Στις παρελάσεις προσπαθώ να μην πηγαίνω εδώ και χρόνια. Ποτέ δεν τις συμπαθούσα, από τον καιρό της ευμάρειας ακόμα, που έγιναν προσκλητήριο για να πάνε τα παιδιά και μια μέρα για καφέ με στολή, με απωθούσαν όλο και πιο πολύ. Μετά ήρθαν οι επέτειοι του ’10, του ’11 και του ’12… Όχι στα 1900 αλλά μετά το 2010 όταν και έγιναν οι παρελάσεις από τη μια προσκλητήριο για συνθήματα και νοήματα άσχετα με το θέμα (ή μάλλον υπερεθνικιστικά και υπερδιεθνιστικά)και από την άλλη περιφρουρούμενες εκδηλώσεις. Από τη μια η περιφρούρηση της αστυνομίας και από την άλλη η περιφρούρηση αυτών που πάντα έχουν δίκιο.
Ζητώ επίτηδες να μην βλέπω- ούτε καν για επαγγελματικούς λόγους- ούτε το πατριωτικό φολκλόρ ούτε την παροδική αντίσταση που θα έπνιγε τα πάντα στις πλατείες, αλλά τελικά ατόνησε γιατί κουράστηκε από μόνη της… Το αποφεύγω σαν ένα θέαμα που μου είναι άβολο και ξέρω ότι κρατάει για λίγες ώρες. Βάφεται η πλατεία Δημάδη για τις εκδηλώσεις και από αύριο θα επιστρέψει στην… κανονικότητα, σε αυτούς που την έχουν και τον υπόλοιπο καιρό. Πως βλέπεις ένα χορευτικό και κάποιος τσακίζεται επί σκηνής; Υπάρχουν αυτοί που γελάνε, αυτοί που θα τρέξουν από ψεύτικο ενδιαφέρον να δουν τι έπαθε κι αυτοί που ανησυχούν πολύ και ειλικρινά. Ε, εγώ ντρέπομαι να τα βλέπω τα ατυχήματα και παρά το επάγγελμα που κάνω δεν έχω καταφέρει να παρακολουθώ τον κόσμο να διασύρει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αν έπεσε μια μούντζα, αν σηκώθηκε ένα ακόμα πανό κι αν είπε κάποιος κάποια «μαγκιά»;
«Μα η μαθητιώσα νεολαία που περνάει και τα τραγούδια για μια μεγάλη στιγμή της Ελλάδας είναι αυτοεξευτελισμός;», θα ρωτήσει κάποιος. Τα παιδιά περνάνε κάτω από βλέμματα γονιών, χαβαλέδων και απλά περίεργων μπροστά από εξέδρα που είναι άδειο κέλυφος για τον μέσο πολίτη. Στα χρόνια που η μεγάλη κουβέντα το απόγευμα στα δίκτυα θα είναι πάλι τι καραγκιόζης είναι ο Χειμωνάς, στα χρόνια που όλες έχουν ήδη ανεβάσει το παιδί τους στο facebook την ώρα που περνάει και που το μεσημέρι θα αναρωτιούνται πάλι αν οι αγορές είναι «διεθνείς ενώσεις απατεώνων» ή το ΙΚΑ που κάνει τον επενδυτή, τι νόημα έχει πια;
Η Βέμπο εκτός των άλλων τραγούδησε, σχεδόν με τη λήξη του πολέμου:
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά/ οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις/ γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα /κι η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα κι ίσως μια μέρα εμείς που τόσο αίμα εχύσαμε/να μας καθίσουν στο σκαμνί γιατί νικήσαμε.
Στους πιο πολλούς που ξέρω αυτοί οι στίχοι λένε ότι πάντα οι σύμμαχοι μας αδικούσαν. Σε κάποιους σαν τον γράφοντα λένε ότι πάντα αδικούσαμε τους εαυτούς μας.
Γ.Σ.