«Είναι αλήθεια πως η προσωρινότητα της ζωής και τα διαρκή πικρά βέλη του θανάτου, τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαρκώς μας πληγώνουν, ενισχύουν όλο και περισσότερο την ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Τίποτε όμως από τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν είναι σε θέση να μας παρηγορήσει, ακριβώς, διότι ο κόσμος τούτος εξ ολοκλήρου υπόκειται στη φθορά και τον θάνατο».
Τα παραπάνω αναφέρονται στο κυριακάτικο μήνυμα του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού.
Αναλυτικά:
Το περιστατικό που μας αναφέρει η σημερινή ευαγγελική περικοπή θα μπορούσε να ενταχθεί σε εκείνη την κατηγορία των περικοπών, οι οποίες αναφέρουν τον ανθρώπινο πλούτο ως εμπόδιο για την αιωνιότητα, όπως συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, με την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Πλούσιος είναι και ο πρωταγωνιστής της σημερινής περικοπής, του οποίου η ψυχή δεν φαίνεται να αρκείται στα πλούτη, αλλά αναζητά βαθύτερες και ουσιαστικότερες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
«Διδάσκαλε αγαθέ», λέει απευθυνόμενος στον Κύριο, «τί να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»
Η απάντηση του Κυρίου φαίνεται απλή και αυτονόητη: «Γνωρίζεις τις εντολές», του απαντά. «Μην μοιχεύσεις, μην φονεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα σου και τη, μητέρα σου».
Αυτές είναι οι εντολές του μωσαϊκού νόμου. Μόνο που ο πλούσιος νέος δεν φαίνεται να ικανοποιείται και του απαντά με έκπληξη, ίσως και με λίγη απογοήτευση: «Μα, όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου».
Τί αντιλαμβανόμαστε; Πως κάτι εμποδίζει την ψυχή του να πετάξει, πως κάτι τον δένει με την γη. Είναι βέβαιο πως δεν έχει αμελήσει την πνευματική ζωή και δεν έχει αδιαφορήσει για τις ηθικές επιταγές του μωσαϊκού νόμου. Όμως, κάποιο κενό είναι ακόμη ριζωμένο στην ψυχή του.
Τώρα είναι ακριβώς η στιγμή, κατά την οποία ο Χριστός, μετά τις γενικές εντολές του νόμου, οι οποίες απευθύνονται προς κάθε άνθρωπο, απευθύνεται προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του οποίου, ως παντογνώστης των ψυχών, γνωρίζει τον ιδιαίτερο καημό του, αλλά και το ιδιαίτερο εμπόδιό του, προκειμένου να επιτύχει αυτό το οποίο ποθεί η ψυχή του.
«Ένα σου λείπει» του λέει, «για να κερδίσεις τον μεγάλο θησαυρό της αιωνιότητας. Όσα έχεις πούλησέ τα και δώσε τα στους φτωχούς. Και σε περιμένω να με ακολουθήσεις».
Παρατηρήστε, αδελφοί μου, πως, ουσιαστικά, τον καλεί να γίνει μαθητής και απόστολός Του, τιμή την οποία απήλαυσαν μόνον οι Δώδεκα Μαθητές. Εκείνος, όμως, σκυθρώπιασε απογοητευμένος, διότι τα πλούτη του ήταν πολλά.
Ο πλούσιος νέος απομακρύνεται και ο Κύριος εκφράζει δημοσίως την διαπίστωσή του: «Πόσο δύσκολο είναι για τους ανθρώπους που έχουν πολλά χρήματα να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών!».
Μήπως, άραγε, αυτό σημαίνει ότι η βασιλεία του Θεού είναι ανοιχτή μόνο στους φτωχούς και σε όσους στερούνται τα πάντα σε αυτή τη γη; Όχι, αδελφοί μου. Επιδίωξη του Χριστού δεν είναι να καταδικάσει τον πλούτο αλλά να επισημάνει τον κίνδυνο όλων των ανθρώπων να εγκλωβιστούν στα πράγματα του κόσμου τούτου και να χάσουν τον προσανατολισμό τους προς την αιώνια πατρίδα όλων μας.
Σήμερα, ενώπιόν Του, στέκει ένας πάμπλουτος νέος άνθρωπος. Ο πλούτος είναι το προσωπικό του αγκάθι, ο ιδιαίτερος κρίκος που τον συνδέει με τον φθαρτό κόσμο, το δικό του εμπόδιο προκειμένου να βρει μέσα του την πληρότητα και την γαλήνη. Το ενδιαφέρον του Ιησού δεν εστιάζεται στο τί έχει ο πλούσιος αυτός νέος, αλλά στο τί είναι. Και από τον διάλογο συμπεραίνεται πως ο νέος που βρίσκεται ενώπιόν Του είναι ένας δούλος του χρήματος.
