Της Φωτεινής Τσιτσώνη – Καβάγια
Εκπαιδευτικού
Μ. Παρασκευή σήμερα και τέτοια μέρα σαν κι αυτή, τι να πρωτοθυμηθείς, τι να ’χεις να θυμάσαι! Τι να πρωτοφέρεις στη μνήμη σου από πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα που έχουν φύγει από τη ζωή, μα που πάντα σε συντροφεύουν με τις νουθεσίες τους, τους επαίνους τους, τη ζεστασιά των λόγων τους, ακόμα και τις γκρίνιες τους, αλλά και την αγάπη που σου έδωσαν και την έχεις κλεισμένη στην καρδιά σου!
…Κι η γιαγιά η Μαριγώ, αγαπημένο πρόσωπο χωρίς ηλικία , που μένει πάντα στη μνήμη μου άφθαρτη, νέα, ζωηρή και δραστήρια, ξημερώνοντας η Μ..Παρασκευή άνοιγε το παράθυρο του σπιτιού της, έκανε το σταυρό της ατενίζοντας κατά την ανατολή κι άρχιζε το τραγούδι…
« Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται…»
Έτσι έλεγε και λέει το «Μοιρολόι της Παναγιάς». Κι είναι το μοιρολόι που τραγουδιόταν αλλά και σήμερα συνεχίζει να τραγουδιέται τη Μ. Παρασκευή σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας , ένα μακρύ αφηγηματικό τραγούδι, που απαντάται από την Κάτω Ιταλία ως τον Πόντο και την Κύπρο. Διηγιέται του Χριστού τα πάθη, έτσι ακριβώς όπως τα ’ζησαν η Παναγία μητέρα του και οι Μυροφόρες γυναίκες, που συμπονούσαν τη Θεοτόκο.
Για το μοιρολόι, που είναι επηρεασμένο από τα Ευαγγέλια και την υμνογραφία της Εκκλησίας υπάρχουν πολλές παραλλαγές στα διαφορετικά διαμερίσματα της πατρίδας μας.
…Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τις προσευχές της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή επήλθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν κυρά μ’ οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
Και του υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυρανάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνιά νερό της ρίξανε όσο να ’ρθεί ο νους της
κι απάνω που συνέφερε τούτον το λόγο λέγει.
…Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
Και του Προδρόμου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Επήραν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι
Και ο στρατίς τους έβγαλε στου ατσίγγανου την πόρτα.
-Ώρα καλή σ’ ατσίγγανε κι ίντα που μαστορεύεις.
-Οβραίοι μου παράγγειλαν καρφιά για να τα φτιάξω.
Μου παραγγείλαν τέσσερα , κι εγώ , τους φτιάχνω πέντε.
Τα δυο θα μπουν στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό θα μπει μες στην καρδιά του.
…Η Παναγιά σαν τ ’άκουσε πέφτει λιγοθυμάει.
…Δεν έχ’ γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου…
…Απολογείται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει
-Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέται ο κόσμος όλος.
Άντε μανούλα μ’ στο καλό και διάφορο δεν έχεις.
Μόν’ το Μ. Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις…
… Κι αφού τέλειωνε το τραγούδι της η γιαγιά η Μαριγώ κι αφού ξανάκανε και πάλι το σταυρό της συνέχιζε τις ατέλειωτες διηγήσεις της…
…Κι έτσι, που λέτε ήταν τότε παλιά η Μ. Παρασκευή… Δέος και συγκίνηση επικρατούσε σ’ όλο το Μεσολόγγι. Οι Εκκλησιές γεμάτες από κόσμο για τις ακολουθίες του Νυμφίου και των Παθών. Και φωτιές μεγάλες άναβαν το βράδυ ξημερώνοντας έξω από τις Εκκλησιές σαν και τη φωτιά που άναψαν στην αυλή του δικαστηρίου του Χριστού, τότε που τον δίκαζαν…
Και τις έθρεφαν τις φωτιές μ’ ό,τι παλιό ξύλο είχαν και με σανίδια και με παλιά πορτοπαράθυρα και με παλιά σκαφίδια και σαπιογάιτες, ενώ τα πυροτεχνήματα και τα χαλκούνια έδιναν κι έπαιρναν και φλόγιζαν τους ουρανούς!… Και στα σπίτια δεν έβραζε η χύτρα, ούτε τραπέζι στρώνονταν. Και σαν προχωρούσε η μυρωδάτη ανοιξιάτικη νύχτα γινόταν ολονυχτίς ο στολισμός του Επιταφίου από κορίτσια ανύπαντρα με λουλούδια ολόφρεσκα της άνοιξης κομμένα από τους κήπους των σπιτιών, όπου κυριαρχούσαν κυρίως οι μοβ και οι λευκές βιολέτες. Κι οι καμπάνες χτυπούσαν θλιβερά κι οι Εκκλησιές ντυμένες στα κατάμαυρα!
