Μέχρι και την 26η Σεπτεμβρίου 1989 η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» δεν είχε εκτελέσει κάποιον πολιτικό. Εκείνο το πρωινό, ωστόσο, αυτό άλλαξε με τρόπο δραματικό. Άλλαξε τη στιγμή που έπεφτε νεκρός ο Παύλος Μπακογιάννης.
Ο ίδιος δε φοβόταν. Δε θεωρούσε πως ένας πολιτικός που εκπροσωπούσε με λόγια και πράξεις το κέντρο, είχε αντιδικτατορική δράση και είχε παλέψει για την εθνική συμφιλίωση θα γινόταν στόχος της «17Ν».
Γι αυτό τον λόγο, άλλωστε, εκείνη την ημέρα – επειδή το προηγούμενο βράδυ είχε δουλέψει μέχρι αργά – ο Μπακογιάννης είχε δώσει άδεια στον προσωπικό του φρουρό που τον συνόδευε παντού.
Ελάχιστα λεπτά πριν τις 8 το πρωί, ο Μπακογιάννης μπήκε στην πολυκατοικία της οδού Ομήρου 35 στο Κολωνάκι, όπου ήταν το γραφείο του.
Τη στιγμή που άπλωσε το χέρι του για να πατήσει το κουμπί του ασανσέρ δέχθηκε αλλεπάλληλους πυροβολισμούς, από μέλη της «17Ν», που του είχαν στήσει ενέδρα. Τον πυροβόλησαν σχεδόν εξ επαφής, από πίσω και αριστερά.
Χτυπήθηκε με το γνωστό 45άρι της οργάνωσης, το ίδιο όπλο – «σφραγίδα» που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στις εκτελέσεις των Γουέλς, Σταμούλη, Πέτρου, Μομφεράτου και Αθανασιάδη.
Την ώρα που τα μέλη της «17Ν» έφευγαν από την οδό Ομήρου, ένας αστυνομικός που περνούσε τυχαία, άκουσε τις φωνές μιας γυναίκας και άρχισε να καταδιώκει έναν από αυτούς. Έκανε, όμως, ένα καθοριστικό λάθος.
Ο πολιτικός της συμφιλίωσης
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στην Ευρυτανία. Η περιοχή που γεννήθηκε και μεγάλωσε ήταν ένα από τα σημαντικότερα θέατρα των μαχών κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου.
Το γεγονός αυτό ήταν αρκετό για να αφήσει τα δικά του βαθιά σημάδια στην ψυχή του μικρού παιδιού που έζησε τον πόλεμο στην πιο ευαίσθητη ηλικία του. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πάντειο.
Στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία και ανακηρύχθηκε διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντίας. Δίδαξε στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου και στη Σχολή Δημοσιογραφίας τού Μονάχου.
Η δημοσιογραφία ήταν το μεράκι του. Την αγαπούσε και την υπηρέτησε σε δύσκολους καιρούς. Ήταν διευθυντής για δέκα χρόνια στο ελληνόφωνο πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας, που αναμεταδιδόταν στην Ελλάδα μέσω της «Ντόιτσε Βέλε».
Την περίοδο της χούντας στερήθηκε της ελληνικής υπηκοότητας και του παραχωρήθηκε πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του Ντόρας Μπακογιάννη (την οποία παντρεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1974 και μαζί απέκτησαν δυο παιδιά), το 1970 τοποθετήθηκε βόμβα στο σπίτι του στο Μόναχο και όπως του είχε πει η γερμανική αστυνομία υπεύθυνες ήταν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες της εποχής.
Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και διετέλεσε αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΕΙΡΤ (νυν ΕΡΤ). Εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στην εφημερίδα «Το Βήμα» και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικά τηλεοπτικά ιδρύματα και έντυπα του εξωτερικού.
Κομβική και μοιραία για τον ίδιο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν η συνεργασία του με τον Γιώργο Κοσκωτά. Το 1982 ανέλαβε την ευθύνη για την έκδοση τού εβδομαδιαίου περιοδικού «Ένα», ιδιοκτησίας του τραπεζίτη. Παρέμεινε στο περιοδικό ως εκδότης – διευθυντής έως την απόλυσή του τον Φεβρουάριο του 1985, όταν ο Κοσκωτάς άρχισε να φλερτάρει με το ΠΑΣΟΚ.
