Του Λίνου Υφαντή,
Το καλοκαίρι αυτό ήταν από τα πιο σιωπηλά που πέρασε ίσως όλος ο πλανήτης. Στα μέρη μας, στην Αιτωλική γη είχε τη δική του αναγωγή. Ήταν ένα καλοκαίρι σιωπηλό, χωρίς πανηγύρια, πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκκωφαντικές προσελεύσεις. Ήταν ένα καλοκαίρι χωρίς “Αμερικάνους” με προσγειωμένους Αθηναίους λόγω του Κορωνοϊου ως υπόλειμμα του bullying του Μαρτίου. Οι στενές επαφές περιορίζονταν στου πρώτου τύπου, αφού η αμφισβήτηση της χαιρετούρας τους αποθάρρυνε.
Τα κινητά, τα wifi και τα Megabite έδιναν και έπαιρναν. Πότε έβλεπαν αν θα μας κλείσουν μέσα μετά το Δεκαπενταύγουστο, πότε τον Ερντογάν και αν εμείς θα πατήσουμε το κουμπί για να βυθίσουμε τα πλοία του. Στο διάλειμμα όλων αυτών έπαιζε κανένα περπατηματάκι, καμία εκκλησία έξω στην καρέκλα αλλά όλα είχαν ένα κοινό παρονομαστή: Ησυχία και σιωπή, η οποία καμιά φορά έσπαγε από τις μονομαχίες των αρνητών του Κορωνοϊου με τους απέναντι.
Κανείς δεν κατάλαβε πως το καλοκαίρι αυτό πέρασε, αν και ήμασταν ακόμα έξω. Το χειρότερο από όλα είναι ότι το καλοκαίρι φεύγει ( αν και υπολείπεται ακόμα ένα καυτό Σαββατοκύριακο μέχρι το Σεπτέμβρη) χωρίς όνειρα, χωρίς όραμα.
Κανένας δεν έκανε όνειρα για το μέλλον, κανένας δεν απαιτούσε κάτι, κανένας δεν έκανε πολιτική. Αντιθέτως όλοι ζούσαμε μια βαθιά ύπνωση λόγω της περίεργης αυτής καταστάσεως. Έτσι λοιπόν τους βάλαμε ταφόπλακα όπως βλέπετε στη φωτογραφία και αποχαιρετούσαμε τον Ήλιο ( όχι την Αλεξάνδρεια) που έφευγε για το σκοτάδι της νύχτας.
Kάπως έτσι αυτή η φωτογραφία που την τράβηξε ο φίλος Βλάσης Μιζάλος από τον Άγιο Βλάση μας ενέπνευσε. Και ακόμα περισσότερο μας ενέπνευσε ο τίτλος “Το ηλιοβασίλεμα της ματαιότητας” για να κωδικοποιήσουμε το ομιχλώδες των συναισθημάτων μας για αυτό το καλοκαίρι.
Μόνο που ο Βρετανός ποιητής Robert Browning είπε “Ο ήλιος μου δύει για να ανατείλει ξανά”. Και αυτό κρατήστε το.