Ο τίτλος ίσως ξενίσει ορισμένους. Είναι λίγο οξύμωρο το σχήμα, αλλά τόσο επίκαιρο όσο ένα κοντινό πλάνο στη σύγχρονή μας πραγματικότητα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους δανειστές που μας ρουφούν το μεδούλι ως έθνος, αυτοί έχουν και το ελαφρυντικό τής εκ της αλλοδαπής προέλευσής τους. Κυρίως στέκομαι στους ελληνικής κοπής κερδοσκόπους που, εκμεταλλευόμενοι την κρίση και τα παρεπόμενά της, επιδιώκουν να αυξήσουν τον ανήθικο πλούτο τους.
Έχουν, μάλλον, ζηλέψει τους επί Κατοχής προπάτορές τους. Άλλωστε τώρα, όπως και τότε, η γερμανική «μπότα» έχει καθίσει για τα καλά στον σβέρκο τού Έλληνα. Κι έτσι, ανάμεσα στα πανελλαδικής διάχυσης καταστήματα αγοράς χρυσού, έχουμε να επιδείξουμε και τις δικές μας προόδους σε ντόπιους πιστωτές. Ή, στο λαϊκότερο, τοκογλύφους – παράσιτα, δηλαδή, που ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και κοινωνικής αποσάθρωσης.
Είναι, άλλωστε, κι ο δήμος μας μικρογραφία των ευρύτερων δεινών που κατατρύχουν τη χώρα. Όταν μάλιστα στη μισθολογική καχεξία, την υποαπασχόληση, την ανεργία προστεθούν και τα χρέη, τότε η κατάσταση γίνεται αποπνικτική. Πολλοί συνδημότες μας βρίσκονται σε παρόμοιο αδιέξοδο. Κι ο συνδυασμός αδιεξόδων και απελπισίας εξωθεί συχνά σε ακροτελεύτια σκαλοπάτια απονενοημένων διαβημάτων. Μην ξεχνάμε ότι από την αρχή τής κρίσης έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα πάνω από τρεις χιλιάδες αυτοκτονίες. Αριθμός που παραπέμπει σε βορειοευρωπαϊκά δεδομένα, και μη έχοντας καμία σχέση με την ηλιόλουστη αισιοδοξία παραμεσόγειων λαών.
Αυτό, λοιπόν, το κλίμα φόβου και κατάθλιψης έχουν φροντίσει να εγκαταστήσουν σε ουκ ολίγα σπίτια τής περιοχής μας οι σύγχρονοι Σάιλοκ. Άνθρωποι καθόλα «έντιμοι», που με το συσσωρευμένο ρευστό τους διαφεντεύουν μοίρες και υπολήψεις. Κι αν δεν απαιτούν λίβρες αίματος σαν τον σαιξπηρικό ήρωα, οδηγούν στην εκμηδένιση τα θύματά τους που από κάποια κακοτοπιά βρέθηκαν μπλεγμένα στα βρόχια τους. Τους γνωρίζουμε, η φήμη και το παραγεμισμένο πορτοφόλι τους συνοδεύονται σχεδόν πάντα από κάμποσα «κοπάδια» δυστυχούντων. Κι είναι τέτοιες οι δουλοπρεπείς αβρότητες με τις οποίες τους περιβάλλουν οι «ευεργετημένοι», που είναι να καταθλίβεσαι για την κατάντια και τον εκπεσμό τής αξιοπρέπειας υπό τη σπάθη τής ανάγκης.
Ωστόσο, παρόλο που έχουμε αίσθηση των όσων τραγικών, για μια δήθεν συγκροτημένη κοινωνία, εκτυλίσσονται γύρω μας, εμείς ή εθελοτυφλούμε ή ποιούμε τη νύσσα! Αλλά δεν είναι δυνατόν σε συνθήκες ακραίες, όπως αυτές που βιώνουμε καθημερινά, να διατηρήσουμε τη συνοχή και την ακεραιότητά μας, αν απεμπολήσουμε τις ανθρωπιστικές αξίες τής αλληλεγγύης και της ελευθεροφροσύνης. Αξίες που μεταβάλλονται σε τσαλαπατημένες καρικατούρες στα αρπακτικά νύχια τής κερδοσκοπίας κάποιων «εντιμότατων» συνδημοτών μας.
