Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022 μίλησε στην αίθουσα Γερουσίας της παλαιάς Βουλής στην Αθήνα, στα μέλη των Ενώσεων Δικαστών και Εισαγγελέων, με την ευκαιρία της εορτής του αγίου Διονυσίου και του αγίου Ιεροθέου των Αρεοπαγιτών, με θέμα «Η θεία δικαιοσύνη, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη».
Την ομιλία του διάρθρωσε σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αναφερόταν στους νόμους και την δικαιοσύνη, κατά τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα.
Η δεύτερη ενότητα ανέλυε το θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η τρίτη ενότητα έκανε ιδιαίτερο λόγο για τη θεία δικαιοσύνη στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Το όλο θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου είναι ότι ο Θεός ως Φως στέλλει τις ακτίνες του στην κτίση, στη συνέχεια όλη η κτίση ελκύεται διαφοροτρόπως από τον Θεό και έτσι εκφράζεται και η θεία δικαιοσύνη, κατά μέθεξη του Θεού.
Κατέληξε, ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης και της θείας δικαιοσύνης, ότι όσοι κρίνουμε δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε απολύτως τη θεία δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να κινούμαστε μεταξύ της ανθρώπινης και της θείας δικαιοσύνης, δηλαδή να βρισκόμαστε λίγο πιο πάνω από την ανθρώπινη δικαιοσύνη και να αναζητούμε την θεία δικαιοσύνη.
Στην εκδήλωση αυτή απηύθυναν χαιρετισμό εκ μέρους όλων των Δικαστικών Ενώσεων ο Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος κ. Ευάγγελος Μπακέλας, Εισαγγελέας Εφετών, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κωνσταντίνος Τσιάρας, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Κωνσταντίνος Μπακογιάννης, ο Προέδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. Δημήτριος Βερβεσός.
Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης η Χορωδία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών εκτέλεσε ειδικό πρόγραμμα και έκλεισε την όλη εκδήλωση η Γενική Γραμματέας της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Ελευθερία Κώνστα, Εφέτης.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Η θεία δικαιοσύνη, κατά τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ευχαριστώ για την ανάθεση να ομιλήσω σε αυτήν την εκλεκτή ομήγυρι με την ευκαιρία της εορτής του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου που εορτάζει ο νομικός κόσμος της Ελλάδος. Χαίρομαι προσωπικά για το θέμα αυτό, αφού ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, επανειλημμένως στα κείμενα που φέρουν το όνομά του γράφει ότι η διδασκαλία που διατυπώνει είναι του δικού του «καθηγεμόνος» αγίου Ιεροθέου, του οποίου το όνομα φέρω, και ο οποίος άγιος Ιερόθεος εκτέλεσε διδάσκαλος του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου μετά τον Απόστολο Παύλο. Και οι δύο, Διονύσιος και Ιερόθεος ήσαν μέλη του Αρείου Πάγου Αθηνών.
Έχοντας το όνομα του αγίου Ιεροθέου, πάνω στην διδασκαλία του οποίου ο άγιος Διονύσιος στήριξε όλο το θεολογικό του έργο, μελέτησα πολλές φορές επισταμένως τα περίφημα αυτά συγγράμματα και διέκρινα την μεγάλη τους αξία, όπως, άλλωστε, το έκαναν πολλοί άγιοι Πατέρες, από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή μέχρι τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Ο τίτλος του θέματός μου «η θεία δικαιοσύνη, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη» έχει μεγάλη σημασία, και εδώ μόνον ενδεικτικές θέσεις θα σημειώσω λόγω του περιορισμένου χρόνου της ομιλίας μου, και στην ουσία θα τονίσω ότι πρέπει να κινούμαστε μεταξύ ανθρωπίνης και θείας δικαιοσύνης.
1. Οι νόμοι και η δικαιοσύνη κατά τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα
Στα ανθρώπινα δεδομένα η δικαιοσύνη είναι «η νομική ή φιλοσοφική θεωρία με την οποία εφαρμόζεται το δίκαιο», είναι «η απονομή του δικαίου». Το θέμα είναι πως απαρτίζεται το ανθρώπινο δίκαιο και πως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται.
