Ομιλία της φιλολόγου Ελένης Μαρσέλλου σήμερα στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου
Η 14η Σεπτεμβρίου είναι ημέρα μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Σύλλογος Μικρασιατών Προσφύγων Αιτωλοακαρνανίας διοργάνωσε και φέτος Εκδηλώσεις Μνήμης για τα 92 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και σήμερα στον Ι.Ν. Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση. Ομιλία εκφώνησε η φιλόλογος Ελένη Μαρσέλλου. Έχει ως εξής:
ΜΝΗΜΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ
ΑΓ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 14 Σεπτεμβρίου 2014
Ομιλία της φιλολόγου Ελένης Μαρσέλλου
14 Σεπτεμβρίου σήμερα, ημέρα εθνικής μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 από το τουρκικό κράτος. 92 χρόνια μετά.
Τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που ξεκίνησε το Μάιο του 1919 με μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες, αποτέλεσαν τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τους Τούρκους, καθώς και της πυρπόλησης της πόλης, που συνέβησαν το Σεπτέμβριο του 1922.
Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη. Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούνταν από τους Τούρκους. Βάσει οργανωμένου σχεδίου, σύμφωνα με μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων, Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια με βενζίνη και με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία), η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία. Από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 με το νέο ημερολόγιο (31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο).
Σε ένα χρονικό των ημερών αυτών καταθέτει τη μαρτυρία της μία 20χρονη μικρασιάτισσα της Σμύρνης:
«Ήταν ημέρα Σάββατο, αποφράς ημέρα. Στας 11 π.μ. ακριβώς, της 27ης Αυγούστου του έτους 1922 ότε οι Τούρκοι κατέλαβον το γοητευτικόν μας προάστιον της Σμύρνης – Καραντίνα (Καλλιθέα).
Ημέρα τρόμου, φρίκης, απελπισίας. Πυροβολισμοί διαρκείς ηκούοντο και ένα Τουρκικόν απόσπασμα εστάθμευσε ακριβώς εμπρός στο σπίτι μας.
Η μία ημέρα διεδέχετο την άλλην με πλέον τραγικά γεγονότα. Οι φόβοι οσημέραι ηύξανον, τους οποίους άλλωστε καθαρώς εμαρτύρουν τα κατάχλωμα και διαφανή πρόσωπα όλων των ομογενών. Κατεσπαρασσόμεθα επί τη θέα των ενθουσιωδών εκδηλώσεων των Τούρκων, των στρατιωτικών παρελάσεων και των θερμών υποδοχών υπό των νεαρών οθωμανίδων αφ΄ ενός, αφ΄ ετέρου δε, επί τη θέα των συνεχών παρελάσεων των αιχμαλώτων ομογενών σχεδόν γυμνών τους οποίους μετέφερον πεζή από το Τσιφλίκι του Αγίου Γεωργίου, Βουρλά, Γκιουλ Μπαξέ και λοιπά χωριά της Ερυθραίας.
Την Τετάρτην, ημέραν 31ην μηνός Αυγούστου, ως να μη ήτο η καταστροφή αύτη αρκετή, φλόγες φωτιάς ανεφάνησαν προς την συνοικίαν Αρμενιάς, αίτινες μέχρι το εσπέρας της ιδίας ημέρας είχον περικυκλώσει ολόκληρον την πόλιν ή μάλλον όλας τας χριστιανικάς συνοικίας, ώστε όλος ο χριστιανικός κόσμος ηναγκάσθη να εγκαταλείψη έκαστος με την σειράν του το σπίτι του, ζητών σωτηρία προς την προκυμαία, όπου όλος ο κόσμος, κάτοικοι της Σμύρνης και πρόσφυγες του εσωτερικού είχον συγκεντρωθή ή μάλλον σφηνωθή εκεί. Αλλ΄ η φωτιά τους ηκολούθη και αι φλόγες εξέπεμπον ολόκληρα ξύλα καιόμενα επί του πλήθους, το οποίον μετά δυσκολίας εύρισκε έξοδον σωτηρίας, άλλοι μεν προς την Αγίαν Τριάδα, Μπαϊρακλή, άλλοι εις τας εκεί ηγκυροβολημένας μαούνας και βάρκας, πολλαί των οποίων εβυθίσθησαν υπό το βάρος των, άλλοι προς το Διοικητήριον καταφεύγοντες εις τα Προάστια Καρατάση, Καραντίνα κλπ.»
