Το άρθρο έχει να κάνει με την φασιστική πράξη του καψίματος του αυτοκινήτου του συναδέλφου Παναγιώτη Τσακανίκα. Όλα αυτά τα ερωτηματικά στην επικεφαλίδα του σχολίου έχουν μπει γιατί όλα είναι υπό αίρεση σήμερα στην Ελλάδα. Το να γράψεις αυτή τη φράση είναι πολύ απλό. Αλλά ποιοι καταδικάζουμε; Όλοι οι…δημοκράτες; Ποια βία ακριβώς; Υπάρχει και καμιά καλή ή δικαιολογημένη βία; Άμα εμείς είμαστε που έχουμε όλα τα δίκια;Και, φυσικά, ποιας Δημοκρατίας; Αυτής που έχουμε εμείς κατά νου ή κάποιας άλλης που μας καταπιέζει;
Να μην τα πολυλογούμε και πολύ άργησε να συμβεί αυτό. Είναι αξιοθαύμαστο που άργησε και καθόλου αξιοπερίεργο που συνέβη σε μια εποχή που νόμιζαν όλοι ότι είχαμε προσπεράσει το “σημείο μηδέν”. Προσωπικά οι ανακοινώσεις αλλά και οι προσωπικές τοποθετήσεις στα κοινωνικά δίκτυα δεν μου λένε και πολλά. Έχουμε μεγάλο μίσος για την αντίθετη άποψη και μεγάλη όρεξη για να “πάρουμε τα ηνία εμείς στα χέρια μας” και “να τους δείξουμε”. Έχει προ πολλού κερδίσει η ρητορική του μίσους και μπορείς να στοχοποιηθείς ευκολότερα από όσο νομίζεις.
Στην Ελλάδα το να τρομοκρατείς είναι και μαγκιά. Εδώ και καιρό πάμπολα διαφορετικά μετερίζια υποδεικνύουν. Αρκεί να δεις τη ρητορική κάποιων αγανακτισμένων δημοσιολόγων και το “χιούμορ” κάποιων εκπομπών που “δείχνουν” ανθρώπους για να ξέρεις τι να περιμένεις.
Στην ουσία της υπόθεσης ένα είναι σημαντικό: Η επίθεση έγινε στο σπίτι του συναδέλφου .Οι “δικαστές” δηλαδή, με κάποιο τρόπο, βρίσκουν που μένει αυτός που δεν τα λέει ή δεν τα κάνει καλά και πάνε σπίτι του. Ψάχνουν δηλαδή και βρίσκουν αυτοκίνητα, διευθύνσεις, οικογένειες. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο, νομίζω.
Γ.Σ.