Ο νόμος δεν πρέπει να αποβλέπει απλώς στην αποτύπωση των κοινωνικών αναγκών για να εξυπηρετούνται οι άνθρωποι στις επιλογές τους, όπως γίνεται στην εποχή μας, αλλά πρέπει, κατά την αρχαία φιλοσοφία, να είναι και παιδαγωγός, να παιδαγωγεί, δηλαδή, τους ανθρώπους, να τους θεραπεύει, να τους εξημερώνει, να τους προσφέρει πρότυπα ζωής.
Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια επεξεργάζεται το θέμα της σχέσεως μεταξύ της αρετής της κοινωνίας και των νόμων ως παιδαγωγού, αφού κάνει λόγο ότι η αρετή είναι η μεσότητα μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως και δεν προέρχεται από την φύση, αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού, καταλήγει ότι αυτό είναι έργο του δασκάλου, πράγμα που το κάνει ο νομοθέτης, ο οποίος διά του νόμου ενεργεί ως παιδαγωγός.
Γράφει: «Είναι φανερό ότι οι δημόσιες πρόνοιες γίνονται μέσω των νόμων, και, βέβαια είναι καλές, αν γίνονται μέσω καλών νόμων – αν είναι γραπτοί ή άγραφοι οι νόμοι, φαίνεται πως δεν έχει σημασία, όπως δεν φαίνεται επίσης να έχει σημασία αν πρόκειται για νόμους μέσω των οποίων θα γίνη η εκπαίδευση ενός μόνο ατόμου ή ομάδας ατόμων…». Μάλιστα, γράφει ότι οι νόμοι είναι έργο της πολιτικής τέχνης, και καταλήγει ο Αριστοτέλης να θέλη να εξετάση ποιο είναι το καλύτερο πολιτικό σύστημα, «πως είναι οργανωμένο το καθένα από αυτά και ακόμη ποιους νόμους και ποια έθη εφαρμόζει το καθένα τους».
Με αυτήν την προοπτική και η δικαιοσύνη δεν είναι μόνον η απονομή των ίσων, αλλά η εξισορρόπηση μεταξύ των δυνάμεων της κοινωνίας.
Να θυμίσω εδώ ότι κατά τον Πλάτωνα, όπως αναπτύσσεται στην «Πολιτεία» του, η ψυχή του ανθρώπου διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις, ήτοι το λογιστικό, το θυμοδειδές και το επιθυμητικό, και στις δυνάμεις αυτές αντιστοιχούν οι τρεις βασικές αρετές, ήτοι η αρετή της σοφίας που αναφέρεται στο λογιστικό μέρος της ψυχής, η αρετή της ανδρείας που συνδέεται με το θυμοειδές της ψυχής και η αρετή της σωφροσύνης που απορρέει από το επιθυμητικό της ψυχής.
Το σημαντικό είναι ότι, κατά τον Πλάτωνα, η τέταρτη αρετή που είναι η δικαιοσύνη διασφαλίζει τον σύνδεσμο και την ενότητα μεταξύ των τριών άλλων αρετών.
Αν σκεφθεί κανείς ότι η Πολιτεία, κατά τον Πλάτωνα, είναι μεγέθυνση της ψυχής, τότε οι πολίτες πρέπει να ασκούνται στην αρετή. Συγκεκριμένα, στην αρετή της σοφίας αναφέρονται οι βασιλείς-άρχοντες, στην αρετή της σωφροσύνης αντιστοιχούν οι παραγωγοί, και στην αρετή της ανδρείας προσδιορίζονται οι «φύλακες»-στρατιώτες. Οπότε, η αρετή της δικαιοσύνης είναι η ενοποιός αρετή που ισορροπεί τις άλλες τρεις αρετές και τις άλλες τρεις τάξεις που ζουν στην Πολιτεία. Αυτό δείχνει όχι μόνο την παιδαγωγική αξία του νόμου, αλλά και την ιερότητα της δικαιοσύνης που παιδαγωγεί και δεν αφήνει να λειτουργεί μονομερώς κάθε μια αρετή, αλλά σε ενότητα με τις άλλες.
