του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Δημοσιεύθηκε στο «Περιοδικό» του «Εθνικού Κήρυκα» της Νέας Υόρκης Σάββατο 22-Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022. (Υπεύθυνη έκδοσης Γιάννα Κατσαγεώργη)
Ο πόνος και ο θάνατος είναι μεγάλα υπαρξιακά θέματα, τα οποία απασχολούν όλους τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους. Τα ερωτήματα για το τι είναι η ζωή και τι είναι θάνατος, ποιο είναι το νόημα της ζωής και του θανάτου είναι πάντοτε επίκαιρα. Ο Γερμανός φιλόσοφος Χάιντεγκερ έχει υπογραμμίσει ότι το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα», είναι το κεντρικό ερώτημα της κλασικής μεταφυσικής.
Στην συνέχεια θα παρουσιάσω, με μεγάλη συντομία, μερικές σκέψεις μου γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα.
1. Ο θάνατος αποτέλεσμα και πρόξενος της αμαρτίας
Στην διδασκαλία της Εκκλησίας φαίνεται ότι ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό για να πεθαίνη, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας των Πρωτοπλάστων. Το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που λέγεται «Γένεση» περιγράφει τα γεγονότα που προκάλεσαν τον θάνατο του ανθρώπου.
Το γεγονός είναι ότι ο θάνατος εισήλθε στην ύπαρξη του ανθρώπου, όχι ως τιμωρία του Θεού, όπως διδάσκει η δυτική θεολογία, αλλ’ ως επιλογή του ανθρώπου να ζήση μακριά από τον Θεό. Ο δε Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο, αλλά επέτρεψε την εισβολή του στον άνθρωπο, ως ένα θηρίο, από μεγάλη φιλανθρωπία, για να μη μείνη το κακό αθάνατο. Στην συνέχεια με την ενανθρώπησή Του ο Χριστός προσέλαβε εκουσίως θνητό και παθητό σώμα, άκρως όμως καθαρό, προκειμένου να νικήση τον θάνατο και να γίνη το φάρμακο της αθανασίας.
Η κληρονόμηση του θανάτου δεν είναι, όπως υποστήριζε ο ιερός Αυγουστίνος, κληρονόμηση της ενοχής των Προπατόρων, αλλά κληρονόμηση των αποτελεσμάτων της αμαρτίας, που είναι, η φθαρτότητα, η θνητότητα και η παθητότητα. Πράγματι, κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, οι λεγόμενοι δερμάτινοι χιτώνες με τους οποίους ενδύθηκε ο άνθρωπος, με την οικονομία του Θεού, είναι η φθαρτότητα, η θνητότητα και η παθητότητα που εκφράζονται με την σύλληψη, την κυοφορία, την γέννηση, τον θηλασμό, την μεταποίηση της τροφής, τις ασθένειες και τελικά τον θάνατο.
Σήμερα η μοριακή βιολογία κάνει λόγο για το θέμα της βιολογικής κληρονομήσεως του θανάτου. Μέσα στα κύτταρα του ανθρώπου υπάρχουν και τα γονίδια των ασθενειών και της γηράνσεως, τα οποία κληρονομούμε από τους γονείς μας. Το λεγόμενο μιτοχονδριακό DNA, εκτός από την ζωτική ενέργεια που παρέχει στα κύτταρα, συγχρόνως θεωρείται ότι είναι υπεύθυνο για την γήρανση· έτσι, ο θάνατος κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Αυτό δείχνει ότι από την ώρα που γονιμοποιήθηκε το ωάριο υπάρχουν μέσα μας τα γονίδια της γηράνσεως, δηλαδή τα γονίδια του θανάτου.
Έπειτα, μέσα στο σώμα μας πάντοτε υπάρχουν δυνάμεις της ζωής, αλλά και δυνάμεις του θανάτου και μάλιστα συνδέεται στενά η ζωή με τον θάνατο. Τα κύτταρα του οργανισμού μας, εκτός από τα κεντρικά νευροκύτταρα, πεθαίνουν στους περισσότερους ιστούς και δημιουργούνται νέα και σε αυτήν την διαδικασία οφείλεται η παράταση της ζωής. Ο θάνατος των κυττάρων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη είναι ο προγραμματισμένος θάνατος που είναι μια φυσιολογική διαδικασία, κατά την οποία αυτοκτονούν τα κύτταρα, η λεγομένη «απόπτωση», και η δεύτερη είναι ο μη φυσιολογικός θάνατος, που λέγεται «νέκρωση». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι από την αρχή της συλλήψεώς μας «κουβαλάμε» σε όλη μας την ζωή τον θάνατο ως ένα παράξενο βιολογικά, αλλά και υπαρξιακό φορτίο.