Στην ζωή αυτή, όλοι μας επιδιώκουμε να αποκτήσουμε αξία. Αναζητούμε κάτι που θα μας τροφοδοτεί καθημερινά με νόημα ζωής. Μια πηγή αυτοκαταξίωσης, από την οποία θα αντλούμε δυνάμεις, ώστε να αντιμετωπίζουμε καθημερινά την ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Όταν πιστέψουμε πως το βρήκαμε, η καρδιά μας ολόκληρη στρέφεται προς τα εκεί. Η καρδιά του νέου της σημερινής περικοπής είχε στραφεί στον πλούτο. Αντίστοιχα μάταια πλούτη είναι για άλλον η δίψα για έπαινο, για άλλον η λαμπρή σταδιοδρομία, για άλλον η κοινωνική καταξίωση, για άλλον η αναγνωρισιμότητα, για άλλον η εξουσία και για άλλον ο θαυμασμός της κοινωνίας, ο οποίος συχνά επιζητείται και μέσω των επιτυχιών των παιδιών. Πάντα, κάποιος πλούτος βρίσκει τρόπο να δεσμεύσει την ψυχή μας.
Είναι αλήθεια πως η προσωρινότητα της ζωής και τα διαρκή πικρά βέλη του θανάτου, τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαρκώς μας πληγώνουν, ενισχύουν όλο και περισσότερο την ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Τίποτε όμως από τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν είναι σε θέση να μας παρηγορήσει, ακριβώς, διότι ο κόσμος τούτος εξ ολοκλήρου υπόκειται στη φθορά και τον θάνατο.
Ποιοί είναι εκείνοι, που καταφέρνουν να απεγκλωβιστούν από αυτή την αίσθηση της μηδαμινότητας; Μόνον όσοι αποδέχονται πως τίποτε στη ζωή αυτή δεν μπορεί να είναι δικό μας, διότι τίποτα δεν μπορούμε, ούτε να δημιουργήσουμε ούτε να διατηρήσουμε. Αληθινά μακάριοι είναι οι φτωχοί, όχι στα υλικά αγαθά αλλά, όπως αναφέρεται στους Μακαρισμούς, «οι φτωχοί τω πνεύματι». Όπως αναφέρει ο μακαριστός Επίσκοπος Σουρόζ Άντονυ Μπλούμ, πρόκειται για εκείνους, οι οποίοι έχουν το πνεύμα τους, δηλαδή το υψηλότερο μέρος της ψυχής τους, απαλλαγμένο από το άγχος της ιδιοκτησίας και κατανοούν πως τίποτε από όσα κατέχουν δεν τους ανήκει. Πρόκειται για εκείνους, οι οποίοι αντλούν την αξία τους μόνον από την αγάπη, με την οποία τους περιβάλλει ο Δημιουργός και Κύριος της ζωής.
Είναι αλήθεια πως είμαστε άνθρωποι αδύναμοι και πως, αυτή ακριβώς η αδυναμία μας ωθεί διαρκώς να αγκιστρωνόμαστε από τις μικρές και προσωρινές χαρές που προσφέρει η ιδιοκτησία και κατοχή των λίγων ή των πολλών πραγμάτων που βρέθηκαν στα χέρια μας. Αυτή όμως την εξάρτηση, συχνά, δεν μπορούμε εύκολα να την εντοπίσουμε, διότι γίνεται τρόπος ζωής και γνωρίζετε πως η συνήθεια τα κάνει όλα να φαίνονται φυσιολογικά. Ελπίδα εξόδου από την πλάνη μας δίνει μόνον η πνευματική ζωή. Το Ευαγγέλιο και ο ασκητικός τρόπος ζωής που μας προτείνει η Εκκλησία μας, εάν το επιθυμήσουμε, μπορεί να γίνει ο καθρέφτης του αληθινού εαυτού μας, προκειμένου να εντοπίσουμε, όχι μόνο τα δεσμά μας αλλά και την αδυναμία μας να απεγκλωβιστούμε από αυτά αποκλειστικά και μόνο με τις δικές μας δυνάμεις. Αυτό αντιλαμβάνονται οι Απόστολοι στη σημερινή περικοπή, οπότε και απευθύνονται προς τον Κύριο λέγοντας: «Τότε, ποιός είναι δυνατόν να σωθεί;».
Έρχεται, όμως, ο λόγος του Κυρίου, παρηγορητικός και ελπιδοφόρος, ο οποίος αποκαλύπτει την θεϊκή αγάπη και διαβεβαιώνει πως, στον αγώνα μας για ελευθερία από όλα τα μάταια του κόσμου τούτου, είναι Εκείνος, ο Οποίος μπορεί να ενισχύσει και να αναπληρώσει τα ελλείποντα, αρκεί να έχουμε διαρκώς στραμμένη την καρδιά μας προς Αυτόν και να βρισκόμαστε σε διαρκή ετοιμότητα και προθυμία να εφαρμόζουμε το θέλημά Του. Τότε θα διαπιστώσουμε πως: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν».
Δεν διαφέρουμε σε πολλά από τον πλούσιο του σημερινού Ευαγγελίου. Ίσως ένα κομμάτι της καρδιάς μας και να ζηλεύει τον πλούτο του. Το Ευαγγέλιο, όμως, μας καλεί σήμερα να αναγνωρίσουμε την δική του αλλά και την δική μας φυλακή. Ας αναγνωρίσουμε τα δεσμά μας, ώστε η ψυχή μας, ακόμη περισσότερο να ποθήσει την ελευθερία της και ας είμαστε βέβαιοι πως η επίγνωση της αδυναμίας μας θα έλκει όλο και περισσότερο την αγάπη και το έλεος του Θεού, προκειμένου να γίνουμε τέλειοι, καθώς, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός μας, «Ο Πατήρ ημών τέλειός εστι».
1 Σχόλιο
Ολα αυτα τα λεει ,οπως ο παππας με το χιτωνα