Ως πολιτικός σύμβουλος του τότε προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ήταν από τους πρωτεργάτες της πολιτικής του κόμματος για την εθνική συμφιλίωση. Εξελέγη για μια και μοναδική φορά βουλευτής τον Ιούνιο του 1989 καταλαμβάνοντας για λογαριασμό της ΝΔ τη μονοεδρική της Ευρυτανίας. Περίπου τρεις μήνες αργότερα θα δολοφονηθεί…
Το καθοριστικό λάθος του αστυνομικού
Λίγο πριν τις 8 το πρωί, της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989, ο Παύλος Μπακογιάννης περπατά στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι, κρατώντας αρκετούς χοντρούς φακέλους στα χέρια του. Ήταν μόνος. Το προηγούμενο βράδυ ήταν στα γραφεία του Συνασπισμού και γι’ αυτό, εκείνο το πρωινό είχε πει στον φρουρό του να μην τον συνοδεύσει ως το γραφείο του, στο Κολωνάκι, προκειμένου να ξεκουραστεί.
Μέσα σε ένα πολιτικά έντονα φορτισμένο κλίμα εξαιτίας του σκανδάλου Κοσκωτά που είχε ξεσπάσει και εν μέσω της «κάθαρσης», ο Μπακογιάννης είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις της Ελληνικής Αστυνομίας πως έπρεπε να είναι προσεκτικός και να αλλάζει δρομολόγια.
Τον ενδιέφερε μόνο να υπάρχει φρουρά έξω από το σπίτι του για να μη διατρέχουν κίνδυνο τα παιδιά του και η γυναίκα του. Μόνο ο οδηγός του ήταν αστυνομικός, αλλά δεν τον ακολουθούσε πάντα όταν εκείνος κατέβαινε από το αυτοκίνητο και κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης.
Ο ίδιος δε φοβόταν. Δε θεωρούσε πως ένας πολιτικός με το δικό του προφίλ θα γινόταν στόχος της 17Ν.
Το πολιτικό σκηνικό, ωστόσο, μύριζε «μπαρούτι». Εκείνη την ημέρα, μάλιστα, η βουλή θα αποφάσιζε ή όχι την παραπομπή του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, στο Ειδικό Δικαστήριο (κάτι που τελικά έγινε).
Το μοιραίο πρωινό, ο οδηγός αστυφύλακας σταμάτησε το αυτοκίνητο στη γωνία των οδών Σόλωνος και Ομήρου και πεζός ο βουλευτής της Ν.Δ. πέρασε στην είσοδο της πολυκατοικίας (Ομήρου 35), όπου ήταν το γραφείο του.
Τη στιγμή που ο Μπακογιάννης άπλωσε το χέρι του για να πατήσει το κουμπί του ασανσέρ δέχθηκε αλλεπάλληλους πυροβολισμούς, από μέλη της «17 Νοέμβρη», που του είχαν στήσει ενέδρα.
Τον πυροβόλησαν σχεδόν εξ επαφής, από πίσω και αριστερά. Χτυπήθηκε με το γνωστό 45άρι της οργάνωσης, το ίδιο όπλο – «σφραγίδα» που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στις δολοφονίες των Γουέλς, Σταμούλη, Πέτρου, Μομφεράτου και Αθανασιάδη.
Μια γυναίκα, άρχισε να φωνάζει και να ζητάει βοήθεια. Έδειξε έναν από τους δράστες, στη γωνία Ομήρου και Σκουφά, σε έναν αστυνόμο της ομάδας «Ζήτα» ο οποίος άρχισε να τον καταδιώκει. Ο δράστης πέταξε στο έδαφος την προκήρυξη με την οποία η «17Ν» αναλάμβανε την ευθύνη για την επίθεση στον Μπακογιάννη. Ο αστυνομικός έσκυψε να τη μαζέψει και έτσι «έχασε» τον δράστη ο οποίος κατάφερε να διαφύγει.
Την ίδια ώρα, βαριά τραυματισμένος ο Μπακογιάννης μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» όπου οι γιατροί έδωσαν πραγματική μάχη για να τον κρατήσουν στη ζωή. Οι σφαίρες που είχε δεχθεί, ωστόσο, του είχαν κάνει μεγάλη ζημιά και τελικά ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας άφησε την τελευταία του πνοή περίπου μια ώρα αργότερα.
