Πριν από λίγες μέρες οι παλαίμαχοι του μπάσκετ του Αγρινίου έδωσαν ένα παιχνίδι με τους αντίστοιχους της Θεσσαλονίκης ή μάλλον με μια από τις ομάδες παλαιμάχων που υπάρχουν σε μια μπασκετομάνα σαν τη Θεσσαλονίκη. Λίγη σημασία έχει ότι μερικοί «έσκασαν» κάπως σαν το ανθρωπάκι τις Μισελέν, από άποψη προπόνησης πάντα…
Έχοντας παίξει λίγο μπάσκετ(κλασσική ατάκα)και όντας ένα έμφραγμα και εκατομμύρια χρόνια μακριά από εκείνες τις εποχές, πρέπει να πω ότι συγκινήθηκα σε σημείο που θέλησα να γράψω δυο πράγματα. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσει η αναφορά αλλά κάποια ονόματα πρέπει να αναφερθούν, σαν κομμάτι της ζωής αυτού που γράφει και όχι του Αγρινιώτικου μπάσκετ καθαυτού. Η αδικία είναι κυρίως για τους πιο νέους και τους πιο παλιούς.
Πρώτα να πω ότι έλειπαν αρκετοί και σχεδόν διστάζω να αναφέρω ονόματα γιατί
Από την άλλη δεν είδα τους τέσσερις που έφυγαν νωρίς από τη ζωή και στους οποίους ήταν αφιερωμένη η βραδιά: το Δήμο τον Φαρμάκη, τον πιο πρόσφατα χαμένο τον Γιώργο τον Μήτσου, τον Πάνο το Λιόκαφτο που όσο χαβαλέ είχε κάνει αυτός στο παλιό ανοιχτό της ΓΕΑ δεν πρόκειται να κάνει κανείς στην πλατεία που υπάρχει πια στο ίδιο μέρος και φυσικά τον Αλέκο τον Κονιδάρη με το απαράμιλλο αριστερό. Ακόμα και αυτή η πρόταση είναι άδικη γιατί εγώ έζησα τους δύο από τους τέσσερις αλλά υποθέτω ότι έτσι είναι η ζωή.
Ανέφερα το ανοιχτό της ΓΕΑ όπου έπαιξαν μπάσκετ σχεδόν όλοι που βρέθηκαν τις προάλλες στο Στάδιο και αν σήμερα προσπαθήσει ένας πιτσιρικάς αποκλείεται να αντιληφθεί την προσμονή εκείνων των χρόνων για να πας να παίξεις σε ένα γήπεδο καταμεσής στο Αγρίνιο, με ευκάλυπτο απέξω -που χρησίμευε για να πηδάς σκαστός μέσα-ένα φοίνικα μέσα στις εξέδρες(!)και με έναν μόνιμο επιστάτη, τον κυρ-Νίκο που τον φωνάζαμε για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο «Ραπανάκια»(!). Ένα γήπεδο με υποτυπώδη μπάνια, ένα κυλικείο και ξύλινες εξέδρες που το χειμώνα ήταν σαν να παρακολουθείς μπάσκετ(ή βόλλεϋ) στις αρχές του αιώνα σε κάποια στέπα. Κι όμως γούσταρε τόσος πολύς κόσμος εκεί πέρα και τόσος πολύ κόσμος έφτιαξε το σώμα του και το μυαλό του, άσχετα αν μετά ξεστράτισε.
Το μπάσκετ της άλλης εποχής ήταν εκείνο το γήπεδο και οι εκδρομές στα Γιάννενα και την Κέρκυρα για το τοπικό πρωτάθλημα. Πάντα τοπικό αλλά και κάποιες φορές εθνική κατηγορία και ξύλο στα ξένα γήπεδα με τους προαναφερόμενους για τη ΓΕΑ(κυρίως) ή τον ΑΟΑ. Πολλά τα χρόνια και τα ταξίδια διαφορετικά από αυτά που τώρα θεωρούνται «οπαδικά». Πολύ πιο φτωχικά και με πολύ λιγότερες απαιτήσεις.
