Και τώρα; Τι λέμε τώρα; Πως αναλύουμε και πως αποδεχόμαστε το πρωτοφανές περιστατικό που έλαχε να συμβεί στη δική μας πόλη; Ένας μαθητής μαχαιρώνει ξανά και ξανά τη μητέρα του την ώρα που είναι δίπλα ο πατέρας του, “δι ασήμαντον αφορμήν”. Φτάνει το “συγκλονισμένη είναι η τοπική κοινωνία”, το τόσο κοινότυπο που θα γράψουμε και θα ξεστομίσουμε πάλι; Αρκεί να μείνουμε στην ώρα ή στην παρατήρηση για την τηλεόραση που ήταν ανοιχτή;
Το θέμα είναι αβάσταχτο και τόσο πρόσφατο αλλά από όλες τις πλευρές(συμμαθητές του 17χρονου, γείτονες, άλλους εκπαιδευτικούς) βγαίνει ένα απόλυτο σοκ και μια αδυναμία για εξηγήσεις. Αναπόφευκτα κάποιοι υπερτονίζουμε το επάγγελμα των γονιών(ήταν εκπαιδευτικοί). Κάποιοι το γεγονός ότι ο 17χρονος έδινε εξετάσεις. Κάποιοι ότι “τα παιδιά δέχονται πολλές προσλαμβάνουσες βίας στην καθημερινότητά τους”. Κάποιοι ότι οι γονείς έχουν αποστασιοποιηθεί και το σχολείο δεν έχει κανένα εφόδιο για να μεγαλώσει τα παιδιά των άλλων. Λίγο ως πολύ όλες οι παραπάνω είναι αλήθειες, αλλά αν αποφασίσει κάποιος να πιαστεί από μια εξ αυτών έχει το δέντρο μπροστά του και έχει χάσει το δάσος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο εξωφρενικό ή/και τραγικό κι αν είναι ένα τέτοιο περιστατικό και όσο πρωτοφανές για την περιοχή μας, δεν είναι κάτι μοναδικό στα χρονικά. Ούτε όμως χαρακτηρίζει τη ζωή του Αγρινίου και το πως μεγαλώνουν τα πιο πολλά παιδιά. Ούτε ακόμη και την κοινωνία μας και ας φοβόμαστε ότι “ωχ πάλι θα λένε για το Αγρίνιο και τα βίαια περιστατικά που έχουν συμβεί” ή “πάλι θα μας ακούσει όλη η χώρα”. Τα στερεότυπα που αναζητιούνται σε τέτοια περιστατικά, δε, απλώς δεν υπάρχουν. Η οικογένεια όπως περιγράφεται δεν πληροί κανένα στερεότυπο οικογένειας που θα έφτανε εκεί.
Το πιο λογικό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αν δεν γνωρίζουμε το υπόστρωμα και τις διαπροσωπικές σχέσεις πως μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα; Ακούγεται ότι ο 17χρονος ήταν κλειστός χαρακτήρας. Φτάνει; Πιστεύω ότι δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε ότι η εποχή μας έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που τέτοια γεγονότα τις βγάζουν στην επιφάνεια και μας κάνουν όλους σαν συγχρονισμένους να κάνουμε τους ίδιους συνειρμούς. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί γίνεται αυτό. Γιατί δηλαδή όλοι φοβόμαστε τα ίδια, γιατί μοιάζουμε να είμαστε ενοχικοί; Διότι ξέρουμε ότι κάτι δεν κάνουμε σωστά.
Τα παιδιά γίνονται όλο και πιο βίαια γιατί βλέπουν γύρω τους όλο και περισσότερη βία. Τα παιδιά κλείνονται όλο και πιο πολύ στον εαυτό τους. Τα παιδιά τα χρησιμοποιούν όλοι, όλο και περισσότερο σε μέρη που δεν έπρεπε να είναι. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι είναι απρόσβλητα, ότι έχουν μια δύναμη και μια εξουσία που πηγάζει από το ότι είναι παιδιά. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι δεν μπορεί κανείς να τα στριμώξει αλλά την ίδια ώρα βλέπουν ένα απάνθρωπο σύστημα συνεχών εξετάσεων να έχει κάνει το μυαλό τους κιμά και να έχει αντικαταστήσει τη γνώση. Τα παιδιά λείπουν πολλές ώρες από το σπίτι, γυρίζουν καμιά φορά μόνο για ύπνο, κάνουν παρέες με ανθρώπους με πολλαπλάσια χρόνια από τα δικά τους, βλέπουν πράγματα και βάζουν πράγματα στον οργανισμό τους που δεν θα έπρεπε. Όλα αυτά δεν εξηγούν ένα τόσο ακραίο περιστατικό. Όμως τόσα πράγματα μαζί γίνονται ένα δυσανάλογα μεγάλο υπόστρωμα για ζωές 16 και 17 χρόνων μόλις.
Δεν είναι ώρα ούτε για γενικεύσεις, ούτε για ενοχοποίηση, ούτε για απόδοση κατηγοριών. Ποιος έχει άλλωστε τέτοια εξουσιοδότηση και τέτοια δύναμη. Όμως μόλις το πρώτο σοκ περάσει πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα και με αυτή την αφορμή. Να αφήσουμε ειδικούς να μιλήσουν και να τους ακούσουμε όχι να τα περνάμε όλα από το δικό μας ιδεολογικό μπλέντερ. Μην ξεχνάμε ότι μια μάνα σκοτώθηκε από το παιδί της και ένα από τα χτυπήματα τη βρήκε στην πλάτη.
Γ.Σ.