Αυτά τα γνώριζε ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης που έμενε στην Αθήνα, αλλά προχωρεί το θέμα της δικαιοσύνης σε υψηλότερο σημείο. Έτσι, έχω σκοπό να ομιλήσω για την θεία δικαιοσύνη μέσα στο θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Απλώς να σημειώσω ότι κατά την ορθόδοξη παράδοση δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο ότι η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε για την εξιλέωση της θείας δικαιοσύνης, όπως το κάνει η σχολαστική θεολογία, κυρίως με τον Άνσελμο Καντερβουρίας, και εκφράζεται από τον δυτικό Χριστιανισμό.
Κατά την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία η θεία δικαιοσύνη ταυτίζεται εννοιολογικά με την αγάπη του Θεού, η οποία αγάπη εκφράζεται ως θυσία, προσφορά, κένωση, σταυρός. Για παράδειγμα ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας θα γράφει: «Η του Θεού περί το γένος εσχάτη και αγαθότης φιλανθρωπία, ήτις εστιν η θεία αρετή και δικαιοσύνη». Απλώς εντοπίσθηκε αυτή η διαφορά μεταξύ δυτικής και ορθόδοξης θεολογίας, για να περιορίσω τον λόγο στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Και μάλιστα για την θεία δικαιοσύνη. Πριν, όμως, εντοπισθεί τι είναι η θεία δικαιοσύνη είναι απαραίτητο να γίνει μια σύντομη αναφορά στο θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
2. Το θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου
Ευρισκόμενος ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην Αθήνα, την πόλη των φιλοσόφων Πλάτωνος, Αριστοτέλους και των μαθητών τους, γνώριζε, ασφαλώς, τα περί των ιδεών του Πλάτωνος και τα περί του πρώτου ακινήτου κινούντος του Αριστοτέλους. Για παράδειγμα, ο Πλάτων είχε θέσει ως αρχή της θεολογίας του, την εικόνα του ανθρωπίνου εγκεφάλου με τις σκέψεις του και μετέφερε αυτήν την εικόνα στην θεολογία του, για να πεί ότι ο Θεός έχει μέσα του τον κόσμο των Ιδεών και όλος ο κόσμος είναι αντίγραφο του κόσμου των Ιδεών.
Ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, αφού δέχθηκε την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου και έγινε Χριστιανός, και αφού έμαθε ότι ο Θεός είναι το φως το αληθινό ξεκίνησε από αυτήν την αλήθεια. Δηλαδή, όπως ο ήλιος στέλλει τις ακτίνες του στον κόσμο, αφού περάσουν διάφορα στρώματα στην ατμόσφαιρα, έτσι και ο Θεός είναι το φως το αληθινό και η ενέργειά Του περνά διαδοχικά από τα τάγματα των αγγέλων και τους ανθρώπους και φθάνει σε όλη την κτίση. Μέσα από αυτήν την προοπτική ομιλεί για την ουράνια Ιεραρχία, δηλαδή τις τάξεις των αγγέλων, και την εκκλησιαστική Ιεραρχία. Σε όλη την κτίση, νοερά και υλική, υπάρχει συνοδικότητα, αφού όλα τα κτίσματα δέχονται το φως του Θεού, αλλά αυτό γίνεται ιεραρχικά, κατά μέθεξη του κάθε όντος.
Ο άγιος Διονύσιος ομιλεί για την θεαρχία, που την ορίζει ως αρχή της θεώσεως, και αρχή της θεώσεως είναι ο Θεός, δηλαδή ο Τριαδικός Θεός είναι η αρχή της θείας ενεργείας, αλλά και η αρχή της ελκύσεως όλων των όντων προς Αυτόν.
Στην Θεαρχία, στην Τριαδική Μονάδα, βλέπουμε μια μονιμότητα, που είναι η ουσία Του, η υπερούσια ουσία, η κρυφιότητα, αλλά είναι και η πρόοδος του Θεού προς όλη την κτίση, δηλαδή είναι οι ενέργειες του Θεού, η θεία δύναμη. Η ενέργεια του Θεού, λέγεται πρόοδος, η οποία πολλαπλασιάζεται σε πολλές άλλες δυνάμεις. Γίνεται λόγος για «θεαρχικά φώτα».
