ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ 1821 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Γράφει ο Δημήτρης Μαργαρίτης, κοινωνιολόγος
Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1821 – 1893)
Συνήφθησαν τα δύο «Δάνεια της Ανεξαρτησίας» με ονομαστικό κεφάλαιο 2.800.000 λίρες, αλλά τελικά εισπράχθηκαν 540.000 λίρες, ήτοι το 20% (με τιμή έκδοσης 54%). Το υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για καταβολή προμηθειών για την παρακράτηση τόκων, για εξαγορά ομολογιών για δήθεν συγκράτηση της χρηματιστηριακής τους αξίας, για παραγγελία 6 ατμοπλοίων (από τα οποία παρελήφθη μόνο το 1) και 2 φρεγατών (παρελήφθη μόνο η 1).
Το 1827 επήλθε η αναπότρεπτη πρώτη πτώχευση.
Μετά την ανάρρηση του Όθωνα στο θρόνο χορηγήθηκε το Δάνειο των Μεγάλων Δυνάμεων 60.000.000 φράγκων (ονομαστικό κεφάλαιο 57,2 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων, έκδοση στα 94% και απέφερε περίπου 54.000.000 χρυσά φράγκα ή 60.000.000 παλαιές δραχμές, και με την αφαίρεση των μεσιτειών 57.000.000 δρχ.). Από το δάνειο διατέθηκαν 33.000.000 για τόκους, χρεωλύσια κλπ. έξοδα δανείου, 12.500.000 για την εξαγορά από την Τουρκία των επαρχιών της Αττικής, της Εύβοιας και μέρους της Φθιώτιδας και 7.500.000 για τη συντήρηση των βαυαρικών στρατών.
Το 1843 επήλθε η δεύτερη αδυναμία πληρωμής (πτώχευση).
Κατά την περίοδο από το 1843 μέχρι το 1878 υπήρξε έλλειψη εξωτερικών δανείων, επειδή οι ξένες χρηματαγορές ήταν ερμητικά κλειστές. Το έλλειμμα του κράτους το 1878 ανήλθε στα 60.000.000 δρχ. εξαιτίας των ανωμαλιών της εποχής (Επανάσταση Φεβρουαρίου 1862, Κρητική Επανάσταση {1866 – 1869} και μεγάλη Ανατολική κρίση {1875 – 1881}). Το κράτος προσέφευγε για ευτελή ποσά στον ιδιώτη τραπεζίτη Δεκόζη Βούρο και προέβαινε σε εκποίηση δημόσιας περιουσίας (οικιών, αμπελιών, ελαιώνων κλπ.) και σε πώληση 1.000 μετοχών της Εθνικής Τραπέζης.
Κατά την περίοδο 1861 – 1878 τα εσωτερικά δάνεια ανήλθαν σε 44.000.000 δρχ. και η ετήσια επιβάρυνση του Προϋπολογισμού ήταν περίπου 6.000.000 δρχ. Το κράτος προέβαινε σε έκδοση εντόκων γραμματίων και σε αναγκαστική κυκλοφορία. Με το νόμο του 1864 η έκδοση ήταν ποσού 3.000.000 δρχ., το 1878 έφτασε τα 14.000.000 δρχ. και το 1885 εκ νέου τα 14.000.000 δρχ. ( δηλ. το χρέος ήταν κυμαινόμενο υπό τη μορφή εντόκων γραμματίων).
Το 1884 έχουμε σύναψη εξωτερικού δανείου. Γενικά, η περίοδος 1879 – 1893 γνώρισε εξωτερικά δάνεια ύψους 643.000.000 φράγκων που το πραγματικό προϊόν τους έφτασε μόλις τα 463.000.000 φρ. (72,1%). Με αυτά έγινε η απόσβεση του μεγαλύτερου μέρους των εσωτερικών δανείων.
Το 1893 κηρύχθηκε η τρίτη πτώχευση.
Από το 1821 μέχρι το 1893 το σύνολο των εξωτερικών δανείων ήταν ονομαστικού ποσού 770.000.000 φράγκων και καθαρού προϊόντος 531.000.000, ήτοι το 68,9% του αρχικού ποσού.
Β΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1893 – 1922)
Κατά την περίοδο αυτή συνήφθησαν 8 εξωτερικά δάνεια ονομαστικού ποσού 985.200.000 φράγκων και πραγματικού ποσού 915.600.000 φράγκων ήτοι 92,71%. Τα εσωτερικά δάνεια ανέρχονταν σε 2.175.200.000 δρχ. ή 672.600.000 χρυσά φράγκα.
Γ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1922 – 1932)
Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων μέχρι το 1922 χρησιμοποιήθηκε για τις πολεμικές ανάγκες του κράτους.
Το Δεκέμβριο του 1924 συνήφθη το προσφυγικό δάνειο ύψους 12.300.000 λιρών Αγγλίας (ονομαστικό ποσό) με επαχθείς όρους (τιμή έκδοσης 88%, ονομαστικό επιτόκιο 7% και πραγματικό 8,6%).
Το 1925 συνήφθη το δάνειο υδρεύσεως με την αμερικανική εταιρεία Ulen et Co με ονομαστικό ποσό 11.000.000 δολλάρια και τιμή έκδοσης 85%, με ονομαστικό επιτόκιο 8% και διάρκεια απόσβεσης 27 χρόνια. Το πραγματικό επιτόκιο ήταν εξαιρετικά επαχθές: 9,4%. Στις 16 Αυγούστου 1935 το επιτόκιο μειώθηκε στα 4% και έλαβε παράταση απόσβεσης επί 23 έτη.
Το 1925 επίσης συνήφθη το Δάνειο των σιδηροδρόμων ύψους 10.500.000 δολλαρίων, τιμή έκδοσης 92%, ονομαστικό επιτόκιο 8% και πραγματικό 8,69%.
Με το Νομοθετικό Διάταγμα της 23/1/1926 «Περί επιβολής αναγκαστικού δανείου επί του ¼ της αξίας των εν κυκλοφορία τραπεζογραμματίων» επιβάλλεται εσωτερικό δάνειο.
Το 1926 συνήφθη το Σουηδικό δάνειο, το οποίο, κατά τον καθηγητή Δ. Στεφανίδη, απετέλεσε «την μελανωτέραν κηλίδα της δανειακής του κράτους πολιτικής», με την σουηδική εταιρεία «Syenska Tandsticksaktiebologet», με ονομαστικό ποσό 1.000.000 λίρες, τιμή έκδοσης 94% και επιτόκιο 8,5%.
Το 1928 συνήφθη το λεγόμενο «τριμερές» δάνειο 4.100.000 λιρών και 17.000.000 δολλαρίων, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Επίσης, άλλα δύο παραγωγικά δάνεια:το πρώτο, το 1928, 3.360.000 λιρών με τιμή έκδοσης 84% ονομαστικό επιτόκιο 6% και πραγματικό 7,14% και το δεύτερο, το 1931, 3.800.000 λίρες, με τιμή έκδοσης 83,5% ονομαστικό επιτόκιο 6% και πραγματικό 7,18%. Τέλος, το 1929, το Δάνειο Αμερικανικής Κυβέρνησης για την «προσφυγική αποκατάσταση» ονομαστικού = πραγματικού ποσού ύψους 12.200.000 δολλαρίων με επιτόκιο 4%.
Κατά την περίοδο 1922 – 1932 το σύνολο των εξωτερικών δανείων ήταν ονομαστικού κεφαλαίου περίπου 1.015.000.000 χρυσών φράγκων και πραγματικού 884.500.000. Το σύνολο των εσωτερικών δανείων ήταν περίπου 2.209.000.000 δρχ.
Συνεπώς, από το 1821 μέχρι το 1932 των σύνολο του εξωτερικού χρέους ανερχόταν σε 2.883.200.000 χρυσά φράγκα και το σύνολο του εσωτερικού χρέους ανερχόταν σε 12.946.400.000 δρχ.
Στην Εισηγητική έκθεση επί του Προϋπολογισμού 1932-1933, στις 31 Μαρτίου 1932, αναφέρονται τα εξής:
Δάνεια σε ξένο νόμισμα χρυσά φράγκα 1.963.800.000
Δάνεια σε δραχμές » » 396.500.000
Οφειλές προς τράπεζες » » 244.800.000
Κυμαινόμενο χρέος » » 77.700.000
Σιδηροδρομικό χρέος » » 184.400.000
Οφειλές εκ Συμφωνίας
Λωζάννης » » 900.000
ΣΥΝΟΛΟ 2.868.100.000
Για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους το 1932 έπρεπε να διατεθεί ποσό 3.375.000.000 δρχ., σχεδόν το ήμισυ των τακτικών εσόδων του Προϋπολογισμού (για την ακρίβεια το 43%).
Στις 16 Απριλίου 1932 η Κυβέρνηση απέστειλε επιστολή προς τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή για την κατάσταση του χρέους και προέβη σε άρση του κανόνα χρυσού και σε αναγκαστική κυκλοφορία. Όταν Υπουργός Οικονομικών ήταν ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος προχώρησε:1)σε αναστολή των χρεωλυσίων όλων των δανείων κα 2)σε μείωση κατά 25% των τόκων των εσωτερικών δανείων.
Τον Σεπτέμβριο του 1954, η Ελλάδα αναγνωρίζει χρέος περίπου 284.000.000 δολλαρίων και δέχεται να εξοφλήσει το 30% του ονομαστικού κεφαλαίου, δηλ. 87.000.000 δολλάρια με καταβολή τοκοχρεωλυτικής δόσης κατ’ έτος 60.000.000 δρχ. Από το σύνολο του χρέους που αναγνωρίστηκε από την Κυβέρνηση τα 204.000.000 ήταν εξωτερικό χρέος, τα 45.000.000 εσωτερικό χρέος και τα 35.000.000 χρέος προς Κυβερνήσεις. Οι προτάσεις της Ελλάδας απορρίφθηκαν από τους ξένους ομολογιούχους.
Ο καθηγητής Α. Ανδρεάδης τονίζει ότι «η ιστορία του δημοσίου χρέους της Ελλάδας είναι και ιστορία της οικονομικής εξέλιξής της». Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κράτος προσέφυγε συνολικά 37 φορές στη μακροπρόθεσμη δανειακή χρηματοδότηση των εξόδων του. Από αυτά τα 37 δάνεια, τα 17 ήταν εξωτερικά ομολογιακά δάνεια σε δολλάρια, λίρες και άλλα ξένα νομίσματα. Τα υπόλοιπα 20 ήταν σε εσωτερικά δάνεια, σε δραχμές. Στα 1940 τα εσωτερικά δάνεια αποτελούσαν το 23,1% του ονομαστικού συνόλου των δανείων, ενώ τα εξωτερικά το 76,9%. Παρά τις αλλεπάλληλες αποσβέσεις, ποτέ δεν επιτεύχθηκε η ξεχρέωση. Το 1934, τα ποσά που έπρεπε να καταβληθούν για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους είχαν φθάσει σχεδόν στο ύψος των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού, υποχρεώνοντας το κράτος να κηρύξει πτώχευση. Η αναδρομική ρύθμιση του προπολεμικού εξωτερικού χρέους έγινε το 1962. Τότε αναγνωρίστηκε ποσό 250.000.000 δολλαρίων σαν υπαρκτό προπολεμικό χρέος. Η εξυπηρέτηση του χρέους αυτού άρχισε το 1970 και προβλεπόταν ότι η απόσβεσή του θα πραγματοποιείτο γύρω στο 2005.
Από το 1947, δυνάμει του σχεδίου Μάρσαλ, το κράτος έλαβε αμερικανική βοήθεια ύψους περίπου 4.000.000.000 δολλαρίων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λαμβάνονταν δάνεια χωρίς να επιβαρύνονται και με τοκοχρεωλύσια, αλλά από το 1958 άρχισε η εξυπηρέτηση των χρεών. Μέχρι το τέλος του 1972 συνήφθησαν 13 εσωτερικά ομολογιακά δάνεια και πολλά εξωτερικά. Από αυτά αναφέρουμε: 1)Τα 8 δάνεια της Έξπορτ-Ίμπορτ Μπάνκ Οφ Ουάσινγκτον (μέχρι το 1958), με συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο 97.500.000 δολλάρια. 2)Τα 7 δάνεια του Ταμείου Αποκαταστάσεως Συμβουλίου Ευρώπης (το 1959, 1961, 1963, 1964, 1965, 1969), συνολικού ονομαστικού κεφαλαίου 5.500.000 δολλαρίων. 3)Τα δάνεια από ξένα κονσόρτσιουμ, όπως: α)το 1963, από τον Διεθνή Οργανισμό Αναπτύξεως, αρχικού κεφαλαίου 10.000.000 δολλαρίων, β)γαλλικό, 1964, γ)ιταλικό, 1965, δ)βελγικό, 1967, ε)ολλανδικό, 1967, (το ισότιμο σε δραχμές του χρέους αυτού ανερχόταν στις 31/5/1970 σε 858.500.000 δραχμές). 4)Τα δάνεια ξένων τραπεζών, όπως:α)της Μόργκαν, το 1963, με ονομαστικό κεφάλαιο 10.000.000 δολλαρίων, β)της Μπάνκερ Τραστ, το 1964 και το 1968, με ονομαστικό κεφάλαιο 30.000.000 δολλαρίων, γ)της Μανουφακτούρερς, το 1964, με ονομαστικό κεφάλαιο 12.000.000 δολλαρίων, δ)της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το 1965, 1966 και 1967, με αρχικό κεφάλαιο 30.300.000 δολλαρίων, ε) της Μπανκ Οφ Νόβα Σκότια, το 1966 και 1967, με 22.500.000 δολλάρια, στ)της Φερστ Νάσιοναλ Σίτυ Μπανκ, το 1970, με 10.000.000 δολλάρια, και πολλά άλλα.
Συνολικά, το 1973, το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν περίπου 94.000.000.000 δραχμές. Το 1974, το κράτος δανείστηκε 5.300.000.000 δρχ. από το εξωτερικό και 17.000.000.000 δρχ. από το εσωτερικό. Το 1975, δανείστηκε 15.400.000.000 δρχ. από το εξωτερικό και 16.000.000.000 δρχ. από το εσωτερικό. Το 1976, δανείστηκε 1.000.000.000 δρχ. από το εξωτερικό και 35.800.000.000 δρχ. από το εσωτερικό. Το 1977, δανείστηκε 4.700.000.000 δρχ. από το εξωτερικό και 39.200.000.000 δρχ. από το εσωτερικό. Το 1978, δανείστηκε 14.600.000.000 δρχ. από το εξωτερικό και 36.000.000.000 δρχ. από το εσωτερικό. Το 1979, δανείστηκε 20.500.000.000 δρχ. από το εξωτερικό και 41.400.000.000 από το εσωτερικό. Ο εσωτερικός δανεισμός περιλαμβάνει: α)τα δάνεια της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤΕ) και β)τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (τα ομολογιακά δάνεια χρησιμοποιούνταν παλαιότερα, όχι πλέον). Ο εσωτερικός δανεισμός του Δημοσίου ήταν μέχρι το 1979 πάνω από τα 2/3 του συνολικού δημοσίου χρέους και πραγματοποιείτο αποκλειστικά με τη μορφή έκδοσης εντόκων γραμματίων.