Από πλευράς θεολογικής ο θάνατος δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και δημιουργεί και τροφοδοτεί τα πάθη. Αυτό έχει την εξής εξήγηση: Ο άνθρωπος αισθάνεται ότι αργά ή γρήγορα θα έλθουν ασθένειες, οι οποίες θα τον οδηγήσουν στον θάνατο, γι’ αυτό και δημιουργείται μια αυτοάμυνα μέσα του ως προσπάθεια αντιμετωπίσεως αυτού του φαινομένου. Επειδή ο άνθρωπος φοβάται ότι η ζωή κάποτε θα γίνη χωρίς νόημα, γι’ αυτό και προσπαθεί να την κατοχυρώση. Αυτό έχει ως συνέπεια να αναζητά ασφάλεια και ευδαιμονία στα πλούτη, στην δόξα και τις σωματικές απολαύσεις, προσπαθεί να αποκτήση περιουσία για να αντιμετωπίση το άγνωστο μέλλον. Ακόμη προσπαθεί να ικανοποιήση τις ηδονές του, για να αντιμετωπίση την οδύνη του πόνου και του θανάτου.
Η προσπάθεια του ανθρώπου να ασφαλισθή για τις ενδεχόμενες δοκιμασίες της ζωής του, η συγκέντρωση πλούτου, η κοινωνική κατοχύρωση, τα συντάξιμα χρόνια κλπ. είναι αποτελέσματα του φόβου που προκαλούν οι αρρώστιες και ο θάνατος και όλα αυτά τροφοδοτούν τα πάθη της φιλοδοξίας, της φιληδονίας και της φιλαργυρίας.
Επομένως, ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά στην συνέχεια η φθαρτότητα και η θνητότητα αυξάνουν το πάθος της φιλαυτίας, από το οποίο προέρχονται η φιλοδοξία, η φιληδονία και η φιλαργυρία.
2. Διαδοχικές κρίσεις θανάτου
Συνέπεια και συνέχεια του προηγουμένου είναι ότι ο άνθρωπος περνά διάφορες διαδοχικές κρίσεις στην ζωή του, τις οποίες μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως κρίσεις θανάτου.
Σύμφωνα με ψυχαναλυτικές αναλύσεις ο φόβος και το άγχος του θανάτου δημιουργούν διάφορα προβλήματα στον άνθρωπο από την μικρή του ηλικία και γι’ αυτό ο άνθρωπος περνά κρίσεις.
Το παιδί μέχρι την ηλικία των 7-10 ετών βλέπει τον θάνατο ως κάτι το προσωρινό, ως ένα ταξίδι, ως κάτι το οποίο ανατρέπεται. Γι’ αυτό, όταν πεθαίνη ο παππούς ή η γιαγιά, το παιδί μπορεί να προτείνη στους γονείς του να βάλουν σόμπα στο μνήμα, κατά τους χειμερινούς μήνες, για να μη κρυώνουν. Ο Ελβετός ψυχολόγος J. Piaget, ύστερα από έρευνες, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παιδί στην ηλικία των 7-10 ετών περνά μια κρίση, αφού τότε διαπιστώνει ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμο γεγονός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να το απασχολή ο θάνατος και να απευθύνη πολλές ερωτήσεις γύρω από αυτόν.
Στην εφηβική ηλικία αναπτύσσονται τα υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με το ποιο είναι το νόημα και ποια είναι η αξία της ζωής. Στην ηλικία αυτή ο έφηβος προσπαθεί να χαράξη την πορεία του και γι’ αυτό θέλει να μάθη για το νόημα της ζωής σε σχέση με τον θάνατο, τον οποίο βλέπει γύρω του. Προσπαθεί να βρη απαντήσεις για τον πόλεμο, τις κοινωνικές ακαταστασίες, τις ερωτικές απογοητεύσεις κλπ. Πολλές φορές αυτό τον καταβάλλει. Οι συνεχείς εκρήξεις, η αναρχία, η ερωτική απογοήτευση, η γεύση των ναρκωτικών ουσιών έχουν πάντοτε σχέση με την υπαρξιακή κρίση του θανάτου. Ακόμη δε και η κοινωνική αποκατάσταση του ανθρώπου συνδέεται με αυτήν την κρίση.