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ήταν το αποτέλεσμα της επιθετικής Κεμαλικής πολιτικής, των συμφερόντων των συμμάχων και της λανθασμένης ελληνικής πολιτικής, απόρροιας του Διχασμού.
Οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να επιλύσουν το εθνικό πρόβλημα με την εξόντωση και τον αποκλεισμό των πολυάνθρωπων χριστιανικών κοινοτήτων και τη βίαιη μετατροπή των πολυεθνοτικών μουσουλμανικών πληθυσμών σε εθνικά Τούρκους.
Ορόσημο αυτής της πολιτικής αποτελεί το στρατιωτικό πραξικόπημα των Νεότουρκων εθνικιστών το 1908. Ήδη, πριν ακόμα από την έναρξη του Πολέμου, οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει την υλοποίηση του προγράμματος εθνικών εκκαθαρίσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη και την Ιωνία. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, η οποία βιώνει έναν μεγάλης έκτασης εσωτερικό διχασμό.
Τις εξελίξεις θα επηρεάσει καθοριστικά ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα εκφράσει τον επιθετικό τουρκικό εθνικισμό.
Το Μάιο του 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου με την υποστήριξη των συμμάχων διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία ως εγγυήτρια δύναμη για την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης. Παράλληλα στόχος ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας (ειδικά της ζώνης της Σμύρνης), όπου το ελληνικό στοιχείο ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα. Μετά από 5 χρόνια με δημοψήφισμα θα αποφασιζόταν σε ποια χώρα θα περνούσε η περιοχή της Σμύρνης. Στα πλαίσια αυτά ο Βενιζέλος προσπαθεί να προσελκύσει περισσότερους Έλληνες στην περιοχή και συγχρόνως φροντίζει για τη θωράκισή της περιμετρικά, ώστε να προστατευθούν οι κάτοικοι.
Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, η «εύθραυστη» συνθήκη, που θεωρήθηκε διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, χωρίς αντίκρυσμα όμως, αφού οι ίδιες οι δυνάμεις που υπέγραψαν δεν την επικύρωσαν επίσημα.
Τρεις μήνες μετά, με τις εκλογές του Νοεμβρίου ανατρέπεται η κυβέρνηση Βενιζέλου.
Η δε ελληνική μοναρχική παράταξη με αντιπολεμική προπαγάνδα μαζί με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος και με το σύνθημα της αποχώρησης του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία κέρδισε τις εκλογές. Ως κυβέρνηση πλέον, όχι μόνο δε θα σταματήσει τον πόλεμο, αλλά θα οδηγήσει το στρατό πέρα από την Αλμυρά Έρημο. Η αντικατάσταση με την αλλαγή της κυβέρνησης των βενιζελικών αξιωματικών του στρατού, από άκαπνους και άπειρους αξιωματικούς φιλοβασιλικούς, οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.
Σημειωτέον ότι δεν υπήρχε πλέον καμιά μέριμνα για οργάνωση του μετώπου περιμετρικά της Σμύρνης.
Οι σπασμωδικές αυτές ενέργειες θα υπονομεύσουν το μικρασιατικό εγχείρημα.
Παράλληλα η άνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο και η αλλαγή των διεθνών συνθηκών με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία θα αναπροσδιορίσει τη στάση των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα, αφήνοντάς την απομονωμένη και χωρίς βοήθεια.
Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Αφού επέτυχαν τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή και συντριβή μέρους αυτών, ο κεμαλικός τουρκικός στρατός ανάγκασε τον υπόλοιπο ελληνικό σε άτακτη υποχώρηση. Τον Ιούλιο του 1922 η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με την προοπτική αυτή νομοθέτησε την απαγόρευση της εκκένωσης της περιοχής από τον άμαχο πληθυσμό. Ετσι όμως παρέδιδε μοιραία τους Ελληνες της Ιωνίας στα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ. Κάτι που έκανε και λίγο αργότερα, μετά τη νίκη των κεμαλικών, όταν διέταζε τον διαλυμένο ελληνικό στρατό να επιβιβαστεί στα πλοία για να αναχωρήσει και να επιστρέψει στην πατρίδα, δίνοντας εντολή στον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη να απαγορεύσει την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού «για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα».
Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Μ.Ασία και ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα και η ανταλλαγή πληθυσμών.
Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους.
Μετά από 3 χιλιετίες έντονης παρουσίας, ο Ελληνισμός εκτοπίστηκε βίαια από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Εφτακόσιες χιλιάδες νεκροί, ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες και χιλιάδες οι όμηροι, που ωθήθηκαν προς το εσωτερικό της Τουρκίας, οι περισσότεροι χωρίς επιστροφή.
Απόσπασμα συνέντευξης
«Τα γυναικόπαιδα τα εξορίσανε, η γιαγιά μου, η μητέρα μου και η πρώτη νύφη, την οποία είχα, ακολούθησαν το δρόμο της εξορίας. Εξορίσανε όλο τον πληθυσμό της περιοχής εκείνης και δεν τους πήγανε βέβαια από μέρη, από χωριά, από πόλεις για να ΄χουν τροφές, ζεστασά και μες στη καρδιά του χειμώνα τους πήγαιναν απάνω στα ψηλότερα βουνά, … και, μόλις φτάνανε στο μέσον του βουνού, χιόνια καταή, κρύο και παγωνιά.. Το πρωί …οι μισοί ήτανε κοκαλωμένοι, πεθαμένοι. Τους άφηναν τους νεκρούς εκεί και τους έτρωγαν τα κοράκια».
Μονόδρομος η προσφυγιά στη μητέρα Ελλάδα. Ενάμισυ περίπου εκατομμύριο πρόσφυγες ήρθαν με τα καράβια από τις Μικρασιατικές ακτές, αφήνοντας πίσω νεκρούς και αγνοούμενους, περιουσίες και προσπάθησαν να ξεκινήσουν από το μηδέν στα μέρη που κατέληξαν να εγκατασταθούν.
Μία Μικρασιάτισσα 2ης γενιάς αφηγείται: «Η μαμά μου ήταν από το Σεβδίκιοϊ, ένα προάστιο της Σμύρνης και ο μπαμπάς μου ήταν από το Οδεμήσιον. Ήρθανε μικρά παιδιά από κει. Τους έφεραν οι γονείς τους. Το πώς γλιτώσανε είναι θαύμα, γιατί τους είχε βάλει, λέει, ο μπαμπάς τους στην προκυμαία της Σμύρνης και τους είπε, αν πλησιάσει Τούρκος – και τα παίρναν τότε οι Τούρκοι τα κορίτσια και τα βιάζανε και άλλες βιαιοπραγίες – θα πέστε όλες μες στη θάλασσα να πνιγείτε. Και κατόρθωσαν και ήρθαν».
Τιτάνιο το έργο απορρόφησης ενός τόσου μεγάλου αριθμού προσφύγων στην Ελλάδα των 4,5 εκατομμυρίων κατοίκων με την καταρρακωμένη οικονομία, που θα έπρεπε να λύσει τα προβλήματα στέγασής τους, επισιτισμού και εξεύρεσης τρόπων βιοπορισμού και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την οικονομική τους αφομοίωση και την ένταξή τους στην κοινωνία.
Οι πρόσφυγες ήρθαν κατά κύματα. Άρχισαν να έρχονται με τους πρώτους διωγμούς των Νεοτούρκων και άλλοι ήρθαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή και με την ανταλλαγή. Τα πλοία τους άφηναν σε διάφορα λιμάνια της χώρας. Στο Αγρίνιο οι περισσότεροι ήρθαν κατόπιν πληροφοριών για τις καλλιέργειες και το εμπόριο καπνού. Άλλοι ήρθαν αμέσως από το λιμάνι αποβίβασής τους και άλλοι μπορεί να έμειναν κάποιο διάστημα, ακόμη και χρόνια αλλού και μετά επέλεξαν το Αγρίνιο, από πληροφορίες που πήραν από τους συντοπίτες τους είτε αναζητώντας συγγενείς τους.