Η διαχρονική εξέλιξη του συνολικού δημοσίου χρέους από το 1966 μέχρι το 1978 δείχνει ότι αυξήθηκε ταχύτερα από τους ρυθμούς αύξησης του καθαρού εθνικού εισοδήματος (ΚΕΕ), αλλά κι από τους ρυθμούς των τακτικών φορολογικών εσόδων (ΤΦΕ) του κρατικού προϋπολογισμού, οι οποίοι ήταν υψηλότεροι από τους ρυθμούς του ΚΕΕ. Το 1978 το δημόσιο χρέος έφθασε στο πρωτοφανές για την εποχή ποσό των 328.200.000.000 δρχ., ενώ μέσα σε 5 χρόνια, από το 1973 έως το 1978, αυξήθηκε σχεδόν κατά 3,5 φορές.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ειδικό βάρος δημοσίου χρέους με απόλυτα ποσά σε δις δρχ.
Κατηγορίες | 1966 | 1968 | 1970 | 1972 | 1974 | 1975 | 1976 | 1977 | 1978 |
ΚΕΕ
Δημ. Χρέος |
168,2
32,1 |
194,8
45,4 |
246,6
63,7 |
315,8
87,5 |
485,9
114,1 |
564,9
142,8 |
693,0
172,6 |
804,4
206,7 |
949,8
328,2 |
% επί ΚΕΕ | 19,1 | 23,3 | 25,8 | 27,7 | 23,5 | 25,3 | 24,9 | 25,7 | 34,6 |
ΤΦΕ | 47,0 | 59,5 | 79,5 | 94,0 | 136,9 | 68,4 | 222,2 | 266,1 | 334,3 |
% χρέους
επί ΤΦΕ |
68,3 | 76,3 | 85,5 | 93,1 | 83,3 | 84,8 | 77,7 | 77,7 | 98,2 |
Πηγή: Σ. Μαρή: «Η εξέλιξη βασικών χαρακτηριστικών του προϋπολογισμού τα τελευταία 30 χρόνια». Υλικά Συνεδρίου του ΤΕΕ για την Ανάπτυξη, τομ. Ι, σελ. 141, Αθήνα 1981.
Το 1978, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας το δημόσιο χρέος έφθασε στο ύψος των ΤΦΕ του προϋπολογισμού. Το τακτικό κρατικό ταμείο ήταν άδειο, αφού το κράτος χρωστούσε τόσα όσα εισέπραξε. Η εξέλιξη έκτοτε υπήρξε εντελώς προβληματική γιατί η εξυπηρέτηση των χρεών γινόταν επαχθέστερη, αφού μετά το 1958 τα ποσά εξυπηρέτησης των δανείων αυξάνονταν ολοταχώς. Ο δανεισμός από το εξωτερικό, από το 1974 έως το 1979, ήταν συνολικά 61.500.000.000 δρχ., ενώ ο δανεισμός από το εσωτερικό, κατά το ίδιο διάστημα, έφθασε τα 185.400.000.000 δρχ., δηλαδή ήταν τριπλάσιος από τον εξωτερικό, που όμως αυξανόταν ταχύτερα.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Σχέση εσωτερικού κι εξωτερικού δημοσίου χρέους
1966 | 1968 | 1970 | 1972 | 1974 | 1975 | 1976 | 1977 | 1978 | |
1.Εσωτ. δημ.χρέος
2.Εξωτ. δημ. χρέος |
19,7
12,4 |
29,9
15,5 |
43,9
19,8 |
61,7
25,8 |
79,2
34,9 |
95,7
47,1 |
127,7
44,9 |
162,9
43,8 |
277,4
50,8 |
Σύνολο | 32,1 | 45,4 | 63,7 | 87,5 | 114,1 | 142,8 | 172,6 | 206,7 | 328,2 |
Ποσοστά του 2 επί συνόλου | 38,6 | 34,1 | 31,1 | 29,5 | 30,6 | 33,0 | 26,0 | 21,2 | 15,5 |
Πηγή: Όπως πίνακας Ι
Ως εσωτερικό χρέος λογαριάζονται τα ομολογιακά δάνεια του κράτους, καθώς και το κυμαινόμενο χρέος σε δραχμές (ουσιαστικά έκδοση εντόκων γραμματίων). Ως εξωτερικό χρέος θεωρούνται: α)τα δάνεια και οφειλές σε ξένο συνάλλαγμα και σε χρυσό, β)δάνεια εκφρασμένα σε συνάλλαγμα, και γ)εξωτερικά δάνεια εκφρασμένα σε δραχμές. Τα τελευταία είναι δάνεια που συνάπτει στο εξωτερικό η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία δραχμοποιεί τα ξένα δανεικά, ώστε να φαίνεται ότι πρόκειται για συναλλαγή μεταξύ ΤΕ και δημοσίου, αλλά στην ουσία αποτελούν εξωτερικά δάνεια ετησίου ύψους 500-600 εκατομμυρίων δραχμών. Μέχρι το 1975 το ποσοστό του εξωτερικού χρέους επί του συνολικού χρέους κυμαινόταν γύρω στο 1/3. Από το 1976 έως το 1978 έπεσε κάτω από το 1/5, αν και αυξανόταν σε απόλυτα μεγέθη. Αυτή η πτώση οφειλόταν στο γεγονός της τεράστιας αύξησης του