Στην συνέχεια ο άνθρωπος στην μέση ηλικία περνά πάλι μια άλλη κρίση, που έχει σχέση αφ’ ενός μεν με τις κοινωνικές επιτυχίες, αφ’ ετέρου δε με τις ασθένειες, την πτώση των σωματικών δυνάμεων, την απογοήτευση από την ζωή του. Κυρίως, βλέπει ότι έχει καταξιωθή κοινωνικά, αλλά στερείται νοήματος για την ζωή.
Τέλος, υπάρχει και η κρίσιμη περίοδος της σύνταξης, της λεγομένης τρίτης ηλικίας, όταν πιά ο άνθρωπος βλέπη να έχουν περάσει τα χρόνια της ζωής του και οδεύη προς τον θάνατο. Τότε εγείρονται αγωνιώδη υπαρξιακά ερωτήματα που έχουν σχέση με το παρελθόν και το μέλλον.
Όλες αυτές οι διαδοχικές κρίσεις έχουν ένα κοινό σημείο, κοινό θέμα που είναι ο θάνατος και στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακές κρίσεις. Οι κρίσεις αυτές έχουν σχέση με τον φόβο του θανάτου, τον φόβο των ασθενειών, την γνώση ότι η ζωή περνά σύντομα, ότι μεγαλώνουμε γρήγορα, ότι θα καταστραφή ο κόσμος, και καταλήγει πολλές φορές στο να απωθούμε τον θάνατο από την ζωή μας και να μην επιθυμούμε να δούμε κάποιον άρρωστο ή νεκρό.
Εκτός από όλες αυτές τις εκδηλώσεις του φόβου ενώπιον του θανάτου, υπάρχουν και πολλές άλλες περιπτώσεις, οι οποίες δείχνουν αυτήν την βίωση του θανάτου. Για παράδειγμα οι γιορτές, οι επέτειοι, τα γενέθλια, εκτός από την χαρά, έχουν μέσα τους και ένα αίσθημα καταθλίψεως, γιατί σκεπτόμαστε την απουσία αγαπητών ανθρώπων, καθώς επίσης ότι τα χρόνια περνούν και ότι πλησιάζουμε στο τέλος της βιολογικής ζωής. Ακόμη και, όταν πληροφορούμαστε τον θάνατο ενός ανθρώπου, καταλαμβανόμαστε από λύπη, γιατί σκεπτόμαστε τον δικό μας θάνατο.
Έτσι, η γνώση του θανάτου είναι πράγματι ένα «υπαρξιακό φορτίο», το οποίο «κουβαλάμε» σε όλη μας την ζωή. Αυτό οδηγεί στο ερώτημα για το ποιο είναι το νόημα της ζωής και αυτό χαρακτηρίζεται ως υπαρξιακή αγωνία. Συνήθως αυτό συνδέεται και με τον φόβο της αβεβαιότητας του μέλλοντος. Αυτό που ευχόμαστε «και του χρόνου» δείχνει ότι υφέρπει μέσα μας η άποψη ότι ίσως του χρόνου δεν θα ζούμε.
Γενικά, ο θάνατος είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που απασχολεί όλους τους ανθρώπους και, βεβαίως, τους χαρακτηρίζει η αγωνία του θανάτου. Όταν μελετήσουμε τον πολιτισμό και την ανθρώπινη ιστορία, θα δούμε μια «πείνα αθανατοποίησης». Ο άνθρωπος θέλει να ζη αιώνια. Αυτό μαρτυρούν τα μνημεία της τέχνης και άλλα δημιουργήματα που είναι στην πραγματικότητα απόπειρες του ανθρώπου να ξεπεράση το φράγμα του θανάτου. Ο αγώνας του ανθρώπου εναντίον του θανάτου είναι πολύπλευρος. Ο βιολογικός μηχανισμός του σώματος αμύνεται εναντίον του θανάτου, το ίδιο συμβαίνει και με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς. Το κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι απλώς η επιδίωξη της ηδονής, αλλά η επιβίωση της ύπαρξης.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε να απωθήση αυτό το γεγονός του θανάτου από την ζωή του, ακόμη δε και τα νεκροταφεία τα κατασκευάζει ως πάρκα, αλλά τελικά αυτό δημιουργεί μια νεύρωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην Αμερική εισάγεται και στις ιατρικές Σχολές μια ιδιαίτερη επιστήμη που λέγεται θανατολογία, γιατί διαπιστώνεται ότι, όσο κανείς θυμάται και αντιμετωπίζει τον θάνατο και εξοικειώνεται με αυτόν, τόσο και περισσότερο απαλλάσσεται από ψυχολογικές και νευρολογικές καταστάσεις.