Μια τέτοια, συνεπώς, κατάσταση που στοιχειώνει γειτονικά σπίτια και συμπολίτες μας μάς αφορά όλους. Κι αυτό γιατί σε μικρές κοινωνίες, όπως η δική μας, όταν παρόμοιου χαρακτήρα προβλήματα δεν θεραπευτούν εν τη γενέσει τους, σιγά – σιγά και υποδόρια αποκτούν την εξέλιξη και τις διαστάσεις «χιονοστιβάδας». Λείπουν, δηλαδή, τα πολλά συμπληρωματικά «γρανάζια»… και η υπολειτουργία ενός αρκεί για να ανατρέψει διά παντός τις ισορροπίες ευρυθμίας που αρμόζουν σε κοινότητες, όπου η γαλήνη και η αλληλοκατανόηση είναι οι θεμέλιοι και συστατικοί λίθοι τους. Ποια είναι, όμως, εδώ η θέση των διαχειριζομένων τα δημοτικά μας πράγματα; Πού περιδιαβάζουν ξανά το καταταλαιπωρημένο από την τύρβη τής αδράνειας και της αμετροέπειας σαρκίο τους;
Διότι, εάν διαθέταμε μια ισχυρή διοίκηση που θα στεκόταν αρωγός και σύμβουλος στην αντιμετώπιση των μέρα με τη μέρα εντονότερων δυσκολιών, οι διαστάσεις τού φαινομένου τής τοκογλυφίας θα είχαν μετριαστεί, ή και περιοριστεί στο ελάχιστο. Είναι, άλλωστε, πολύ δύσκολο σε συνθήκες κρίσης, όπου και η στοιχειώδης επιβίωση δοκιμάζεται, να μπορέσει ο πολίτης να αντέξει χωρίς την παρουσία ενός οργανωμένου δικτύου ηθικής και υλικής υποβοήθησής του.
Με τις Τράπεζες να δανείζουν με το σταγονόμετρο, τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων να έχει πέσει στο ναδίρ και την υπερφορολόγηση να τσακίζει συλλήβδην αθώους και ενόχους, ποια άλλη έσχατη λύση μπορούν να αναζητήσουν και οι δεινοπαθούντες επαγγελματίες τής περιοχής μας από το να στραφούν στον γνωστό – άγνωστο κύκλο των ανθρωπογδαρτών συνδημοτών μας; Η παρούσα όμως κατάσταση δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της εθνικής μας κρίσης, αλλά κυρίως το απότοκο της χρόνιας κακοδαιμονίας κακοδιοίκησης που μαστίζει τον δήμο μας. Και θα το τονίσω για άλλη μια φορά, ποιες στρατηγικές έχει αναπτύξει η δημοτικής μας αρχή για να απαλύνει – έστω ελάχιστα – τα βάρη των πολιτών της και να εμφυσήσει μια προοπτική ελπίδας για το μέλλον; Μηδέν εις το πηλίκο, πουθενά προεργασία – πουθενά μεθοδικότητα, όλα ακολουθούν την αλάνθαστα ωχαδελφική τακτική τού βλέποντας και κάνοντας!
Σε σοβαρούς, εντούτοις, δήμους έχουν ήδη γίνει βήματα για μια πρώτη στήριξη των πιο ευπαθών ομάδων, μέσω παροχών σε αγαθά και υπηρεσίες… κάτι που εδώ αποτελεί ψιλά γράμματα, γιατί μάλλον ορισμένοι φαντάζονται ότι δημαρχεύουν σε κάποιο χλιδάτο καντόνι τής Ελβετίας(!). Από την άλλη, δήμοι με συγκριτικά πλεονεκτήματα, μην ξεχνάμε και τη δική μας παραμελημένη υπεροχή στους τομείς του τουρισμού, της αλιείας και της αγροτογαλακτοκομίας, προέβλεψαν και φρόντισαν, πριν γιγαντωθεί η κρίση, να οχυρωθούν με έργα υποδομής και ευέλικτα προγράμματα εξωστρέφειας, ώστε τώρα να νιώθουν λιγότερο επώδυνους τους κλυδωνισμούς της, και να πρωταγωνιστήσουν ως προμετωπίδα ανάκαμψης όταν τα πράγματα αρχίσουν ξανά να ομαλοποιούνται.
Στον δήμο μας, ωστόσο, η τοκογλυφία ήρθε για να μείνει. Η οικονομική καχεξία των πολιτών του διαρκεί χρόνια και χρόνια, και φως στο τούνελ δεν φαίνεται από πουθενά. Η αγορά μαραζώνει, καταστήματα με παράδοση κλείνουν ή προστίθενται στην ατέλειωτη σειρά από φαστφουντάδικα και καφετέριες. Το επιχειρηματικό πνεύμα εκλείπει και οι νέοι εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Περιουσίες αλλάζουν χέρια, λόγω τής αδυναμίας αρκετών δημοτών να ανταποκριθούν στα πανωτόκια που τους επιβάλλουν οι δανειστές τους… και η μαφία τής τοκογλυφίας νέμεται σταδιακά και μεγαλύτερο κομμάτι τής οικονομικής μας ζωής, βυθίζοντας στην απόγνωση όλο και περισσότερους επαγγελματίες.
Η ισχύς τού χρήματος καθιστά τέτοιου είδους οικονομικούς εγκληματίες «εντιμότατους», γιατί έτσι έχουμε συνηθίσει να μετράμε το ήθος των ανθρώπων. Οι «εντιμότατοι», λοιπόν, τοκογλύφοι έχουν θέση ανάμεσά μας… όσο εμείς τους το επιτρέπουμε…
Νάκας Βασίλης, Δημοσιογράφος.