Μία από τις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από την επέλαση της κακοκαιρίας Daniel τον Σεπτέμβριο του 2023, ήταν η Μεταμόρφωση Καρδίτσας. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που οι ντόπιοι είδαν τις περιουσίες τους να βυθίζονται στο νερό.
Η θεομηνία που χτύπησε την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1994 άφησε πίσω της ανυπολόγιστες καταστροφές. Η υπερχείλιση του ποταμού Ενιπέα στην Καρδίτσα είχε ως αποτέλεσμα, εκατοντάδες κάτοικοι να χάσουν τα σπίτια και τις καλλιέργειές τους ενώ εκατοντάδες αιγοπρόβατα πνίγηκαν.
Το χωριό Μεταμόρφωση πνίγηκε στις λάσπες. Τα σπίτια κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο ενώ οι κάτοικοι ζητούσαν να εγκαταλείψουν για πάντα το χωριό και να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή του Παλαμά.
“Δεν μπορούμε να ζούμε με τον εφιάλτη που περάσαμε και να έχουμε τον ίδιο φόβο σε κάθε νεροποντή”, δήλωσε σε δημοσιογράφους της εποχής, κάτοικος του χωριού.
Οι περισσότεροι πληγέντες της Μεταμόρφωσης κατηγόρησαν τα αγροτικά αναχώματα για τη συμφορά, ενώ άλλοι έστρεψαν τα πυρά τους στην πολιτεία, καθώς ο ποταμός Πάμισος, που περνά δίπλα από το χωριό, είχε να καθαριστεί αρκετό καιρό. Χαρακτηριστική ήταν η καταγγελία:
“Σαράντα χρόνια έχουν να καθαρίσουν το ποτάμι. Με τόσα πράγματα που είχε μέσα πώς να φύγουν τα νερά. Ευτυχώς, που προλάβαμε και δεν θρηνήσαμε θύματα. Τώρα πρέπει να αρχίσουμε πάλι από την αρχή. Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε χάθηκε κάτω από τα νερά”.
Η καραντίνα
Η κατάσταση κρίθηκε υγειονομικά κρίσιμη και το χωριό “μπήκε σε καραντίνα”. Αυτό το μέτρο το βιώσαμε έντονα τρεις δεκαετίες μετά με την πανδημία του κορονοϊού.
Ειδικά εξοπλισμένα συνεργεία έσπευσαν τις επόμενες μέρες στη Μεταμόρφωση, προκειμένου να απολυμάνουν το κατεστραμμένο χωριό, “για να αποτραπεί ο κίνδυνος εξάπλωσης επιδημιών”, όπως χαρακτηριστικά έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο κίνδυνος ήταν πράγματι υπαρκτός, καθώς η σήψη των νεκρών ζώων, τα διαλυμένα γεωργικά φάρμακα και τα λύματα από τις σπασμένες αποχετεύσεις είχαν μολύνει τα νερά της περιοχής.
Η καραντίνα ίσχυσε για δύο ημέρες, ενώ οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν με βάρκες του Στρατού σε διπλανά χωριά. Όσοι θέλησαν να πλησιάσουν τα σπίτια τους, έπρεπε να πάρουν ειδική άδεια από τον πρόεδρο της κοινότητας και να συνοδεύονται από συνεργείο απολύμανσης.
Δυστυχώς, όμως, κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη. Όλα είχαν καταστραφεί.
“Δεν μπορέσαμε να πάρουμε τίποτα από τα σπίτια μας. Τα περισσότερα υπάρχοντά μας έχουν καταστραφεί και έχουν αρχίσει να μουχλιάζουν. Η δυσοσμία είναι πολύ δυνατή μέσα στα σπίτια. Ορισμένα άρχισαν να παρουσιάζουν ζημιές στους τοίχους. Δεν πιστεύω να μπορέσουν να μείνουν όρθια, όταν φύγουν τα νερά” δήλωσε στον Τύπο, κάτοικος του χωριού.
Μετά την λήξη της καραντίνας και την υποχώρησης της στάθμης των νερών, οι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο τους. Ωστόσο, το πρόβλημα της στέγασης άργησε να λυθεί και οι περισσότεροι συνέχισαν να φιλοξενούνται σε σπίτια του Παλαμά.
Η πολιτεία, παρά την αρχική δέσμευσή της για αποζημίωση και αποκατάσταση των ερειπίων, άργησε να υλοποιήσει την υπόσχεσή της. Οι κάτοικοι παρέμειναν άστεγοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι άλλη μια φορά οι υποσχέσεις έμειναν στα λόγια.