Με μεγάλο ενδιαφέρον και μια αίσθηση του απροσδόκητου, για να πω την αμαρτία μου, διάβασα την ανακοίνωση της Β΄ ΕΛΜΕ που τάσσεται κατά του κλεισίματος των τριών αστυνομικών τμημάτων στην ευρύτερη περιοχή. Να έχουμε διαβάσει ξανά κάτι ανάλογο;
Τα επιχειρήματα απλά και κατανοητά (δεν θα φυλάσσονται τεράστιες περιοχές στις οποίες όμως κινούνται και μαθητές ενώ υπάρχει και το θέμα της δημόσια περιουσίας που δεν πρέπει να γίνει βορά στον κάθε… περαστικό). Όχι όμως και αυτονόητα αν ανατρέξεις στο παρελθόν και δεις την τραυματική σχέση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με την έννοια της «τάξης».
Ας μην τα σκαλίζουμε χρονιάρες μέρες. Γνωστά όσα έχουν γίνει γύρω από τα σχολεία, λίγο πριν τα πανεπιστήμια, για λόγους εντελώς άσχετους με την Παιδεία. Τα γυμνασιόπαιδα και τα λυκειόπαιδα στην Ελλάδα το μόνο που δεν έχουν μάθει είναι να διαχωρίζουν τον αστυνομικό ως ρόλο, ως «όργανο» από την ανάγκη να διαφυλαχτεί η λειτουργικότητα της κοινωνίας. Και δεν φταίνε μόνο οι γονείς τους φυσικά, οι οποίοι έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο. Φταίει κι ότι πολλοί εκπαιδευτικοί έχουν μπλέξει το σχολείο με την πολιτικοποιήση με αποτέλεσμα τα παιδιά να μαθαίνουν ότι «τάξη» είναι εκείνη που αναγνωρίζουν τα ίδια και η παρέα τους.
Επί του θέματος άλλον ουδέν, προφανώς η Ελλάδα αλλάζει με τρόπους που δεν τους είχαμε φανταστεί. Γιατί το πώς έμαθαν τα ελληνόπουλα να εκλαμβάνουν την τάξη ως αντίδραση στην πολιτικοποίησή τους δεν είχε μόνο αντίκτυπο στην Παιδεία καθεαυτή. Είχε και σε έννοιες όπως το εμπόριο, το «όφελος», η εργασία, η εκμετάλλευση. Και καθώς είναι και χρονιάρες αλλά και μέρες εμπορίου (μας αρέσει ή όχι) μην παραλείψετε να διαβάσετε ένα άρθρο που έγραψε στην Καθημερινή ο Δημήτρης Ρηγόπουλος, το οποίο λεγόταν «Οι μαγικές βιτρίνες των Χριστουγέννων και ο θάνατος του αθηναϊκού εμπορίου».
Εκεί περιγράφει κάποια Χριστούγεννα που μοιάζαν μαγικά στις αναμνήσεις του. Και μετά ήρθαν οι αρχές του ’80: «Θυμάμαι ακόμα τη μητέρα μου να μας λέει ένα βράδυ, λίγο πριν από τις γιορτές του 1980, ότι «καίγεται το “Μινιόν” και ο “Κατράντζος”». Ακούγαμε, με τον αδελφό μου, με ανοικτό το στόμα, δύο εννιάχρονα παιδιά που αδυνατούσαν ακόμα να συμβιβαστούν με μια πιο σύνθετη ανάγνωση της ανθρώπινης κατάστασης. Αν και όλα αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα, την ευθύνη για εκείνους τους εμπρησμούς ανέλαβε η νεοεμφανιζόμενη «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80». Η προκήρυξή της συνοψίζει καθ’ υπερβολήν τις βασικές ιδεοληψίες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας σε σχέση με την επιχειρηματικότητα: «Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια», έγραφε, ανάμεσα σε άλλα. Το τελειωτικό χτύπημα στο αθηναϊκό εμπόριο δόθηκε το καλοκαίρι του 1981. Στις 3 Ιουνίου πυρπολούνται τα πολυκαταστήματα «Κλαουδάτος» και «Ατενέ», ενώ στις 4 Ιουλίου καίγεται ο «Δραγώνας» και τρεις μέρες αργότερα ο «Λαμπρόπουλος» του Πειραιά. Μέσα σε λιγότερο από οκτώ μήνες αφανίστηκαν οι βασικοί πυλώνες του εγχώριου εμπορίου, μια ελληνική τραγωδία για την οποία μιλήσαμε ελάχιστα. Και οι παιδικές μας αναμνήσεις είναι λίγο σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να τις φανταστήκαμε. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο…»
Άλλες εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί; Σίγουρα; Θα μας το πουν όσοι τώρα καλούνται να πείσουν για την ανάγκη που υπάρχει για νόμο και για οικονομικές πρακτικές που ήταν για δεκαετίες δαιμονοποιημένες.
Γ.Συμψηρής