Τραγική ειρωνεία: Λίγες ώρες αργότερα εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση του προγράμματος για την Ευρυτανία, που ο ίδιος ο Παύλος Μπακογιάννης είχε καταρτίσει.
Η διπλή προκήρυξη και ο Κουφοντίνας
Στην προκήρυξή της με τίτλο «Άρχισε η κάθαρση» η 17Ν ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής, αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης».
Η συγκεκριμένη δολοφονία, ωστόσο, ήταν η μοναδική μέχρι εκείνη την ημέρα που συντάραξε ακόμα και τους υποστηρικτές της οργάνωσης που φάνηκε να μην μπορεί να αιτιολογήσει πλήρως τους λόγους που μετέτρεψαν σε στόχο τον Μπακογιάννη. Ακόμα και στη δεύτερη προκήρυξή της για τη δολοφονία του βουλευτή η οργάνωση δεν «απέκρουσε» ακόμα και τα «φίλια πυρά» που δεχόταν και απάντησε μόνο στο ότι ήταν μια πισώπλατη δολοφονία, γράφοντας χαρακτηριστικά πως «ο απατεώνας Μπακογιάννης όπως και όλοι οι άλλοι δέχθηκε όλες τις σφαίρες από μπροστά».
Για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη καταδικάστηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 2003 από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών σε ισόβια κάθειρξη ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και σε 15 χρόνια κάθειρξη ο Σάββας Ξηρός και ο Βασίλης Τζωρτζάτος. Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο Γιωτόπουλος ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Μπακογιάννη ενώ φυσικοί αυτουργοί ήταν ο Κουφοντίνας και Κωστάρης. Ο Σάββας Ξηρός καθόταν απέναντι από την πολυκατοικία υποστηρίζοντας τους δράστες, ενώ ο Τζωρτζάτος ήταν ο οδηγός του οχήματος διαφυγής.
Σύμφωνα με τις αρχικές τους καταθέσεις τα μέλη της 17Ν είχαν πει πως ως απάντηση στο σκάνδαλο Κοσκωτά είχε αποφασιστεί να γίνει μια διπλή ένοπλη ενέργεια με στόχους έναν βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και έναν της Νέας Δημοκρατίας. Με βάση αυτό το σχέδιο, πριν τη δολοφονία Μπακογιάννη, στις 8 Μαΐου 1989, είχε γίνει η απόπειρα δολοφονίας του Γιώργου Πέτσου με ενσύρματη βόμβα, που είχαν τοποθετήσει σε αυτοκίνητο που βρισκόταν πάνω στην πορεία του οχήματος του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, στη Φιλοθέη.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (εκδόσεις Λιβάνη) περιγράφει τις δραματικές στιγμές της εκτέλεσης του Παύλου Μπακογιάννη:
«Εκείνο το πρωινό στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, από το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη κατέβηκε πρώτα η κοπέλα, φορούσε ένα κόκκινο πουλόβερ. Πίσω της, μερικά βήματα, προχωρούσε ο Μπακογιάννης. Ο οδηγός αυτή τη φορά δεν περίμενε καθόλου. Έστριψε βιαστικός με το αυτοκίνητο αριστερά στην Ομήρου. Ο θυρωρός γνώριζε την κοπέλα. Δεν τη σταμάτησε όπως έκανε με όλους όσοι έμπαιναν.
» Οι δύο της 17Ν, ακολούθησαν ολόκληρο σχέδιο: Ντυμένοι με κουστούμια, κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο, μπήκαν στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, την ώρα ακριβώς που σταματούσε το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη στη γωνία. Την ώρα που έμπαινε βιαστικός ο Μπακογιάννης στην πολυκατοικία του γραφείου, οι δύο τον ακολούθησαν γρήγορα. Η κοπέλα είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ στον Μπακογιάννη, του χαμογελούσε. ”Ο κ. Μπακογιάννης;”. Γύρισε, καταπρόσωπο, ενοχλημένος. Η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Ύστερα άφησε την πόρτα του ασανσέρ να κλείσει».