Μαζί με την θεαρχία κάνει λόγο και για τις θεωνυμίες. Θεωνυμία σημαίνει τα ονόματα του Θεού, οι ονομασίες του Θεού, που δίνουμε εμείς. Υπάρχουν πολλές Θεωνυμίες, πολλά ονόματα που δίνουμε στον Θεό, όπως Ον, Έρως, Αγάπη, Εραστόν, Αγαπητό, Σοφία, Δύναμη, Δικαιοσύνη, Ειρήνη, Αγιότητα, Βασιλεία, Θεότητα κλπ.
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην αρχή του έργου περί θείων ονομάτων επιμένει σε δύο Θεωνυμίες, ήτοι στην Θεωνυμία του αγαθού και στην Θεωνυμία του καλού. Είναι αυτό που οι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν «καλόν κ᾽ αγαθόν». Ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος; Είναι «ο καλός κ᾽ αγαθός». Αυτά τα λαμβάνει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης από τα ανθρώπινα και τα αποδίδει στον Θεό. Είναι, λοιπόν, τα ονόματα του Θεού. Άλλωστε, κατά την καταφατική θεολογία δίνουμε ονόματα στο Θεό, λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη, ειρήνη δικαιοσύνη, και με την αποφατική θεολογία αφαιρούμε ονόματα από τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός είναι αόρατος, ακατάληπτος, απερίγραπτος κλπ.
Το αγαθός είναι η μοναδική αιτία των πάντων, που δηλώνει το Φως του Θεού, την ενέργεια του Θεού, την φωτοδοσία, που χύνεται σε όλη την κτίση. Η αγαθωσύνη του Θεού είναι μία κίνηση από τον Θεό προς όλη την κτίση. Ο Θεός είναι η μοναδική αιτία των πάντων, είναι το Φως.
Το καλός λέγεται με την έννοια του κάλλους, διότι από αυτό μεταδίδεται σε όλα τα όντα η καλλονή. Πρόκειται για μια «παρετυμολογία του κάλλους από το καλόν». Εν πάση περιπτώσει το καλός, κατά τον άγιο Διονύσιο, συνδέεται με το κάλλος, δηλαδή με την ομορφιά, την ωραιότητα. Ο,τι δημιουργεί η Θεαρχία, αυτό είναι αντανάκλαση του Φωτός, και αυτό δείχνει ότι υπάρχει ενότητα σε όλο τον κόσμο, και ενότητα του Θεού με την κτίση, οπότε αυτό αντανακλάται ως Φως. Το καλός είναι η επιστροφή των όντων στον Θεό διά του κάλλους και της ομορφιάς.
Αυτό σημαίνει ότι το αγαθός είναι η μοναδική αιτία των πάντων, που είναι το Φως, η φωτοχυσία που εκπέμπεται από την Θεαρχία. Και μετά, αυτήν την φωτοχυσία την βλέπει ο άνθρωπος μέσα στο κάλλος των όντων της δημιουργίας, και έτσι επιστρέφει στον Θεό διά της έλξεως. Αυτό γίνεται και με την κτίση. Έχουμε, λοιπόν, δύο κινήσεις. Με το αγαθόν κινείται ο Θεός προς την κτίση, και με το κάλλος, με την ομορφιά, επιστρέφει όλη η κτίση διά του κάλλους στον Θεό.
Αυτό έχει σχέση με το ότι ο Θεός είναι έρως και εραστόν, και ως έρως κινείται προς τον άνθρωπο και ως εραστόν ελκύει προς τον εαυτό Του τα του έρωτος δεκτικά. Οπότε, ο Θεός είναι έρως και εραστόν. Το έρως μπορούμε να το αποδώσουμε με την έννοια της αγαθωσύνης, ότι ο Θεός είναι αγαθός. Το εραστόν μπορούμε να το συνδέσουμε με το κάλλος, με το ότι ο Θεός είναι καλός, αφού όταν τα όντα βλέπουν το κάλλος επιστρέφουν στον Θεό.