Διαπιστώνεται ότι η ζωή συνδέεται με τον θάνατο, όπως η ημέρα με την νύκτα. Αν η ημέρα έχη αξία και η νύκτα έχει μια μαγεία. Δεν μπορεί κανείς να αποκλείση τον θάνατο από την ζωή του. Ο Χάιντεγκερ (Heidegger) και ο Σάρτρ (Sartre) θεωρούσαν ότι ο θάνατος δίνει νόημα στην ύπαρξη του ανθρώπου και βοηθά στην ολοκλήρωσή του. Με την μνήμη του θανάτου ο άνθρωπος είναι δημιουργικός. Αν η βιολογική ζωή δεν είχε όρια, τότε ο άνθρωπος δεν θα αγωνιζόταν να κατορθώση κάτι. Βέβαια, οι άθεοι υπαρξιστές θεωρούν ότι μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτε, αντίθετα οι Χριστιανοί πιστεύουμε στην ζωή μετά τον θάνατο.
3. Η τραγική τριάδα
Ο Βίκτωρ Φρανκλ (Victor Frankl), ο οποίος εκφράζει την τρίτη ψυχοθεραπευτική Σχολή της Βιέννης, ομιλώντας για τις αρχές της λογοθεραπείας, κάνει λόγο για την τραγική τριάδα που απασχολεί τον άνθρωπο και είναι: η ενοχή, ο πόνος και ο θάνατος.
Κάνοντας λόγο για ενοχή, εννοεί την ενοχή, η οποία θεολογικά λέγεται αμαρτία, αλλά και την υπαρξιακή ενοχή που είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη, δηλαδή συνδέει την ενοχή με την ανυπαρξία νοήματος για την ζωή, καθώς και με το υπαρξιακό κενό. Στα κείμενά του συνδέεται στενά η ενοχή με τα υπαρξιακά γεγονότα που είναι ο πόνος και ο θάνατος.
Αναφερόμενος στον πόνο, εννοεί τον γενικό πόνο που αισθάνεται κανείς στην ζωή του, σωματικό, ψυχικό και υπαρξιακό και κάνει λόγο για το ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγωνισθή για την ανάλυση και την αποφυγή του πόνου, αλλά πρέπει να είναι διατεθειμένος να υποφέρη στην ζωή του, με την προϋπόθεση ότι ο πόνος έχει νόημα ζωής. Μάλιστα τονίζει ότι, όταν ο ανθρωπος δεν μπορή να αλλάξη τα γεγονότα της ζωής του, τότε θα πρέπει να αναλαμβάνη την ευθύνη του πόνου του, να τον αποδέχεται, γιατί αυτό θα δώση νόημα στην ζωή του.
Στα κείμενά του γράφει ότι η ελευθερία του ανθρώπου δεν συνίσταται στην απελευθέρωσή του από τα δύσκολα και τα τραγικά γεγονότα, αλλά στην ελεύθερη στάση απέναντι στις δυσκολίες. Χαρακτηριστικά γράφει: «Οι ασθενείς ποτέ δεν απελπίζονται πραγματικά, εξ αιτίας του ίδιου του πόνου. Αντίθετα, η απελπισία τους έχει τη ρίζα της σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας, εάν ο πόνος τους έχει νόημα. Ο άνθρωπος είναι έτοιμος και πρόθυμος να επωμισθή κάθε πόνο μόλις μπορέσει να βρη ένα νόημα σε αυτόν». Πάντως, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας είναι ότι οι άνθρωποι αναζητούν την ευχαρίστηση και αποφεύγουν τον πόνο.