εσωτερικού δανεισμού με την έκδοση εντόκων γραμματίων από το 1975 και εντεύθεν, τα οποία από το 1976 έως το 1979 διαμορφώθηκαν στο ποσό των 36-40 δις δραχμών ετησίως. Τα προηγούμενα χρόνια τα επίπεδα εσωτερικού δανεισμού ήταν ασυγκρίτως χαμηλότερα: 3 δις το 1969, 3,4 δις το 1970, 4,4 δις το 1971, 7,5 δις το 1972, 14 δις το 1974. Ακόμη και τα ομολογιακά δάνεια που πραγματοποιούνταν πριν από το 1974 δεν ξεπερνούσαν τα 2-3 δις δρχ. το χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά η σχέση του εξωτερικού προς το εσωτερικό δημόσιο χρέος ήταν ήδη υπέρμετρη συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η αντίστοιχη αναλογία ήταν της τάξεως του 1:20 ή 1:10. Ας προσθέσουμε ακόμη ότι υπήρχε και το εξωτερικό χρέος των δημοσίων επιχειρήσεων που δεν περιλαμβανόταν στο δημόσιο χρέος του κράτους, αλλά στους ξεχωριστούς προϋπολογισμούς αυτών των επιχειρήσεων, για τους οποίους δεν έχουμε συνολικά στοιχεία, μπορούμε όμως να εικάσουμε ότι η εξωτερική τους χρέωση πρέπει να ήταν σεβαστό ποσό, αφού η ΔΕΗ, επί παραδείγματι, μόνο μέσα στο 1972 άντλησε από τη διεθνή κεφαλαιαγορά (με την εγγύηση του κράτους) 95.000.000 δολλάρια (τα 20 από αυτά με τη μορφή ομολογιακού δανείου, πράγμα που είχε να συμβεί από το 1932). Επίσης, εκτός του δημοσίου υπάρχει και το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος, το οποίο το 1966 είχε φθάσει στο ύψος των 19.500.000.000 δρχ., μη συμπεριλαμβανομένου του εξωτερικού χρέους του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Το 1966, υπήρχε 12.400.000.000 δημόσιο εξωτερικό χρέος και το συνολικό χρέος της χώρας ήταν 31.800.000.000 δρχ. Το 1972 το συνολικό εξωτερικό χρέος της χώρας ήταν 66.000.000.000 δρχ. Από αυτά τα 25.800.000.000 δρχ. ήταν δημόσιο και τα 40.900.000.000 δρχ. ιδιωτικό. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος είναι σημαντικότερο από την άποψη της επιβάρυνσης της οικονομίας, γιατί γενικά είναι μακροπρόθεσμο και συνάπτεται με όρους χειρότερους από του ιδιωτικού.
Γύρω στα 1981, το δημόσιο και ιδιωτικό εξωτερικό χρέος της χώρας έφθανε, κατά μέσο όρο, σχεδόν το ¼ του καθαρού εθνικού εισοδήματος, δηλ. σε κάθε 100 δρχ. εθνικού εισοδήματος οι 20 ήταν χρέος στους ξένους. Η μεγάλη εξωτερική χρέωση του ελληνικού κράτους δεν είναι κάτι πρωτοφανές: προπολεμικά από τα 9.800.000.000 δρχ. δημοσίου χρέους, τα 5.800.000.000 δρχ. ήταν εξωτερικό χρέος. Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους είναι επαχθέστερη, γιατί απαιτεί αυξανόμενα ποσά για τοκοχρεωλύσια και ένα αυξανόμενο μέρος των νέων δανείων πρέπει να διατίθεται για τοκοχρεωλύσια των προηγουμένων. Το 1957, τα τοκοχρεωλύσια του δημοσίου χρέους έφθαναν μόνο τα 5% περίπου των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού. Το 1965, το ποσοστό αυτό ανέβηκε στα 7,1%. Το 1972, έφθασε τα 12,3%, περίπου 3.200.000.000 δρχ. ή 106.000.000 δολλάρια. Το 1981, καταβλήθηκαν για τον ίδιο σκοπό περίπου 28.000.000.000 δρχ. ή 450.000.000 δολλάρια, δηλ. ποσά ίσα με 20% περίπου του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο ανήλθε στα 135.000.000.000 δρχ. Για κάθε 100 δρχ. που θα έλειπαν από τον προϋπολογισμό το κράτος έπρεπε να βρει 120 δρχ. δανεικά για να καλύψει τις ανάγκες του και να εξυπηρετήσει τα χρέη του.