Αυτές είναι οι δυό κινήσεις, ήτοι του Θεού προς την κτίση με το Φως Του, και της κτίσεως προς τον Θεό με την έλξη της κτίσεως προς τον εαυτό Του. Με τις δύο αυτές κινήσεις υφίσταται αυτή η ενότητα μεταξύ του Θεού και όλης της δημιουργίας. Οπότε, ο Θεός είναι αγαθός και καλός, και αυτές είναι οι Θεωνυμίες, είναι η μετοχή των ανθρώπων σε αυτές τις δυνάμεις της Θεαρχίας. Και μετέχοντας ο άνθρωπος των δυνάμεων της Θεαρχίας, του Θεού, μετέχει του Θεού και αποκτά γνώση του Θεού.
Πέρα από την Θεαρχία και τις θεωνυμίες, υπάρχει και η Ιεραρχία. Ιεραρχία λέγεται η μετοχή στις Θεωνυμίες. Η λέξη Ιεραρχία παράγεται από το ιερό και το άρχω, που δηλώνει την αρχή της Ιερότητας. Αυτό σημαίνει Ιεραρχία.
Εμείς, βέβαια, χρησιμοποιούμε την λέξη Ιεραρχία με μια διαφορετική έννοια, με την ιεράρχηση των πάντων. Υπάρχει και αυτή η έννοια, γιατί μιλάει για Ιεραρχίες, αλλά πάντα τις Ιεραρχίες, όταν τις χωρίζη κατά τριάδες, τις ερμηνεύει με την έννοια ότι αφ᾽ ενός μεν οι πρώτες δέχονται την φωτοχυσία, και τις μεταδίδουν στις επόμενες, αφ’ ετέρου δε ότι τις ελκύουν, δηλαδή ελκύονται οι κατώτερες από τις μεσαίες, οι μεσαίες από τις ανώτερες και ανάγονται όλες στον Θεό. Επομένως, πάντοτε υπάρχει αυτή η αρχή της ιερότητας που είναι η αρχή της μεθέξεως της ενεργείας του Θεού.
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, μιλώντας για Ιεραρχίες δίνει τον ορισμό ότι η αρχή και η ουσία ολόκληρης της Ιεραρχίας είναι ο Θεός, ο καλός και αγαθός και σοφός Θεός, που είναι η αποκάλυψη του θείου έρωτος και της θείας αγάπης.
Ιεραρχία είναι η διακόσμηση, η οποία αποτελεί την εικόνα του θεαρχικού κάλλους, η οποία είναι θεοφάνεια του καλού και αγαθού. Αυτό είναι Ιεραρχία. Και ποιος είναι ο σκοπός της Ιεραρχίας; «Σκοπός ούν ιεραρχίας εστίν η προς Θεόν ως εφικτόν αφομοίωσίς τε και ένωσις, αυτόν έχουσα πάσης ιεράς επιστήμης τε και ενεργείας Καθηγεμόνα».
Έτσι, ο σκοπός της Ιεραρχίας σε όλη την κτίση είναι το πως όλοι θα αφομοιωθούν και θα ενωθούν, όσο είναι δυνατόν, με τον Θεό, μέσα από την ιερή επιστήμη και την γνώση, έχοντας καθηγεμόνα τον Θεό.
Είναι υπέροχο αυτό το θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου με την κίνηση του Θεού προς τον κόσμο και την έλξη του κόσμου από τον Θεό. Είναι θέμα θεοπτικής εμπειρίας που σαφέστατα υπερβαίνει δημιουργικά τις φιλοσοφικές απόψεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας, όπως του Ηρακλείτου, και της κλασσικής μεταφυσικής του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των νεοπλατωνικών, ακόμη και της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας και του γερμανικού ιδεαλισμού.
Δεν είναι εύκολο να απλοποιήση κανείς αυτά τα μεγάλα θέματα, αλλά απλώς εντοπίσθηκε μια σύντομη θεώρηση αυτών για να γίνει αντιληπτό ότι η θεία δικαιοσύνη είναι μια θεωνυμία, είναι ενέργεια του Θεού, της οποίας μετέχει η κτίση με ένα συνοδικό και ιεραρχικό σύστημα μεθέξεως του Θεού.
3. Η θεία δικαιοσύνη στον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη
Στα έργα του αγίου Διονυσίου γίνεται λόγος για «θεία δικαιοσύνη», για «Θεού δικαιοσύνη». Το θέμα, όμως, είναι πως νοείται η θεία δικαιοσύνη με όσα ανεφέρθησαν προηγουμένως για τις ενέργειες του Θεού.
Στο έργο του «περί θείων ονομάτων», αναφέρεται στα ονόματα του Θεού, στις θεωνυμίες Του. Ο Θεός είναι ανώνυμος ως προς την ουσία Του, ακριβώς γιατί είναι αμέθεκτος από τον άνθρωπο κατά την ουσία Του, αλλά είναι και πολυώνυμος κατά τις ενέργειές Του, οι οποίες είναι μεθεκτές. Μεταξύ αυτών των «θείων ονομάτων είναι και η δικαιοσύνη». Σε ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου αυτού ομιλεί «περί δυνάμεως, δικαιοσύνης, σωτηρίας, απολυτρώσεως, εν ω και περί ανισότητος» (Ενθ. αν. σελ. 180). Φυσικά, πρέπει να επαναλάβω ότι τα ονόματα αυτά δεν ανήκουν στον Θεό, αλλά εμείς προσδίδουμε στον Θεό ονόματα, μετέχοντας των ακτίστων ενεργειών Του.
Στο κεφάλαιο αυτό αρχίζει με την φράση: «Αλλ’ επειδή την θείαν αληθότητα και υπέρδυμον σοφίαν και ως δύναμιν υμνούσι και ως δικαιοσύνην οι θεολόγοι, και σωτηρίαν αυτήν αποκαλούσι και απολύτρωσιν, φέρε και ταύτην, ως εφικτόν ημίν τας θεωνυμίας αναπτύξωμεν».
Εδώ κάνει λόγο για το πως οι θεολόγοι, δηλαδή οι θεόπτες, οι «ορώντες» τον Θεόν ομιλούν για τις «θεωνυμίες».
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για το ότι ο Θεός είναι δύναμη, κατά τους θεολόγους, το εννοεί με το ότι προέχει και υπερέχει κάθε δύναμη, επειδή είναι αίτιος κάθε δυνάμεως και παράγει τα πάντα με αμείωτη και απεριόριστη δύναμη και διότι είναι αίτιος της αυτοδυναμίας και της δυνάμεως των επί μέρους. Αυτή η απειροδύναμη διάδοση του Θεού προχωρεί σε όλα τα όντα, και δεν υπάρχει κανένα ον που στερείται εντελώς του να έχει κάποια δύναμη, αλλά όλα έχουν δύναμη νοερά ή λογική ή αισθητική ή ζωτική ή ουσιώδη και το ίδιο το είναι την ύπαρξη.
Έπειτα, μιλώντας για την δικαιοσύνη του Θεού, γράφει ότι ο Θεός υμνείται ως δικαιοσύνη, διότι απονέμει σε όλα τα όντα κατά την αξία τους αρμονία, κάλλος, ευταξία και ευρυθμία, ορίζει όλες τις δωρεές και τις θέσεις όπως ταιριάζει στον καθένα κατά τον απολύτως δίκαιο κανόνα, και είναι σε όλα αίτιος της αυτενεργείας του. Επομένως, η θεία δικαιοσύνη είναι που ταξινομεί και ορίζει τα πάντα, και διατηρούνται τα πάντα άμικτα και ασύμφυρτα από όλα, δωρίζει σε όλα τα όντα όσα ταιριάζουν στο καθένα, κατά την ιδιαίτερη αξία του.
Με την δικαιοσύνη του Θεού μετρείται η ισότητα των πάντων. Δηλαδή, η δικαιοσύνη είναι φρουρητική, αφού δεν επιτρέπει να διαταραχθούν όλα, αναμιγνυόμενα με όλα, αλλά φυλάσσει τα όντα, το καθένα κατά το είδος του, στην θέση που από την φύση του ανήκει.
