Την τελευταία κυρίως δεκαετία παρακολουθούμε, δυστυχώς απαθείς, την τελική προσπάθεια καταστροφής της ωραιότερης ίσως πτυχής του λαϊκού μας πολιτισμού που είναι το δημοτικό μας τραγούδι. Και λέω την τελική γιατί η αρχή της κατακρήμνισης και της απαξίωσής του άρχισε μερικές δεκαετίες νωρίτερα κοντά στο 1960-70. Τότε με αφορμή το γεγονός ότι το ρεπερτόριο του δημοτικού τραγουδιού είχε εξαντληθεί στις ηχητικές καταγραφές αλλά η ζήτηση στην εμπορική δισκογραφία παρέμεινε υψηλή, πολλοί τραγουδιστές και μουσικοί της δημοτικής ορχήστρας θέλοντας να αφήσουν ο καθένας το δικό του στίγμα στο χώρο, επιδόθηκαν σε μια εντατική παραγωγή δημοτικοφανών τραγουδιών, που προσπαθούσαν να εκφράσουν τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής με σπουδαιότερα αυτά της μετανάστευσης και της μαζικής αστυφιλίας. Είναι η εποχή που η Ελλάδα άλλαζε σελίδα και από την κλειστή κοινωνία και την αγροτική οικονομία περνούσε σε νέες μορφές παραγωγής αλλά και κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Τα τραγούδια που γράφτηκαν αυτή την περίοδο χαρακτηρίζονται από μια Βαβέλ στον τομέα των στίχων ενώ στον τομέα της μελωδίας στηρίζονταν κατά κανόνα στα παραδοσιακά μοτίβα, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι προσπάθειες των οργανοπαιχτών να ενσωματώσουν σ’ αυτά καινούριες μουσικές φόρμες. Από τον τεράστιο όγκο που παρήχθη εκείνη την περίοδο ξεχώρισαν ελάχιστα μόνο τραγούδια από χαρισματικούς τραγουδιστές και μουσικούς, τα οποία κατάφεραν να αγγίξουν το λαϊκό αισθητήριο και να καθιερωθούν διαχρονικά στο δημοτικό ρεπερτόριο. Η συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων χάθηκε μαζί μ’ αυτούς που τα παρήγαγαν. Ωστόσο η ζημιά είχε ήδη γίνει. Το μήνυμα που πέρασε στους τραγουδιστές-δίστριες της επόμενης γενιάς, αυτής δηλαδή που δραστηριοποιείται σήμερα στο χώρο, ήταν περίπου το εξής: Πατάμε πάνω στο παραδοσιακό τραγούδι για να πιάσουμε την επαφή με τον κόσμο και στη συνέχεια για να μπορέσει κάποιος να ξεχωρίσει πρέπει να επιδιώξει να κάνει το προσωπικό του ρεπερτόριο κυρίως όμως την προσωπική επιτυχία, η οποία πρέπει να είναι στο λεγόμενο μοντέρνο στυλ. Η ανάγκη αυτή γέννησε, όπως είναι φυσικό, επαγγελματίες συνθέτες και στιχουργούς, οι οποίοι με ρυθμό βιομηχανικό πλέον παρήγαγαν και παράγουν τραγούδια που δε μπορεί κανείς να τα κατατάξει σε καμιά κατηγορία. Δημοτικά δεν είναι, λαϊκά δεν είναι, έντεχνα επίσης δε μπορείς να τα πεις γιατί είναι πολύ φτωχά και σε μουσική και σε στίχο. Οι μουσικολόγοι του μέλλοντος ίσως βρουν μια κατηγορία να τα τοποθετήσουν.Η φαινομενική, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, οικονομική ευμάρεια που επικράτησε στην τριακονταετία 1980-2010 τροφοδότησε αυτή την ανεξέλεγκτη παραγωγικότητα, αφού τα πανηγύρια και οι κάθε μορφής μουσικές εκδηλώσεις συλλόγων, αδελφοτήτων κ.λ.π. παρείχαν αφ’ ενός μεν εργασία με παχυλές αμοιβές στους καλλιτέχνες, αφ’ ετέρου δε μοναδική ευκαιρία στους τραγουδιστές-δίστριες σε συνεργασία με τους ‘’συνθέτες’’ να προωθήσουν και να επιβάλλουν στο κοινό τα νέα τους δημιουργήματα! Αξίζει νομίζω τον κόπο να σταθούμε στα δυο αυτά μεγέθη, δηλαδή στα παραγόμενα μουσικά προϊόντα αλλά και στο κοινό που απευθύνονταν. Τα τραγούδια λοιπόν που γράφονται από τους κατ’ επάγγελμα, όπως είπαμε, συνθέτες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία συρτοτσιφτετελοειδή στη Στεριανή Ελλάδα με προφανή στόχο να ξεσηκώνουν το νεανικό κοινό. Αντίστοιχη τακτική ακολουθήθηκε και στα γεωγραφικά διαμερίσματα με μουσικές ιδιαιτερότητες. Τα ηλεκτρικά μουσικά όργανα που επιβλήθηκαν, εκτοπίζοντας το παραδοσιακό λαούτο, το ντέφι αλλά και το βιολί, άλλαξαν καθοριστικά τον παραγόμενο ήχο αλλά και τη φυσιογνωμία αυτής καθ’ εαυτής της δημοτικής ορχήστρας. Ο πραγματικός όμως τραγέλαφος βρίσκεται στους στίχους των συγκεκριμένων τραγουδιών. Αυτόκλητοι ‘’στιχοπλόκοι αμιλλώνται ποιος θα προσφέρει το χειρότερο αποτέλεσμα! Τα στιχάκια που είχαν παλιά τα ημερολόγια τοίχου φαντάζουν αριστουργήματα μπροστά σ’ αυτά που εμπνέονται οι σύγχρονοι ‘’ποιητές’’. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και ενώ τα υποπροϊόντα αυτά μας κατακλύζουν τα τελευταία τριάντα χρόνια, από την άλλη έχουμε ένα κοινό απαθέστατο και αποχαυνωμένο το οποίο ξέρει μόνο να λικνίζεται μαζικά στους ρυθμούς των τραγουδιών αρνούμενο να μπει καν στον κόπο να κρίνει ή να αξιολογήσει αυτά που του σερβίρουν και τους δημιουργούς του. Οι άνθρωποι με άποψη και γνώση γύρω από το δημοτικό τραγούδι αηδιασμένοι, έχουν αποσυρθεί ή αρνούνται να συμμετέχουν γνωρίζοντας ότι δεν έχουν καμία θέση σ’ αυτή την κατάσταση ούτε μπορούν να επηρεάσουν πλέον τα πράγματα. Σε δεύτερη μοίρα έχουν τεθεί και όσοι από τους οργανοπαίχτες και τραγουδιστές επιμένουν να υπηρετούν με συνέπεια την παράδοση. Το μεροκάματό τους κινδυνεύει και η ζήτησή τους συνεχώς μειώνεται. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι από κάποιους αντιμετωπίζονται ως γραφικοί και εκτός εποχής! Μιλάμε φυσικά για μουσικούς και τραγουδιστές με σπουδαίες δυνατότητες που απέχουν πολύ σε αξία απ’ αυτούς που διαπρέπουν στη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε. Μαζί τους όμως έχουν αποτραβηχτεί δυστυχώς και οι μερακλήδες χορευτές, αυτοί που με το ταλέντο τους έδιναν αξία στον παραδοσιακό χορό, κοσμούσαν το πανηγύρι και κυρίως με το απαιτητικό τους γούστο συνέβαλαν στη βελτίωση του λαϊκού οργανοπαίχτη και τραγουδιστή.
Η τακτική της προπληρωμένης ορχήστρας που καθιερώθηκε την τελευταία εικοσαετία σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να χορεύει ο οποιοσδήποτε οτιδήποτε και χωρίς κανέναν περιορισμό, επέβαλε νέα δεδομένα στα μουσικά σχήματα. Το ρεπερτόριο τυποποιήθηκε[για την ακρίβεια κονσερβοποιήθηκε] και προσφέρεται στο κοινό σχεδόν πανομοιότυπο σε όλη την επικράτεια. Το περιεχόμενό του αποτελείται κατά κανόνα από τα μουσικά προϊόντα που περιέγραψα πριν. Ανάμεσά τους ακούς αραιά και πού κάποιο παραδοσιακό δημοτικό που φαντάζει όμως τελείως ξένο με το πνεύμα που επικρατεί.
Το κακό είναι ότι τα νέα παιδιά που δε γνώρισαν το παραδοσιακό τραγούδι, ούτε πρόλαβαν να αποκτήσουν βιώματα παραδοσιακού πανηγυριού, έχουν διαμορφώσει την αντίληψη ότι αυτά είναι τα δημοτικά μας τραγούδια. Αν μάλιστα τους ζητήσεις να σου πουν ή να σου χορέψουν κάποιο δημοτικό, θα σου απαντήσουν με κάποια ‘’επιτυχία’’ τελευταίας παραγωγής και φυσικά θα λικνιστούν στον τσιφτετελοειδή της ρυθμό! Το κωμικό της υπόθεσης είναι ότι και οι ίδιοι οι καταστροφείς[τραγουδιστές και συνθέτες] σε δημόσιες επιδείξεις της άγνοιάς τους και της αμάθειάς τους όταν περιγράφουν ή προσπαθούν να ορίσουν το δημοτικό τραγούδι, εννοούν αυτή ακριβώς την κατάντια. Εάν μάλιστα ερωτηθούν για τις γενικότερες αιτίες υποβάθμισης του δημοτικού τραγουδιού, φροντίζουν να βγάζουν τον εαυτό τους από το κάδρο των υπευθύνων και το τραγικότερο όταν διατυπώνουν την απαίτηση να υποστηριχθεί από την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς το δημοτικό τραγούδι εννοούν τη συνέχιση αυτής της κατάστασης!
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα η πολιτεία είναι κατ΄ ουσίαν ανύπαρκτη. Και ενώ όλα σχεδόν τα κράτη έχουν πάρει μέτρα για να προστατέψουν την παραδοσιακή τους μουσική στη δική μας χώρα με μουσική παράδοση από τις αρχαιότερες του κόσμου επικρατεί το απόλυτο χάος! Εάν μπορούσε κάποιος να περιγράψει την κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή το δημοτικό μας τραγούδι, θα χρησιμοποιούσε[κάνοντας τον αυτονόητο παραλληλισμό] τη φράση του Νίτσε που έλεγε: ‘’Ο Θεός είναι νεκρός, τον σκοτώσαμε εμείς, όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του. Ό,τι ήταν ιερότερο και τρανότερο πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας’’!
* Ο Γιώργος Υφαντής είναι καθηγητής
Μέσης Εκπαίδευσης και τραγουδιστής
Δημοτικών τραγουδιών.