Στα 1960 το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (Α.Ε.Π) ήταν 19,28% και το 1978 έφθασε το 24,40%. Το ΑΕΠ το 1960 ήταν σε τρέχουσες τιμές 107.116.000.000 δρχ. και σε σταθερές τιμές 1970 ήταν 129.201.000.000 δρχ. Το 1978, το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές ήταν 1.182.300.000.000 δρχ. και σε σταθερές τιμές 1970 ήταν 392.250.000.000 δρχ. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος, το 1960, ήταν 0,21% του ΑΕΠ, και το 1978 έφθασε στο 5,30% του ΑΕΠ. Από το 1966 έως το 1976, το εξωτερικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 11,2 φορές, ενώ για το διάστημα από 1966 έως 1978, τα δάνεια και οι οφειλές σε ξένο νόμισμα και χρυσό αυξάνονταν, κατά μέσο όρο, 12,4% ετησίως.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Δάνεια εσωτερικού και εξωτερικού 1960-1977(τρέχ. τιμές)
Έτη | Δάνεια εσωτερικού (δρχ.) | Δάνεια εξωτερικού (δρχ.) |
1960
1961 1962 1963 1964 1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975 1976 1977 |
995.000.000
1.130.000.000 2.074.000.000 2.100.000.000 1.800.000.000 1.900.000.000 2.100.000.000 4.400.000.000 4.300.000.000 5.000.000.000 5.600.000.000 8.955.000.000 12.585.300.000 7.603.900.000 17.041.200.000 16.019.000.000 35.841.000.000 39.232.000.000 |
810.400.000
1.175.800.000 540.700.000 58.200.000 1.429.100.000 1.806.400.000 1.465.700.000 235.200.000 1.883.300.000 2.137.200.000 2.729.200.000 2.703.300.000 3.201.600.000 8.591.200.000 5.184.000.000 43.973.000.000 992.000.000 4.680.000.000 |
Πηγές: 1)Στατιστική Δημοσίων Οικονομικών 1975.
2)Μηνιαίο στατιστικό δελτίο της Τ.Ε. Ιούνιος 1979.
ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Δημόσιο χρέος της Ελλάδας 1966-1977 (εκατ.δρχ. τρεχ.τιμές)
Έτη | Σύνολο
δημοσίου χρέους |
Εσωτερικό
χρέος |
Εξωτερικό
χρέος |
Α.Ε.Π. | Σύνολο
χρέους ως % Α.Ε.Π. |
Εξωτερικό
Χρέος ως % Α.Ε.Π. |
1966 | 32074,1 | 19666,0 | 11633,0 | 166354 | 19,28 | 7,00 |
1967 | 38702,9 | 25202,0 | 13262,0 | 180144 | 21,48 | 7,36 |
1968 | 45365,9 | 30430,6 | 14691,6 | 192750 | 23,53 | 7,62 |
1969 | 56721,5 | 39540,5 | 16396,9 | 215853 | 26,27 | 7,59 |
1970 | 63712,9 | 43914,3 | 18728,0 | 239586 | 26,59 | 7,81 |
1971 | 71420,4 | 50109,9 | 20239,2 | 286148 | 24,96 | 7,07 |
1972 | 87523,6 | 61699,2 | 24734,9 | 326883 | 26,77 | 7,56 |
1973 | 94086,3 | 66726,1 | 26270,0 | 423065 | 22,24 | 6,20 |
1974 | 114113,9 | 79192,6 | 33840,0 | 517203 | 22,06 | 6,54 |
1975 | 142792,8 | 95720,3 | 45990,5 | 597200 | 23,91 | 7,70 |
1976 | 172635,9 | 127746,9 | 43806,8 | 727240 | 23,70 | 6,02 |
1977 | 206674,5 | 162841,4 | 42783,4 | 846492 | 24,40 | 5,06 |
Πηγές: 1)Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος 1971, 1975, 1976, 1977, 1978.
(Σημείωση Δ. Μ.: Δεν περιέλαβα δάνεια και οφειλές σε χρυσό στο εξωτερικό χρέος, όπως θα έπρεπε, γιατί δεν αλλοιώνει τη συνολική στατιστική εικόνα σημαντικά).
