Σήμερα το πρωί περνούσα από το σημείο όπου Αγρινιώτες πολύτεκνοι είχαν κάνει ουρά για να πάρουν από το αρμόδιο κατάστημα ποσότητες φαγητών που δικαιούνταν. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω μια φωτογραφία από κοντά και κάπως χαμηλά, κοντά στο έδαφος, κατά προτίμηση από κάποιον που θα έμοιαζε κουρασμένος και απηυδισμένος. Υπήρξε άλλωστε μια μικρή καθυστέρηση στο να ανοίξουν οι πόρτες. Η ουρά εκτεινόταν από το ύψος του γυμναστηρίου, που είναι σήμερα εκεί που ήταν ο ΟΑΕΔ παλιά, μέχρι την Παπαστράτου.
Αλλά μετά σκέφτηκα “γιατί;”. Στην ουρά οι άνθρωποι φαινόταν αξιοπρεπείς, δεν υπήρχε κάποια απελπισία, δεν υπήρχε η κακώς εννοούμενη “είδηση”. Κι όμως αν το έκανα με το σωστό τρόπο και αυτή τη στιγμή έγραφα ένα θέμα με τίτλο “κοιτάτε που μας κατάντησαν” σίγουρα θα με συμπαθούσαν κάποιοι περισσότερο τώρα. Όμως γιατί, δεν φτάνει το γεγονός από μόνο του; Ναι, αυτή η ουρά υπήρχε και παλιότερα αλλά τώρα είναι μεγαλύτερη, παρότι φέτος άναψε και η κουβέντα για το ποιος δικαιούται και ποιος όχι. Ναι, κι εγώ αν τύχαινα κάπου όπου μοιράζουν φρέσκα προϊόντα της γης θα άπλωνα τα χέρια να πάρω, που παλιότερα μάλλον δεν θα το έκανα. Και ναι, δεν έχουν δίκιο εκείνοι που λένε ότι οι εικόνες αυτές δεν πρέπει να φαίνονται για να μην κάνουμε κακή εντύπωση. Να, φαίνονται, αλλά με ηθική και με σεβασμό στο τι αλήθεια συνέβη.
Γράφει σήμερα ο Νίκος Ξυδάκης : “Οι εικόνες της Ελλάδας που κυκλοφορούν ανά την υφήλιο μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων παρουσιάζουν μια χώρα κι ένα λαό σε ανθρωπιστική κρίση. Ένα λαό που εκλιπαρεί για ένα μπρόκολο και μια σακούλα πορτοκάλια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Μια χώρα όπου ως μόνη παραγωγική δραστηριότητα παρουσιάζεται η συλλογή μεταλλικών απορριμμάτων από Ασιάτες πλανόδιους. Δεν είναι η αλήθεια. Και δεν είναι ψέμα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι όψεις της Ελλάδας, δεν είναι η Ελλάδα. Είναι μια συμβατική αποτύπωση, ένα υποκειμενικό μοντάζ, ένα πανόραμα συντεθειμένο από μερικότητες, το οποίο, ωστόσο, δεν είναι καθολικό. Η συμπαράθεση, η στατική συσσώρευση των μερών, δεν συνθέτει το δυναμικό όλον. (…)Οι Ελληνες δεν ποδοπατούνται για ένα μπρόκολο. Όμως, τα υψωμένα χέρια προς τα μπρόκολα στην πλατεία Βάθη υπήρξαν· δεν τα επινόησε ο φωτογράφος που τα φωτογράφιζε ούτε ο αγροτοπαραγωγός που τα μοίραζε. Και υψώθηκαν από ανάγκη, από την υπαρκτή ένδεια, από φόβο ενώπιον του σκοτεινού μέλλοντος, από το αλαφιασμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης του ανθρώπου της μητρόπολης και από την άπληστη διάθεση του ανθρώπου που συμπεριφέρεται ως μόριο του όχλου”.
Αν είναι, λοιπόν, να πλησιάσουμε στο μη περαιτέρω ας είναι γιατί δεν αντέξαμε άλλο και όχι γιατί μας έπεισαν να μην έχουμε λογική συμπεριφορά. Οι πεινασμένοι να τα διαλύσουν όλα, αλλά όχι με κριτήριο την γωνία λήψης.
Γ.Σ.