Το μπάσκετ εκείνης της εποχής ήταν να βλέπεις τα Γραψάκια να τσακώνονται μεταξύ τους αλλά και με όποιον ήταν προπονητής, ήταν μια περίεργη προσποίηση που έκανε ο Ναούμης με το αριστερό στον αιφνιδιασμό κρατώντας το δεξί σταθερό για να γυρίσει να αφήσει μόνος την μπάλα στο καλάθι. Ήταν όταν κάρφωνε ο Μητσοστέργιος στην προθέρμανση και ετοιμαζόμασταν για τη μέρα που θα το κάνουμε και μεις. Ήταν ο Τάκης ο Τσιρώνης που ήταν παίκτης-προπονητής στο μπάσκετ, παίκτης-προπονητής στο βόλεϋ, έκανε στίβο, έπαιζε ποδόσφαιρο και έκανε και το διαιτητή! Εφτά καντάρια μπάσκετ, η καλύτερη προσποίηση στη Βορειοδυτική Ελλάδα αλλά καριέρα νιέτ, ή μάλλον στα κυβικά της πόλης μας της ρουφιάνας…
Διαιτητής πάντα η Σία η Μπώκου, ο Ντίνος ο Μέντας και κανένας άλλος.
Αν δεν έχεις δει το μακαρίτη το «Ντούλη»να κράζει το πλέη μέικερ για μια φαντεζί πάσα που τον βρήκε στο πρόσωπο, αλλά και το Νίκο τον αδερφό του γιατί όταν ρίχνει βολές φτιάχνει το μαλλί, αν δεν είχες ακούσει το περίφημο «εγώ δεν έχω μυαλό, εσύ έχεις άλμα;»- που δεν έχει σημασία ποιος το είχε πει- δεν θυμάσαι εκείνα τα χρόνια. Και μια αρρώστια ή μια ατυχία φυσικά έρχεται να τα κάνει όλα ασήμαντα.
Φυσικά, όλα είναι εξιδανικευμένα και μέσα από το ρημάδι το φίλτρο της νοσταλγίας. Στην πραγματικότητα ως πόλη δεν κάναμε ότι έπρεπε με το μπάσκετ και μάλλον ακόμα δεν το κάνουμε. Δεν ήρθαν διακρίσεις, λίγοι παίχτες έφυγαν παραέξω, λίγα πράγματα έμειναν, πολλές ταλεντάρες χάθηκαν στα πιώματα και στην Αγρινιώτικη νύχτα της εποχής της αστακομακαρονάδας.
Έμειναν κάποιοι άνθρωποι που το παλεύουν και κάποιοι που κράζουν δικαιολογημένα, γιατί είχαν μια εποχή προτείνει πέντε πράγματα για το τοπικό μπάσκετ και δεν εισακούστηκαν. Παίκτες παλιοί και άνθρωποι που το αγαπούσαν το σπορ. Αλλά και μπασκετικοί παράγοντες -που δεν αναφέρω ονόματα για να μη χαλάσει η νοσταλγία- που σίγουρα σε μια άλλη πόλη, σε ένα άλλο σύμπαν, κάποιος θα είχε βρει τα κουμπιά τους να επενδύσει στο σπορ και να τους αξιοποιήσει.
Τι έμεινε; Έμειναν οι πλάκες και οι προπονήσεις και τα μονά που ακολουθούσαν συνήθως όταν παρατούσες το μπάσκετ και έπαιζες «τρεις-τρεις» ή «τέσσερις- τέσσερις», κάπου αλλού. Τα «σχέδια» που θυμάσαι να ξεπατικώνεις από κάποιους παίκτες και η βεβαιότητα πως μπορείς να κάνεις μερικά πολύ καλύτερα… Όλοι μέσα, κοντά στο καλάθι, σαν το Γκάλη και για το μακρινό σουτ ποιος ασχολείται τώρα…
Έμεινε η ανάμνηση, που είναι αλήθεια και την είπε ο εκφωνητής τις προάλλες, ότι ήταν μια εποχή που για να παίξεις μπάσκετ ήθελε ψυχή και άγνοια κινδύνου, στα τσιμέντα και στα κρύα. Έμεινε η ανάμνηση εκείνου του ονειρικού ανοιχτού γηπέδου στον ήλιο ενός μακρινού Μαΐου και αναμνήσεις με πολύ χαβαλέ και πολλές πικρές αναμνήσεις που σε μένα συμπυκνώνονται σε παίκτες περιφερειακούς. Και το ανθρώπινο μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια. Περιέργως, αν και πάντα οπαδός και κοντά στη ΓΕΑ, αυτό που μου έχει μείνει είναι ο Αθανασίου να κάνει μια τρελή πάσα στον μακαρίτη τον Κονιδάρη και αυτός να αφήνει αέρινα την μπάλα με το αριστερό…
(Η απίστευτη φωτογραφία από το «Αγρίνιο-
Γ.Σ.