Ένας φίλος που δραστηριοποιείται σε δύο πόλεις εντός της ευρύτερης περιφέρειας πάει πρόσφατα να πληρώσει τις ασφαλιστικές εισφορές τριών εργαζομένων που έχει «με πρόγραμμα». Μια πτυχιούχος Πανεπιστημίου και δύο κυρίες με πρόγραμμα μακροχρόνιας ανεργίας και προκεχωρημένης ηλικίας.
Η υπάλληλος του λέει πόσα χρήματα χρωστά κι ετοιμάζεται να τα δώσει μπας και κάνουν Χριστούγεννα οι συγκεκριμένες κυρίες. Μια στάση εδώ: είναι η τελευταία φορά που ο εν λόγω θα δώσει δουλειά σε κάποιον συμπολίτη μας με αυτή τη διαδικασία κι όχι γιατί είναι κακός άνθρωπος. Επί δύο χρόνια βοηθά χωρίς να βγάζει κάτι ο ίδιος μ’ αυτό τον τρόπο. Ο λόγος είναι πώς δεν έχει πια κουράγιο και χρόνο να παρατάει τη δουλειά του και να τρέχει για γραφειοκρατικά θέματα ή για πληρωμές αυτοπροσώπως όπως απαιτείται. Πριν από μερικά χρόνια, όπως νοσταλγικά ενθυμείται, υπήρχε ένας σχεδιασμός για 11μηνες δουλειές όπου απλά ο επιχειρηματίας έβαζε μια σφραγίδα και την υπογραφή του σε ένα βιβλίο και τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε ο φορέας που «πρόσφερε» τις δουλειές. Μετά κρίθηκε ότι όλο αυτό δεν ελέγχεται επαρκώς και πήγε ξανά η διαδικασία στους γκισέδες κατά το «μπαξέδες»…
Επανερχόμαστε όμως εκεί που πληρώνει ο ήρωάς μας. Ξαφνικά η υπάλληλος διαπιστώνει ότι «δυστυχώς δεν είναι έτοιμος». Πρέπει να πληρώσει και τις κατασκηνώσεις! Τρεις μήνες από 20 ευρώ, ίσον 60 ευρώ. «Συγγνώμη, ποιος κατασκηνώσεις; Δεν πάω κατασκήνωση, το παιδί μου είναι μεγάλο, ούτε αυτό πάει», λέει αγχωμένος ο αφελής. «Μα δεν είναι για σας, είναι για άλλους που πάνε κατασκηνώσεις», του απαντά η υπάλληλος! «Πάνε κάποιοι κατασκήνωση που τους στέλνω εγώ; Πότε πάνε; Που πάνε; Ξέρουμε κανένα; Και, τέλος πάντων, μήπως να πληρώσω την κατασκήνωση μια άλλη φορά;», ρωτά ο διπλά αφελής φίλος.
Του εξηγούν ότι δεν γίνεται. Χωρίς την κατασκήνωση δεν έχει το χαρτί που θέλει, δεν θα πληρωθούν οι τρεις κυρίες με το πρόγραμμα. Τα έχει αυτά η γραφειοκρατία. Τι να κάνει, ας μην τα βάλει με το θηρίο, βγάζει να πληρώσει. Και θα τέλειωνε εκεί το θέμα, αλλά ένας άλλος υπάλληλος, που σίγουρα νιώθει ασφαλής στον ρόλο του, λέει να βάλει μια τελευταία πινελιά στο δράμα: «Κύριε, αυτά είναι κεκτημένα των εργαζομένων, τα πληρώνεις γιατί είναι μέσα στα εργατικά δικαιώματα», λέει με μπόλικη αυταρέσκεια που το «κατηχητικό» δεν πήγε χαμένο.
Οπότε κι ο δικός μας που είχε σκοπό να δώσει τόπο στην οργή και να φύγει για να πάει να κάνει καμιά δουλειά, δεν αντέχει άλλο και απαντά: «Δεν είναι το ύφος σου που με πειράζει, ούτε τα άθλια ελληνικά. Με πειράζει που μου κάνεις ταξική κατήχηση. Επειδή λοιπόν φιλαράκο δεν έχετε πει ποτέ, ως ΙΚΑ, στους ανέργους ή τους εργαζόμενους που πάνε κατασκήνωση ότι τους στέλνω εγώ και άλλοι σαν εμένα κι όχι το κράτος, την επόμενη φορά που θα είσαι έτσι βαρύς να μου ετοιμάσεις ένα κατάλογο με ονόματα όσων πήγαν κατασκήνωση να υπολογίσω πόσους έχω στείλει εγώ με τις εισφορές μου για λογαριασμό του δικού σου εργοδότη, του περίφημου κράτους»…
Τέλος ιστορίας απολύτως καθημερινής. Και λίγα είπε ο, όχι και τόσο αφελής, φίλος…
Γ.Συμψηρής