Η καθηγήτρια Μαρία Νεγρεπόντη Δελιβάνη έγραφε ήδη στα 1981 ότι «η μόνη λύση για να συνεχισθεί η ουτοπία του υψηλού βιοτικού επιπέδου είναι η ολοένα συχνότερη και θλιβερότερη εμφάνιση της Ελλάδας ως ικέτιδας στις χρηματαγορές της Ευρώπης· όμως, και στο δανεισμό υπάρχουν όρια και άρχισαν κι αυτά, να πλησιάζονται όλο και πιο αισθητά στο δούναι-λαβείν της Ελλάδας». Αν και το 1973, το συνολικό κρατικό χρέος ήταν 22% του ΑΕΠ, με πραγματικό ετήσιο έλλειμμα 3,8% του ΑΕΠ, μέχρι το 1975 τα τρέχοντα έσοδα του κράτους ήταν μεγαλύτερα από τις τρέχουσες δαπάνες, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα αποταμίευσης για το Δημόσιο Ταμείο. Μετά το 1975, τα ελλείμματα ξέφυγαν από τον έλεγχο: από το 1976-1980 ήταν, κατά μέσο όρο, 5,8% του ΑΕΠ, το 1981, που ήταν εκλογική χρονιά το έλλειμμα έφθασε το 14,8% του ΑΕΠ (με το συνολικό δημόσιο χρέος να έχει φθάσει το 36% του ΑΕΠ), και έκτοτε παρέμεινε σ’ αυτό το ύψος, αφού στην περίοδο 1982-1993, το έλλειμμα ήταν, κατά μέσο όρο, 14,7% του ΑΕΠ. Το 1978, ο εσωτερικός δανεισμός ήταν 72.300.000.000 δρχ. και ο εξωτερικός 24.900.000.000 δρχ., ενώ οι δαπάνες για χρεωλύσια του δημοσίου χρέους ήταν 16.700.000.000 δρχ. Το 1979, το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν 540.100.000.000 δρχ., το εξωτερικό χρέος ήταν 13% του ΑΕΠ, ο εξωτερικός δανεισμός ήταν 33.200.000.000 δρχ., ο εσωτερικός 99.600.000.000 δρχ., οι δαπάνες για χρεωλύσια του δημοσίου χρέους ήταν 20.200.000.000 δρχ. και το έλλειμμα ήταν 9% του ΑΕΠ, ενώ οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του συνολικού δημοσίου χρέους έφθασαν τα 64.700.000.000 δρχ.
Το 1981, το εξωτερικό χρέος της Κεντρικής Διοίκησης έφθασε στα 163.000.000.000 δρχ. (7% του ΑΕΠ), ενώ οι τόκοι εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους έφτασαν τα 702.000.000 δολλάρια και το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν 27% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα του δημοσίου τομέα ήταν 9,9% του ΑΕΠ. Το 1983, μόνο για πληρωμή χρεωλυσίων κατεβλήθησαν 525.000.000 δολλάρια. Η μεγάλη διεύρυνση του εξωτερικού χρέους οδήγησε, στα 1988, να φθάσει ήδη στα 15.000.000.000 δολλάρια, όταν η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση σε ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με το European Management Forum, που προσδιορίζει την ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας χρησιμοποιώντας 340 κριτήρια.
Το εξωτερικό χρέος, το 1986, ανήλθε στο 43% του ΑΕΠ, δηλ. εξαπλασιάστηκε μέσα σε μία εξαετία. Γενικά, υπήρξε σαφής επιδείνωση των εξωτερικών δανειακών σχέσεων της χώρας από το 1983 και εντεύθεν. Το χειρότερο ήταν ότι πλέον ο εξωτερικός δανεισμός πραγματοποιείτο για την κάλυψη κυρίως των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού. Σημαντικά δάνεια καθώς και έκτακτες δανειοδοτικές συνδρομές (το 1985 και το 1991) αντλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ), και τούτο παρά το γεγονός ότι οι καθαρές αναλήψεις κοινοτικών πόρων στο διάστημα 1981-1196 έφθασαν τα 34.750.300.000 ECU (1 ECU =91,043 δρχ.).
Στη δεκαετία του 1990, το 25% του συνολικού δημοσίου χρέους ήταν εξωτερικό, αλλά το εσωτερικό χρέος ήταν κατά μείζονα λόγο βραχυπρόθεσμο (ομόλογα του Δημοσίου). Οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση των τόκων του δημοσίου χρέους ανέρχονταν στο 50% των τρεχόντων εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού και εκείνες για την εξυπηρέτηση των χρεωλυσίων στο 40% των τρεχόντων εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού, τουτέστιν, σχεδόν το σύνολο των τακτικών εσόδων του κράτους (90%) προοριζόταν για την εξυπηρέτηση του χρέους και μόνον αυτού. Το 1990, το έλλειμμα του δημοσίου τομέα ήταν 18,6% του ΑΕΠ. Το 1993, το έλλειμμα του δημοσίου τομέα ήταν 15,5% του ΑΕΠ (μέσος όρος Ε.Ε. 6,4%) και το συνολικό δημόσιο χρέος είχε φθάσει το 124% του ΑΕΠ. Το 1995, το εξωτερικό χρέος της Κεντρικής Διοίκησης ήταν 5.700.000.000.000 δρχ. ή το 22% του ΑΕΠ. Το 1996, η χώρα πλήρωσε για χρεωλύσια 6.195.000.000 δολλάρια και για τόκους εξωτερικού χρέους 2.193.000.000 δολλάρια. Το 1997, το συνολικό κρατικό χρέος ήταν πάνω από το 120% του ΑΕΠ, ενώ αν περιληφθούν και τα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων ανερχόταν σε πάνω από το 150% του ΑΕΠ. Το 2004, το εξωτερικό χρέος της Κεντρικής Διοίκησης έφθασε τα 25.000.000.000 ευρώ και οι τόκοι εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους ήταν 6.999.000.000 δολλάρια. Το 2007, το συνολικό δημόσιο χρέος έπεσε κάτω του 100% του ΑΕΠ με τη βοήθεια της κατά 10% αναπροσαρμογής του ΑΕΠ.
