Οι σφουγγαράδες της Καλύμνου, πριν από κάθε ταξίδι, γλεντούσαν σαν να μην υπήρχε αύριο.
Όταν όμως το καΐκι ήταν έτοιμο για απόπλου, ο αποχαιρετισμός έμοιαζε σαν να έφευγαν οι άνδρες για τον πόλεμο.
Πριν από το ταξίδι, μαζεύονταν στα καφενεία και κερνούσαν μεζέδες όλο τον κόσμο.
«Έρχονταν τα βιολιά και άλλα όργανα και ξεκινούσε το γλεντοκόπι από τις 9.00-10.00 το πρωί και τελείωνε μετά τις 2.00-3.00 τα ξημερώματα. Το γλέντι μπορεί να συνεχιζόταν από ταβέρνα σε ταβέρνα και η μία παρέα συμπλήρωνε την άλλη», αναφέρει στη Μηχανή του Χρόνου ο εκπαιδευτικός Ιωάννης Χειλάς.
Μπορεί να έστηναν μεγάλη γιορτή, αλλά κατά βάθος μέσα τους κυριαρχούσε ο φόβος και η λύπη, καθώς δεν ήξεραν αν οι φίλοι και οι συγγενείς τους θα τους έβλεπαν ξανά μετά το ταξίδι.
Στην ναυτική περιπέτεια που κρατούσε μήνες, πολλοί πέθαιναν από τη νόσο των δυτών ή άλλες ασθένειες.
Τα υπόλοιπα μέλη της ναυτική αποστολής έπρεπε να πάρουν μιατραγική απόφαση. Επειδή δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τους νεκρούς πίσω στο νησί για να ταφούν σύμφωνα με τα έθιμα, έπρεπε να τους “φουντάρουν” στη θάλασσαα μέσα σε τσουβάλια με πέτρες.
Όταν βρίσκονταν κοντά σε κάποια ακτή επέλεγαν να θάψουν τους νεκρούς σφουγγαράδες στην άμμο
«Τους έθαβαν όπου έβρισκαν σε παραλίες, σε μικρά νησιά, όπως το Ασπρονήσι, που λέγεται ότι είχε και μια σπηλιά που έριχναν μέσα τα κόκαλα τους. Αργότερα επί Ιταλοκρατίας επιβλήθηκε να τους θάβουν σε κοιμητήρια ορθόδοξα χριστιανικά στη Λιβύη, την Αλεξάνδρεια και αλλού», μας πληροφορεί ο κ. Χειλάς.
Το Ποκίνημα
Η αναχώρησή τους από το νησί ονομαζόταν «ποκίνημα» και γινόταν την επόμενη μέρα της Ανάστασης του Κυρίου. Το ταξίδι, με συνηθέστερο προορισμό τα παράλια της Αφρικής, είχε διάρκεια 7-8 μήνες.
Όταν όλα ήταν έτοιμα για αναχώρηση, η θλίψη κυριαρχούσε στα πρόσωπα όλων.
«Προετοίμαζαν τους ανθρώπους να φύγουν μην ξέροντας αν θα καταφέρουν να επιστρέψουν. Με δάκρυα στα μάτια, τους αποχαιρετούσαν, κατέβαιναν κάτω όλες οι γυναίκες να φιλήσουν τους άντρες τους, τους γιους τους. Ουσιαστικά δεν ήξεραν αν θα επιστρέψουν, αν θα τους ξαναδούν”, αναφέρει στη ΜτΧ η Νίκη Σκυλλά, που ξεναγεί στο λαογραφικό μουσείο «Καλύμνικο σπίτι».
“Μωρομάνες κατέβαιναν στο λιμάνι με τα παιδιά στο στήθος για να αποχαιρετήσουν τους άντρες τους. Οι παπάδες έκαναν αγιασμό μέσα στο καΐκι για να πάει τυχερό», μας περιγράφει.
Όταν οι σφουγγαράδες ανέβαιναν στα καΐκια, μαζευόντουσαν στην προκυμαία και έκαναν βόλτες στο λιμάνι, για να αποχαιρετίσουν τους δικούς τους.
Οι γυναίκες έβγαζαν το λευκό τσεμπέρι και φορούσαν το μαύρο μέχρι να επιστρέψουν οι σφουγγαράδες
Όσο οι σφουγγαράδες ταξίδευαν, οι γυναίκες αναλάμβαναν τα πάντα. Έπρεπε να φροντίσουν όλη την οικογένεια και να μεγαλώσουν μόνες τους τα παιδιά.
«Έπρεπε να τα βγάλουν πέρα και με τις αγροτικές ασχολίες που άφηναν πίσω οι σφουγγαράδες, οι οποίοι έφευγαν τον Απρίλιο και γύριζαν τον Οκτώβριο. Πολλοί ήταν τσοπάνηδες και βοσκοί», ανέφερε στη ΜτΧ η Καλλιόπη Τρικοίλη Κασσαρά, πρόεδρος Λυκείου Ελληνίδων Καλύμνου.