Από τα Αλάτσατα Σμύρνης, τα Λίγδα Σμύρνης, την Καππαδοκία, Καισάρεια, Νικομήδεια, Σπάρτη Μικράς Ασίας, Μπάφρα Πόντου.
Όπως έλεγε μία Μικρασιάτισσα στο Αγρίνιο: «Γεννήθηκα στη Μικρασία, στην πόλη Νικομήδεια. Μέσα εκεί ένιωσαμε τον πόλεμο τον μεγάλο και τον τρανόν».
Ένας Μικρασιάτης 2ης γενιάς επίσης:
«Οι δικοί μου ήρθαν από την Σπάρτη της Μικράς Ασίας, που είναι μια κωμόπολις λίγο πιο έξω από την Άγκυρα, κατά τα λεγόμενα των γονιών μου».
Για την άφιξη προσφύγων στο Αγρίνιο σε εφημερίδα της εποχής:
«ΑΓΡΙΝΙΟΝ, 23 Σεπτεμβρίου (Ταχυδρ. Του ανταποκριτού μας). – Από σήμερον δημιουργείται στην πόλι μας μια νέα κατάστασις. Από χθες το εσπέρας ο σιδηρόδρομος μεταφέρει τα θύματα της Μικρασιατικής εκστρατείας. Μέχρι της στιγμής δε συνεκεντρώθησαν ενταύθα περί τας 3.000 γυναικόπαιδα στην πιο αθλία κατάστασι και υπάρχουν πληροφορίαι ότι ο αριθμός των ενταύθα αφιχθησομένων προσφύγων θα φθάση τας 10.000…».
Οι πρόσφυγες αρχικά οδηγήθηκαν σε σχολεία και εκκλησίες της πόλης ως προσωρινή λύση, που όμως διήρκεσε από έξι μήνες έως και πάνω από χρόνο κατά περίπτωση, όπως είναι καταγεγραμμένο στα αρχεία τους .
Την παιδική του ανάμνηση από την επίδραση του ερχομού των προσφύγων στη ζωή του, καθώς το σχολείο του, το 1ο Δημοτικό, παραχωρήθηκε για τη στέγασή τους, οι δε μαθητές έκαναν μάθημα στο γυναικωνίτη του Αγίου Δημητρίου, μεταφέρει λογοτεχνικά ο Δ. Γιάκος:
«Με τη συμφορά του Εικοσιδύο πρωτανταμωθήκαμε δευτερόχρονοι – μπορεί και τριτόχρονοι – του Δημοτικού, στο γυναικωνίτη ψηλά μιας εκκλησιάς της πατρίδας, στον Αι-Δημήτρη του Βραχωριού …. Ψηλά, λοιπόν, στο γυναικωνίτη, εκεί μας είχε μαζέψει ο Δάσκαλος, καμιά τριανταριά παιδαρέλια, για να συνεχίσουμε τα μαθήματά μας. Το πραγματικό μας σχολειό, το χτίριο εννοώ, δεν ήταν τώρα δικό μας. Όταν σχολούσαμε, τριγυρίζαμε παραξενεμένοι απέξω από το προαύλιο και κοιτάζαμε τον καπνό να τυλίγει τις αίθουσες, να ξεχύνεται από τα παράθυρα και από τις πόρτες, ακόμα κι από την αυλή, και ν΄ ανεβαίνει τ΄ αψήλου, στο γκρίζο, χινοπωριάτικο ουρανό, καπνός αναθρώσκων για την επαρχιώτικη, σκολειαρούδικην ακόμα, τότε, ψυχή μας. Ανέθρωσκε από τη φωτιά κι από τα τσουκάλια, που ήταν στημένα στις αίθουσες και στην αυλή του σχολειού μας και πάσκιζαν να χορτάσουν την πείνα και να ζεστάνουν τη γύμνια των νέων ενοίκων, των ζωντανών ακόμα θυμάτων της Συμφοράς».
