Ένα πράγμα εύχονται όλοι οι μικροεπιχειρηματίες, ειδικά στις επαρχιακές αγορές σαν τη δική μας. Να μην υπάρξει καμία σχέση μεταξύ των υποχωρήσεων που ενδεχομένως θα χρειαστεί να κάνει η κυβέρνηση για να μπορέσει να πάρει τα λεφτά που χρειαζόμαστε- με κάποιο «πρόγραμμα», όπως φαίνεται- με τα όσα ακούστηκαν σε πρώτη φάση για τη ρύθμιση των 100 δόσεων για όσους χρωστούν σε Δημόσιο και Ταμεία. Όχι ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις σε θεωρητικό επίπεδο όπως η αρχή της αναλογικότητας, καθώς φαίνεται να χαρίζονται ποσά από την αρχική οφειλή ακόμα και σε μεγάλους οφειλέτες κάτι που καταστρατηγεί την αρχή ότι πρέπει να πληρώνουν παραπάνω όσοι έχουν και λιγότερα όσοι δεν έχουν. Γίνεται λόγος για μια νέα μαύρη τρύπα που θα κληθούν να πληρώσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που δεν μπορούσαν να αποφύγουν τον φόρο που τους αναλογεί(παρεμπιπτόντως μας έλεγε οικογενειακός φίλος που έχει συνταξιοδοτηθεί στη Γερμανία ότι εκεί η σύνταξη είναι αφορολόγητη!).
Παρά λοιπόν αυτές τις ενστάσεις, οι άνθρωποι που έχουν μαγαζιά, για παράδειγμα στο Αγρίνιο, περιμένουν πως και πως αυτή τη ρύθμιση και εύχονται να μην αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, παρότι το γεγονός ότι «πάγωσε» ελαφρώς δεν είναι και το καλύτερο σημάδι. Επικρατεί μεγάλη αισιοδοξία ότι με αυτό τον τρόπο θα ενεργοποιηθούν πολλοί που εδώ και πολύ καιρό δεν έδιναν καθόλου από αυτές τις υποχρεώσεις στο κράτος. Δεν είναι μόνο το «δώσε ότι έχεις» που οδηγεί τη δόση για τους μικρούς ακόμα και στα 20 ευρώ. Είναι ότι το κίνητρο της απαλοιφής των προσαυξήσεων και μέρους του «κεφαλαίου» που κάνει πολλούς να ελπίζουν ότι επιτέλους θα μπορέσουν να μπουν σε μια σειρά. Μια βόλτα στην αγορά μπορεί να σε πείσει ότι αν αυτό το μέτρο εφαρμοστεί θα βοηθήσει και την αλλαγή της ψυχολογίας, παρότι και πάλι ο κόσμος λεφτά δεν έχει. Αν δεν προχωρήσει, θα έχουν γίνει πολλά βήματα πίσω.
Κάτι όμως εξίσου σημαντικό, στα όρια του δραματικού, είναι και η διαφαινόμενη απόφαση να μην υπάρχει προσωποκράτηση για χρέη προς τα ταμεία, την Εφορία κλπ, εννοείται για ποσά στα πλαίσια της λογικής. Είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος ότι πολλοί χρωστούσαν και φοβόταν πως στο πρώτο μπλόκο της Τροχαίας θα πάνε μέσα από τη διασταύρωση των στοιχείων. Υπήρχαν άνθρωποι που απέφευγαν τις κοινωνικές συναναστροφές και τις μετακινήσεις για τον λόγο αυτό. Παράλληλα, δε, υπήρχε και μια εσωτερική έριδα στην κοινωνία μεταξύ των καλοπληρωτών και των κακοπληρωτών που ναι μεν είχε βάση αλλά που κόστιζε στις διαπροσωπικές σχέσεις. Το γνωστό «γιατί εγώ πληρώνω κι αυτός όχι» στις οργανωμένες κοινωνίες υπάρχει ντε φάκτο. Αλλά σε μια οικονομία σαν τη δική μας το να φτάσεις να μην πληρώνεις τίποτε τα τελευταία χρόνια είχε γίνει σχεδόν φυσική κατάληξη του λάθους σου να ανοίξεις μια επιχείρηση.
Γ.Σ.