Από την Ελληνική Μυθολογία
Αλκυόνη και… οι αλκυονίδες μέρες
Τα πολύ παλιά χρόνια, στον απέραντο θεσσαλικό κάμπο, υπήρχε μια πλούσια πόλη, η Τραχίς. (Τραχίς: πόλη της θεσσαλικής Φθιώτιδας).
Η Τραχίς είχε εκτός από μεγάλο πλούτο και ένα νέο και όμορφο βασιλιά. Τον Κήυκα. Το βασιλόπουλο αυτό, μια μέρα αποφάσισε να παντρευτεί και διάλεξε για γυναίκα του ένα πεντάμορφο κορίτσι που το λέγανε Αλκυόνη. Μητέρα της η Αλκυόνη είχε την Εναρέτη και πατέρα της, τον θεό Αίολο. Το νεαρό ζευγάρι, ο Κήυκας με την Αλκυόνη ζούσανε ευτυχισμένοι στο παλάτι τους, με πλούτη, την εύνοια των θεών σε ότι κάνανε και σε ότι θέλανε, μια και η Αλκυόνη ήταν κόρη αθάνατου, κόρη του θεού Αίολου.
Όλα, λοιπόν, τα είχανε. Πλούτη, ομορφιά, ευτυχία!
– «Αλκυόνη, αγαπημένη μου. Νιώθω τόσο ευτυχισμένος. Ούτε ο Δίας με την Ήρα δεν έχουν τόση ευτυχία. Τι λες; Κοίτα όμορφος που είμαι. Νιώθω ισάξιος με τον Δία! Είμαι και γω Δίας και εσύ πανέμορφη γυναίκα μου είσαι η Ήρα μου. Ναι, είσαι η Ήρα και είμαι ο Δίας! Θα δώσω διαταγή όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου μου να με φωνάζουν Δία και εσένα Ήρα. Συμφωνείς;»
– «Ναι, είμαι η Ήρα, είσαι ο Δίας», απάντησε με έπαρση, η ωραία Αλκυόνη.
Τι περηφάνια! Αμαρτία της περηφάνιας, η περηφάνια είναι μεγάλη αμαρτία που τυφλώνει τον άνθρωπο, τύφλωσε και το βασιλικό ζευγάρι που δεν σκέφθηκε ούτε ο Κήυκας ούτε η Αλκυόνη την οργή των Θεών, όταν θα το μάθαιναν – και το έμαθαν……
Ο Δίας, ο πατέρας των Θεών του Ολύμπου όταν τα έμαθε όλα αυτά, έγινε έξαλλος. Και πήρε μιά απόφαση. Τι; Να τιμωρήσει πολύ σκληρά τον Κήυκα και την Αλκυόνη.
Και να ποια ήταν η τιμωρία του Δία.
Ο Κήυκας μπήκε μια μέρα στο καράβι του να πάει ταξίδι σ’ ένα κοντινό νησί να επισκεφθεί τον βασιλιά του νησιού που ήταν φίλος του. Όμως πριν καλά-καλά βγει από το λιμάνι το καράβι του, εκεί που ο ήλιος έλαμπε και η θάλασσα ήταν «λάδι», όλα ξαφνικά σκοτείνιασαν. Μαύρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό στο θεσσαλικό λιμάνι, κύματα πελώρια σηκωθήκανε και άρχισαν να πέφτουν κεραυνοί. Φυσικά, όλα αυτά ήταν δουλειά του Δία, που πετούσε τους κεραυνούς από την κορυφή του Ολύμπου όπου ζούσε και στο τέλος έριξε και έναν κεραυνό τόσο φοβερό που έκανε κομμάτια το καράβι του Κήυκα. Ο νεαρός βασιλιάς βρέθηκε να παλεύει με τα τεράστια κύματα. Μάταια. Τα κύματα τον παρέσυραν στα ανοικτά…. Τον κατάπιαν στα σκοτεινά βάθη τους. Φέρανε τη «μαύρη» είδηση στο παλάτι, στη νεαρή βασίλισσα Αλκυόνη και εκείνη όρμησε στην ακρογιαλιά κλαίγοντας με λυγμούς και …. Φώναζε η Αλκυόνη:
– «Κήυκα, Κήυκα», τρέχοντας απ’ άκρη σε άκρη στην ακρογιαλιά.
Ούτε το καράβι είδε, ούτε τον Κήυκα, τον αγαπημένο της σύζυγο. Μόνο λίγα ξύλα από το κορμί του καραβιού τα κύματα ίσαμε το βράδυ, βγάλανε στην ακτή.
Σκοτεινιάζει, η απελπισμένη Αλκυόνη κάθεται αποκαμωμένη από το κλάμα και την δυστυχία που τη βρήκε στα ξαφνικά, σ’ ένα βραχάκι. Και θα μείνει εκεί στο βραχάκι όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα και την δεύτερη μέρα και την δεύτερη νύχτα και την τρίτη μέρα και θα κλαίει, θα κλαίει…….
Τι πόνος, τι δυστυχία! Ο θρήνος της Αλκυόνης, μαχαίρι στην καρδιά όλων των κατοίκων της Τραχίνας. Κι αυτός ακόμα ο σκληρός Δίας δεν θα αντέξει μπροστά σε τόσο πόνο, μέχρι και η δική του καρδιά θα μαλακώσει και θα αποφασίσει να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο της Αλκυόνης. Τι;
Την μεταμόρφωσε σε πουλί! Ένα όμορφο πουλί που πήρε το όνομά της, Αλκυόνη και που ζει πάντα κοντά στη θάλασσα, λες και περιμένει να έρθει ο αγαπημένος της Κήυκας.
Εκεί, κοντά στην θάλασσα, στα βραχάκια της ακτής κλωσούσε η Αλκυόνη τα αυγά της όταν γεννούσε. Μα γεννούσε πάντα χειμώνα και τα άγρια κύματα έφταναν ορμητικά μέχρι τα βράχια και κατέστρεφαν την φωλιά της Αλκυόνης, έσπαζαν τα αυγά της.
Το πανέμορφο πουλί Αλκυόνη, μόνο και έρημο στην κρύα παραλία, έβλεπε τα κύματα να σπάνε τα αυγά του και το ίδιο γαντζωμένο σε ένα βραχάκι, θρηνεί τον χαμό……
Ο Δίας, για άλλη μια φορά θα φανεί μεγαλόψυχος.
– «Γενάρης μήνας δεν είναι; Δεκαπέντε μέρες τούτου του πιο κρύου μήνα του χειμώνα, θα στέλνω ήλιο και ζεστασιά στη γη, γαλήνη στη θάλασσα, άνεμος δεν θα φυσά. Θα ‘ναι σαν Άνοιξη. Αλκυόνη, σου χαρίζω 15 μέρες του Ιανουαρίου, να κλωσάς τα αυγά σου, να βγαίνουν τα πουλάκια….», σκέφθηκε ο Δίας και από τότε, από τα βάθη των αιώνων και της ιστορίας και μέχρι σήμερα, ο θεός Δίας κρατά την υπόσχεσή του αυτή. Κάθε χρόνο!
Αυτές τις ηλιόλουστες, ζεστές μέρες του Ιανουαρίου, οι πρόγονοί μας τις ονόμασαν Αλκυονίδες μέρες.
Σκίτσα : Ρία Γαΐλα, σκιτσογράφος.
Ελληνική Μυθολογία/τ.3/Αθήνα 1956.
Μικροί Μαθητές του Αγρινίου
ΚΑΛΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ
Διασκευή για παιδιά
Τασσώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια