Κοιτώντας με ψυχραιμία τα χτεσινά συμπαρομαρτούντα των κινητοποιήσεων στη μνήμη του Αλέξη Γρηγορόπουλου δύο πράγματα μπορείς να διαπιστώσεις: πρώτον, τη φθίνουσα διαδικασία, ίσως όχι σε αγωνιστικότητα όσων συμμετέχουν, σίγουρα όμως σε ωριμότητα ηλικιών, καθώς όλο και μικρότερα παιδιά προσπαθούν με το ζόρι να «θυμηθούν» εκείνο που τους έμεινε σαν αίσθηση από όταν ήταν επτά ή οκτώ χρόνων. Και δεύτερον, την αναγκαιότητα, την υποχρεωτικότητα των συμβάντων. Σαν να είναι κάποια παρακαταθήκη, σαν τις εθνικές επετείους, που είναι ζωτικής σημασίας να παραμείνουν «στη συλλογική μνήμη», Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γίνονται όλα στη μνήμη ενός παιδιού που οι γονείς του έχουν ζητήσει να ΜΗΝ γίνονται…
Ο Όργουελ λέει πως «κάθε γενιά φαντάζεται ότι είναι πιο έξυπνη από τη γενιά που πέρασε και πιο σοφή από τη γενιά που ακολουθεί» και πως «ένας ανθρωπιστής είναι κι ένας υποκριτής». Αλλά λέει κι ότι «δεν επιβάλλεις δικτατορία για να περιφρουρήσεις την επανάσταση, αλλά κάνεις επανάσταση για να εγκαταστήσεις δικτατορία». Εννοεί τη δική σου δικτατορία…
Στην Ελλάδα-και στα μέρη μας-, όπου όλα είναι τραγικά όσο και κωμικά, χτες μπορούσες να δεις μαμάδες με το καροτσάκι να πηγαίνουν για τον καφέ τους μερικά μέτρα από κει που αγριεμένοι νέοι πέταγαν πέτρες. Κόσμος έτρωγε σουβλάκι και είχε οπτική επαφή με μάρμαρα που ξεκόλλαγαν από το έδαφος. Έμοιαζε σαν κανείς να μην εννοούσε αυτό που έκανε, όλα να ήταν ένα περίεργο θεατρικό ή, μάλλον, ένα χορευτικό με σκοπό πιο πολύ την ψυχαγωγία παρά τον προβληματισμό ή την ανατροπή των πάντων. Κάτι σαν την αναβίωση ενός εθίμου, όπου όλα είναι συμβολικά κανείς δεν νιώθει να απειλείται και στην πραγματικότητα όλοι είναι ανακουφισμένοι γι’ αυτό!
Κάποιοι έκαναν ότι βγήκαν να ξεσκάσουν κι άλλοι διεκπεραίωναν μια υποχρέωση απέναντι «στη γενιά τους». Αυτή η γενιά βέβαια, όπως και η δική μου γενιά, από μόνη της δεν λέει τίποτε. Γενιά έχει κι ο Τζιτζικώστας και μάλιστα την κοπανάει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. «Η γενιά μου» και «η γενιά μου κι εγώ» και άλλες τέτοιες κοινοτυπίες… Θέλω να πω ότι οι μεγάλες κουβέντες και η φιλαυτία δεν κάνουν και τις μεγάλες εποχές.
Προσωπικά όταν θέλω να νιώσω ΤΟ τι περνάνε τα παιδιά συμβουλεύομαι έναν φίλο μου που έχει μαγαζί με φαγητό(σε δική μου διασκευή): «Τα παιδιά μπαίνουν μέσα παρέες των οκτώ, αγόρια κορίτσια, και δεν κοιτάζει το ένα το άλλο. Παίζουν με τα κινητά, φτιάχνουν το μαλλί με τον καθρέφτη που είναι και κάμερα, φωτογραφίζουν τις πατάτες. Πάνε στη τουαλέτα και παίρνουν το τηλέφωνο, ίσως πάρει ο Ομπάμα, ίσως να πρέπει να φωτογραφίσουν κάποιο σπυράκι τους. Δεν σου μιλάνε, δείχνουν στον κατάλογο όπως κάθονται στο σπίτι και τρώνε χωρίς να τους μιλάει η μάνα κι ο πατέρας για να μην τσακωθούν. Τους πέφτει το πιρούνι, τους πας άλλο, τους ξαναπέφτει, τους ξαναπάς, σε κοιτάνε και δεν έχουν ούτε ένα ευχαριστώ. Τρώνε, ανεβάζουν κάτι στο facebook, φεύγουν. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχει ελπίδα κι εμείς είχαμε τα χάλια μας αλλά αυτό είναι κάτι άλλο»…
Την άλλη μέρα πάνε στο σχολείο, συμπληρώνω εγώ. Εκεί για να σωθεί η μέρα και να βγουν όλοι αλώβητοι, μαθαίνουν ότι είναι άτρωτα και ότι οι καθηγητές «είναι μαζί τους». Τα υπόλοιπα έρχονται με έπαρση, χωρίς στοργή από μεγαλύτερους προς μικρότερους και μέσα σε εξετάσεις που διακόπτονται από αταβιστικές καταλήψεις…
Γ.Συμψηρής