Σήμερα, η Ελλάδα αποτελεί το 2,5% περίπου της οικονομίας της Ε.Ε. και το 0,5% της παγκόσμιας οικονομίας. Το παγκόσμιο ΑΕΠ του 2010 εκτιμάται 60.000.000.000.000 δολλάρια. Το κρατικό χρέος της Ελλάδας ισοδυναμεί με το 1,22% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Το συνολικό χρέος της Ελλάδας, πριν από τη μερική διαγραφή που υπέστησαν οι ιδιώτες ομολογιούχοι, οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μέσω του P.S.I. ύψους 106 δις. ευρώ, συνίστατο από το ιδιωτικό χρέος, ύψους 235.000.000.000 ευρώ, και το δημόσιο χρέος, ύψους 360.000.000.000 ευρώ. Το συνολικό χρέος είναι το 265% του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό εξωτερικό χρέος είναι 400.000.000.000 ευρώ, ήτοι το 252% του ΑΕΠ (το οποίο υπολογίζεται περίπου στα 200.000.000.000 ευρώ), άρα το κατά κεφαλήν εξωτερικό χρέος είναι 38.073 ευρώ.
Οι χώρες στις οποίες κυρίως χρωστάει η Ελλάδα είναι: α)Η.Π.Α., 6,2 δις ευρώ, β)Γαλλία, 41,4 δις ευρώ, γ)Πορτογαλία, 7,5 δις ευρώ, δ)Ιταλία, 2,8 δις ευρώ, ε)Γερμανία, 15,9 δις ευρώ, στ)Αγγλία, 9,4 δις ευρώ, καθώς και σε πολλούς άλλους μικρότερης εμβέλειας. Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Ευ. Βενιζέλο, το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους του κράτους είναι πλέον διακρατικό (μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. και Δ.Ν.Τ.) και πολύ λιγότερο ανήκει σε ιδιώτες πιστωτές, μετά το PSI η χώρα πήρε 150.000.000.000 ευρώ και 122.000.000.000 ευρώ για τις τράπεζες, ενώ η συνολική έκθεση των ευρωπαίων εταίρων υπερβαίνει σε πραγματικούς οικονομικούς όρους τα 300.000.000.000 ευρώ και σε επίπεδο συμβάσεων μπορεί να ξεπερνά τα 500.000.000.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με άρθρο στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» του Χανς Βέρνερ Ζιν, προέδρου του Γερμανικού Ινστιτούτου Μελετών Ifo και διευθυντή του Κέντρου Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, η συνολική δανειοδότηση που έχει ήδη δοθεί προς την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων:α)των δανειακών συμβάσεων, β)της χορήγησης ρευστότητας, γ)της αγοράς ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δ)του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, ανέρχεται στο ποσό των 479.000.000.000 ευρώ. Ειδικότερα, α)οι δύο δανειακές συμβάσεις του 2010 και 2011 είναι συνολικού ύψους 240.000.000.000 ευρώ, β)η ρευστότητα που έχει χορηγήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με μορφή δανείων, υπολογίζεται σε 125.000.000.000 ευρώ και γ)η αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ύψους 40.000.000.000 ευρώ. Συγκρινόμενο με την, κατά μέγα μέρος δωρεάν, αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα, δυνάμει του σχεδίου Μάρσαλ, της περιόδου 1947-1952, η οποία είχε φθάσει τα 4.000.000.000 δολλάρια, η σημερινή χρηματοδότηση της Ελλάδας αντιστοιχεί, τηρουμένων των αναλογιών, δηλ. ότι πρόκειται για δάνεια και όχι για βοήθεια, σε 115 σχέδια Μάρσαλ, τα 29 εκ των οποίων τα έλαβε από τη Γερμανία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου, λήμμα: χρέος.
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, έκδοση 2007, τόμος 55, Ελλάδα, το παρελθόν και το παρόν του ελληνισμού, ενότητα Οικονομία.
- Γιάννη Σαμαρά, Κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα, Έκτη Έκδοση ξαναδουλεμένη, συμπληρωμένη, εκσυγχρονισμένη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986.
- Μαρία Νεγρεπόντη Δελιβάνη, Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας. Προβλήματα-Επιλογές, (με την συνεργασία της Βάσως Πορταρίτου), Β΄ Έκδοση Εκσυγχρονισμένη-Ενισχυμένη-Βελτιωμένη, Εκδόσεις Παπαζήση, 1981.
- Οικονομικός Ταχυδρόμος, 60 χρόνια που άλλαξαν τον κόσμο, Ειδικό Αφιέρωμα 276 σελίδες, Φ. 9 (1765), 3 Μαρτίου 1988.
- Περιοδικό CRASH, τεύχος 10, Ιανουάριος 2012, «Ο Τιτανικός του ευρωπαϊκού χρέους», επιμέλεια Δημ. Κωνσταντάρας.
- Πρακτικά της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, της 13ης Μαΐου 2012.
- Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 14ης Ιουνίου 2012, ρεπορτάζ της Ειρήνης Χρυσολωρά: «ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Σε 479 δις υπολογίζουν τη χρηματοδότηση της Ελλάδας».