Επί πλέον ο θάνατος, που είναι το τρίτο στοιχείο της τραγικής τριάδος, είναι αυτός που βασανίζει πραγματικά τον άνθρωπο. Δεν μπορεί κανείς να αποφύγη τον θάνατο, γιατί έχει προσωπικές εμπειρίες από την φθαρτότητα και την θνητότητα και από τον θάνατο που βλέπει γύρω του, και καταλαβαίνει ότι ο θάνατος δεν είναι αποκύημα της φαντασίας. Στην λογοθεραπεία του Frankl ένα από τα βασικά αξιώματά της είναι η προσωρινότητα του ανθρώπου επάνω στην γη. Ο άνθρωπος θα πρέπει να συμφιλιωθή με αυτό το γεγονός, γιατί τότε θα κάνη ορθή χρήση του χρόνου, θα αναπτύξη την δημιουργικότητά του και θα αποκτήση νόημα ζωής.
Τα τρία αυτά υπαρξιακά γεγονότα, η λεγομένη τραγική τριάδα, ήτοι η ενοχή, ο πόνος και ο θάνατος, είναι δεδομένα και δεν μπορεί ο άνθρωπος να τα αποφύγη, γι’ αυτό και πρέπει να τα αποδεχθή. Η στάση, την οποία ο άνθρωπος τηρεί απέναντι σε αυτά, δείχνει κατά πόσον είναι πνευματικά ώριμος.
4. Η υπέρβαση του θανάτου
Απέναντι στις διαδοχικές κρίσεις θανάτου που περνάμε στην ζωή μας δεν ωφελούν οι διανοητικές θεωρίες, αλλά η πίστη την οποία έχουμε ως προς την ζωή και τον θάνατο και μάλιστα η πίστη στην νίκη του Χριστού επάνω στον θάνατο, την υπέρβαση του θανάτου από την παρούσα ζωή και την ανάσταση των σωμάτων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Κατά τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (2ος αιώνας μ.Χ.), ο Χριστός είναι ο μόνος ιατρός και το φάρμακο της αθανασίας. Η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού μεταδίδει σε όλο τον ψυχοσωματικό οργανισμό την ενέργεια της αθανάτου ζωής. Αυτή η άκτιστη Χάρη του Θεού εισέρχεται στην ψυχή και το σώμα και αγιάζει όλον τον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα με την βρώση του Σώματος και την πόση του Αίματος του Χριστού γίνεται μια πνευματική μεταμόσχευση, γεμίζουμε από θεία ζωή. Έτσι δικαιολογούνται και τα λείψανα των αγίων της Εκκλησίας. Κανονικά τα κύτταρα του σώματος, με την έξοδο της ψυχής από αυτό, αποσυντίθενται. Όμως, στους θεουμένους αγίους η Χάρη του Θεού κάνει ανάσχεση σε αυτόν τον θάνατο των κυττάρων και γι’ αυτό παρατηρείται το φαινόμενο της αφθαρσίας.
Ο Μέγας Αθανάσιος αναλύει διεξοδικά ότι δεν μπορούσε ο άνθρωπος να ελευθερωθή από τον θάνατο με μόνη την διδασκαλία των Προφητών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός προσέλαβε εκουσίως παθητό και θνητό σώμα για να νικήση τον θάνατο.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο άνθρωπος στην ζωή του περνά διάφορες διαδοχικές κρίσεις θανάτου, που δημιουργούν πόνο, αλλά, όταν ζη μέσα στο αναστημένο Σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, μπορεί να περάση και διαδοχικές ευλογίες υπέρβασης του θανάτου και βίωσης της Αναστάσεως του Χριστού με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, ή ακόμη από δούλος να γίνη μισθωτός και τελικά υιός και φίλος του Χριστού.
Αυτό το βλέπουμε στους αγίους, οι οποίοι δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τον επιδιώκουν, τον θεωρούν φίλο και τον αναμένουν ως «εορταστικό γεγονός» (άγιος Σωφρόνιος Αθωνίτης), διότι θα τους οδηγήση στο ουράνιο τμήμα της Εκκλησίας. Η όλη εκκλησιαστική ζωή δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση των συναισθημάτων και σε ένα κοινωνικό έργο, αλλά στην θεραπεία και την υπέρβαση της φθαρτότητας και της θνητότητας, την υπέρβαση του θανάτου, ο οποίος θάνατος μας βασανίζει από την ώρα της συλλήψεώς μας, και αυτό γίνεται με την αληθινή εκκλησιαστική ζωή.