Μεγάλο το κουράγιο και η προσπάθεια να φτιάξουν τη ζωή τους στον νέο τόπο οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι πρόσφυγες. Οικογένειες αποδεκατισμένες, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι αρχικά.
Κρατικά μέτρα, επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων. Τα προβλήματα πολλά, προβλήματα επιβίωσης, προβλήματα προκατάληψης των ντόπιων απέναντί τους.
Και τα κατάφεραν με την εργατικότητα, τη θέληση και την ευρηματικότητά τους να προκόψουν και να δώσουν πνοή σε όλους τους τομείς.
Σ΄ αυτόν το ναό, που οι ίδιοι οι Μικρασιάτες δούλεψαν για να κτισθεί στην αρχική του μορφή και να λειτουργήσει, τιμούμε τη μνήμη όσων μαρτύρησαν και έζησαν τα γεγονότα, όσων πάλεψαν σε αντίξοες συνθήκες να οργανώσουν τη ζωή τους στο συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου.
Μιλάμε για την εθνική μνήμη, τη μνήμη που διατήρησαν οι πρώτες γενιές με τις ιστορίες και τα έθιμα που μετέφεραν στους νεότερους.
Σημαντικό για την προσφυγική μνήμη το ερευνητικό έργο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών από τη δεκαετία του ΄30 με την καταγραφή μαρτυριών των προσφύγων.
Μεγάλη η συνεισφορά και κορυφαίων προσφυγικών συλλόγων, όπως η Εστία Νέας Σμύρνης, Ένωση Σμυρναίων, Ομοσπονδία Ποντιακών σωματείων και άλλοι, οι οποίοι αποτελούσαν φορείς συσπείρωσης των προσφύγων, εκδοτικών δραστηριοτήτων σε θέματα προσφυγικά, συγκέντρωσης υλικού και μαρτυριών, διοργάνωσης συνεδρίων.
Από τη δεκαετία του ΄80, που παρατηρείται άνθηση προσφυγικών οργανώσεων πανελλαδικά, δημιουργούνται και στον Άγιο Κωνσταντίνο οι σύλλογοι «Δημήτρης Ψαθάς» των Ποντίων Αιτωλοακαρνανίας και «Σύλλογος Μικρασιατών Αιτωλοακαρνανίας». που πρωτοστατούν μέχρι σήμερα στη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων με στόχο τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και της μικρασιάτικης συνείδησης.
Όλοι αυτοί οι σύλλογοι πέτυχαν με τη δραστηριότητά τους εν τέλει την ενσωμάτωση της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής στο συνολικό εθνικό αφήγημα.
Σήμερα, που η πολιτεία επίσημα καθιέρωσε τη μέρα εθνικής μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή και υπάρχει ενδιαφέρον από συλλόγους και επιστήμονες για την περίοδο αυτή, έχει χαθεί η προφορικότητα μέσα στις οικογένειες, αυτή που συντηρούσε τη μνήμη του προσωπικού βιώματος, της μαρτυρίας των παλιότερων.
Η σύνθεση του πληθυσμού έχει αλλάξει αρκετά, καθώς έχουν φύγει αρκετοί από τους Μικρασιάτες για άλλες πόλεις και έχουν έρθει να μείνουν Αγρινιώτες ή από χωριά της περιοχής, αλλά και σύγχρονοι πρόσφυγες από άλλες χώρες.
Έχει αλλάξει η σύνθεση του πληθυσμού του Αγίου Κωνσταντίνου. Οι νεότεροι πιθανόν δε γνωρίζουν την ονομασία «συνοικισμός» και η λέξη «πρόσφυγας» με τις τόσες αποχρώσεις στη χρήση της και την οδυνηρή για πολλούς ανάμνησή της, σήμερα αφορά ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων.
Το βάρος, λοιπόν, της διατήρησης και μεταφοράς της μνήμης στους νεότερους μετατίθεται στο σχολείο και στους συλλόγους αυτούς.
Γιατί, όπως είπε η μικρασιάτισσα ποιήτρια Όλγα Βατίδου:
«Και η μνήμη δεν είναι Θεός,
ζει η μνήμη και πεθαίνει,
μα έχει χάρη ενόσω ζει
τα πάντα να ανασταίνει».