Εδώ χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή. Με όσα γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης περί δικαιοσύνης και ισότητος, δεν ευνοεί κάποιον φεουδαλισμό, όπως καλλιεργήθηκε και εφαρμόστηκε ο φεουδαλισμός από τους Φράγκους στην δυτική θεολογία, αφού ο Θεός στέλλει το Φως Του σε όλη την κτίση, στους αγγέλους και τους ανθρώπους, στους βαπτισμένους και τους εκτός της Εκκλησίας, αλλά ο καθένας μετέχει του Φωτός αυτού κατά διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι, λοιπόν, ο Θεός που δημιουργεί εκ φύσεως ανισότητα, αλλά η ανισότητα δημιουργείται από τον τρόπο της μετοχής από τον καθένα του θείου Φωτός.
Σε όλο το θεολογικό σύστημα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, που διαφέρει σαφέστατα από τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής του, όλα τα όντα διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα ευρίσκονται σε αλληλεξάρτηση, και αυτό φαίνεται από τις τρεις αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ τους. Η πρώτη αρχή είναι η αρχή της ενώσεως, αφού ο Θεός είναι το Ένα που με την έξοδό Του προς τον κόσμο πληθύνεται, ο κόσμος είναι τα πολλά που τείνουν πάντοτε προς την ένωση μεταξύ τους με τον Ένα, τον Θεό.
Η δεύτερη αρχή είναι η αρχή της κινήσεως, του Θεού και των όντων, με την ευθεία, την ελικοειδή και την κυκλική κίνηση. Και η τρίτη αρχή είναι η αρχή της συγγενείας και της τάξεως, αφού κάθε διακόσμηση που βρίσκεται γύρω στον Θεό είναι θεοειδέστερη από κάποια άλλη που είναι πολύ απομακρυσμένη από αυτόν και εκείνες που είναι πλησιέστερα στο αληθινό φως είναι φωτεινότερες και φωτιστικότερες. Αυτό γίνεται και σε όλες τις επί μέρους ιεραρχίες και αυτό είναι η θεία δικαιοσύνη. Όσο καθαρότερο είναι το κάτοπτρο, τόσο φωτεινότερα και διαυγέστατα δέχεται και ακτινοβολεί τις ακτίνες του ηλίου.
***
Προσπάθησα όσο πιο σύντομα μπορούσα να παρουσιάσω τις θεωνυμίες του Θεού, μεταξύ των οποίων είναι η θεωνυμία της θείας δικαιοσύνης. Έτσι ομιλούν οι εμπειρικοί θεολόγοι, δηλαδή οι θεόπτες, όπως ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ της θείας δικαιοσύνης και της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Η θεία δικαιοσύνη είναι μέθεξη κατά διαφόρους βαθμούς του θείου Φωτός. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι εφαρμογή των ανθρωπίνων νόμων. Όμως, παρά ταύτα οι φορείς της δικαιοσύνης, δηλαδή όσοι απονέμουν την ανθρώπινη δικαιοσύνη, κατά τον βαθμό και τον τρόπο της μεθέξεως της θείας δικαιοσύνης έχουν την δυνατότητα να βλέπουν τον νόμο ως προς την εφαρμογή του στις συγκεκριμένες συνθήκες του ανθρώπου, και ίσως είναι φιλανθρωπότεροι.
Αυτό το εκφράζει με έναν εκπληκτικό τρόπο ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Φόνισσα». Τελειώνει το διήγημά του: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν, τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Αυτό σημαίνει ότι ο Παπαδιαμάντης αφήνει την «φόνισσα», την γραία Χαδούλα την Φραγκογιαννού, στην δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού. Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ενεργούμε πλήρως με την θεία δικαιοσύνη, αφού ο Θεός βλέπει το βάθος της ψυχής μας, αλλά όλοι πρέπει να κρίνουμε λίγο πιο πάνω από την ανεπαρκή ανθρώπινη δικαιοσύνη, δηλαδή να κινούμαστε στο μέσον μεταξύ της ανθρωπίνης και της θείας δικαιοσύνης.