Κι από το μεσημέρι της μέρας ξεκινούσε το προσκύνημα σ’ όλους τους Επιτάφιους των Εκκλησιών για ευλογία, ενώ τα μικρά παιδιά περνούσαν από κάτω τους σταυρωτά.
Και το απόγευμα απαραιτήτως όλοι με τις οικογένειές τους και παρέες παρέες θα περνούσαν για προσκύνηση και από τον Επιτάφιο της Παναγίας του Αιτωλικού.
Κι αφού επέστρεφαν απ’ το αιτωλικιώτικο προσκύνημα, όλοι έτρεχαν για τα Εγκώμια στις δικιές τους Εκκλησιές αλλά και για την περιφορά του Επιταφίου.
…Κι ύστερα η επιστροφή και το σπρώξιμο στης Εκκλησιάς την πόρτα, για ν’ ακούσουν όλοι το «’Αρατε Πύλες οι άρχοντες ημών και επάρθηtε πύλες αιώνιοι… .και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης, Κύριος κραταιός και δυνατός!…».
Ιδιαιτερότητα παρουσίαζε και η περιφορά του Επιταφίου της Αγίας Παρασκευής, που πήγαινε, όπως άλλωστε και σήμερα μέσα στον Κήπο των Ηρώων, στα Μνήματα. Εκεί αντάμωνε η πατρίδα με τη θρησκεία. Ψαλλόταν και ψάλλεται επιμνημόσυνη δέηση για τις ψυχές των Ελεύθερων Πολιορκημένων, ενώ η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα.
Έτσι, μ’ αυτές τις διηγήσεις της άφησε τη σφραγίδα της η γιαγιά-Μαριγώ. Μια σφραγίδα και μια κληρονομιά δικιά της. Μια σφραγίδα που πιστεύω όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας από πρόσωπα δικά μας κι αγαπημένα! Καλή Ανάσταση!
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ
… Κι έλεγε η γιαγιά πως ήταν ένα σπουδαίο αριστούργημα, που τον είχαν κεντήσει τρεις παρθένες, που μόλις τον τελείωσαν, πέθαναν.
Κι ήταν ο Επιτάφιος της Παναγίας της Παζαρίτισσας, στην κεντρική πλατεία της πόλης, όπου παλιά γινόταν και παζάρι.
Εκκλησία ιστορική, της Κοίμησης της Θεοτόκου με κειμήλια θρησκευτικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως ο Επιτάφιος, το ξυλόγλυπτο τέμπλο της και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας. Στον ιερό αυτό ναό κατά την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης του 21, γίνονταν συνελεύσεις των στρατηγών της Δυτικής Ελλάδας, στα ιερά της κειμήλια ορκίζονταν οι αγωνιστές, τον δε Απρίλιο του 1824 πραγματοποιήθηκε εκεί η δίκη του Γ. Καραϊσκάκη.
Και είναι ο Επιτάφιός της αυτός ιστορικός αφού δωρήθηκε στην πόλη από τον Άγγελο Κομνηνό, τον ανιψιό του αυτοκράτορα Ανδρόνικου, του 11ου αι. μ.Χ., που κυνηγημένος και καταδιωκόμενος από την Εκκλησία της Πόλης ως ιερόσυλος κατέφυγε εκεί, επειδή είχε αφαιρέσει τρία ιερά κειμήλια από εκεί, έναν Επιτάφιο και δυο ιερές εικόνες.
Ο Κομνηνός επειδή βρήκε περίθαλψη από τους κατοίκους της περιοχής τους χάρισε χρυσόβουλο να παίρνει η Εκκλησία στην οποία θα βρίσκονται τα συγκεκριμένα κειμήλια, 100 φλουριά κάθε χρόνο για αγορά κεριών, λαδιού και επίδομα ιερέων και να ονομαστεί ο ναός Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ο Επιτάφιος ύστερα από αρπαγή που υπέστη και μετά από περιπέτειες ξαναγύρισε στο Αιτωλικό, στο ναό της Παναγίας, όπου προσκυνούνταν και προσκυνείται με ευλάβεια.
Κατά το 1825 και ύστερα από την άλωση της πόλης του Αιτωλικού από τους Κιουταχή και Ιμπραήμ, κάποιος υπασπιστής του Κιουταχή άρπαξε τον Επιτάφιο και τον χρησιμοποίησε ως σέλα του αλόγου του και η παράδοση λέει πως αμέσως ενώ ανέβηκε τινάχτηκε απ’ αυτό και σκοτώθηκε.
Μετά από την απελευθέρωση κατόρθωσαν να τον ανακαλύψουν σε Τούρκο της Πρέβεζας, από όπου οι Αιτωλικιώτες τον εξαγόρασαν και έκτοτε βρίσκεται στον ιερό ναό της πόλης τους.
Τον συγκεκριμένο Επιτάφιο επισκέφτηκε μετά των προυχόντων του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της παραμονής του σ’ αυτό και ο Λόρδος Βύρων, μπροστά στον οποίο έμεινε έκθαμβος και ασκεπής για αρκετή ώρα θαυμάζοντάς τον!