ζευγάρι μπορεί να προχωρήσει σε μία αρχαία ονοματοδοσία στην προσπάθειά του να δώσει στον/στην απόγονό του ένα όνομα που φέρει μία συγκεκριμένη “αύρα” και πρεσβεύει συγκεκριμένες αξίες και αρετές άξιες να ειδωθούν ως πρότυπο για το μέλλον. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Οι λέξεις (και τα ονόματα) πλάθουν πραγματικότητες και οπτικές απρόβλεπτες για τις μελλοντικές κοινωνίες.
Ποια η σημασία της έκδοσης αυτής κατά τη γνώμη σας, στην παρούσα χρονική συγκυρία;
Η συγκεκριμένη μελέτη δεν απευθύνεται αποκλειστικά στους ειδικούς ή τους λάτρεις της Ιστορίας. Φρονώ πως αγγίζει ζητήματα που δύναται να απασχολήσουν και έναν μέσο συμπολίτη μας που γενικώς “ψάχνεται” και προβληματίζεται. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε, τα ονόματα αποτελούν λέξεις που χρησιμοποιούμε δεδομένα σε καθημερινή βάση.
Για ποιον λόγο, λοιπόν, να μην επιθυμεί κάποιος να μάθει περισσότερα για έναν αθέατο πόλεμο που λαμβάνει χώρα τους τελευταίους 17 αιώνες και σχετίζεται με τα ονόματα που δίνουν οι Έλληνες στα παιδιά τους;
Η σημασία και η πρωτοτυπία της έκδοσης έγκειται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώνει όλα τα κομμάτια του σχετικού παζλ. Από την ανατριχιαστική ρητορική του Ιωάννη του Χρυσόστομου κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, στην προσπάθειά του να πείσει τους Έλληνες να ξεκινήσουν να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα αγίων (εντός του πλαισίου της γενικότερης αντιπαγανιστικής/ανθελληνικής πολιτικής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων εκείνης της εποχής μέσω των περίφημων Κωδίκων – γεγονός που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπουμε), στον κύκλο του Πλήθωνα Γεμιστού στον Μυστρά του 15ου αιώνα και από εκεί στις προεπαναστατικές διεργασίες κατά την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην αναβίωση του φαινομένου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα σε αλύτρωτες περιοχές του ελληνισμού, έως το σήμερα.
Για όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις το όλο ζήτημα δεν αναλύεται μέσα από ένα στενά λαογραφικό-εθνογραφικό πρίσμα ή στο πλαίσιο μιας μελέτης ξεχωριστών ιστορικών περιόδων, άλλα μέσα από ένα φίλτρο που συνήθως διαφεύγει των ακαδημαϊκών αναλύσεων, αυτό της διαχρονικής σύγκρουσης δύο κόσμων που στην ουσία τους παραμένουν εδώ και 17 αιώνες εντελώς ξεχωριστές κοσμοθεωρητικές οντότητες: του ελληνισμού και του χριστιανισμού.