Της Φωτεινής Τσιτσώνη – Καβάγια
Εκπαιδευτικού
Απρίλης μήνας κι η ιστορία βάζει τη σφραγίδα της μεγαλοσύνης της Εξόδου των Ελεύθερων Πολιορκημένων.
Ευλαβικά στρέφεται η σκέψη μας αυτή τη στιγμή σ’ όλους αυτούς που θυσιάστηκαν στο βωμό της λευτεριάς!
189 χρόνια από τότε. Τότε που οι υπερασπιστές της πολιτείας τούτης, βουτηγμένοι στην πιο μαύρη απελπισιά, ζώστηκαν τ’ άρματα και τα σπαθιά για πολλοστή φορά απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας και πρόσφεραν πλούσια κι ασυλλόγιστα το αίμα τους για τη λευτεριά και την αξιοπρέπεια. Κι η δοξασμένη αυτή πολιτεία διηγιέται το δικό της παραμύθι…
Και το παραμύθι του Μεσολογγιού δε μοιάζει με τους παλιούς μύθους. Δε λέει για βασιλιάδες, ξωτικά, μάγισσες και νεράιδες. Είναι ένα παραμύθι διαχρονικό, διδακτικό, που διδάσκει όλους τους λαούς της Γης, τους δημοκρατικούς και τους ελεύθερους. Είναι ένα παραμύθι, που μιλάει για ανθρώπους άξιους και γενναίους, από εποχή αλλοτινή, που με τις πράξεις και τις θυσίες τους έριξαν φως στα σκοτάδια της Γης, φώτισαν με το παράδειγμά τους τους λαούς της Γης κάνοντάς τους μάθημα αξιοπρέπειας.
Είναι ένα παραμύθι, που στο ξεκίνημά του μιλάει για ξακουστούς καραβοκύρηδες, με καράβια, πολλά καράβια, που κουβαλούσαν μ’ αυτά τα γεννήματα της ευλογημένης τους Γης, και λάδι και σταφίδα και στάρι και ψάρια κι αυγοτάραχο και αλάτι και ποτάσσα απ’ τ’ αρμυρίκια του τόπου.
Είναι ένα παραμύθι που μιλάει για μια πολιτεία ξεχωριστή, απ’ τις πιο φημισμένες της Ρούμελης, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στολισμένη με πλούσια αρχοντικά αλλά και με απλές ξύλινες κατασκευές, τις πελάδες. Κι οι κάτοικοί της, οι πιο ισχυροί, επένδυαν τα κεφάλαιά τους στη θάλασσα κι έφτιαχναν καράβια κι αυτά ξεπέρασαν κάποτε τα εκατό στον αριθμό κι έτσι σχηματίστηκε μια σημαντική ναυτική κι εμπορική δύναμη στην περιοχή.
Κι ήταν πολλά και ξακουστά και τα σκολειά της μεγάλης πολιτείας, όπου δίδασκαν σημαντικοί δάσκαλοι, σαν τον Παναγιώτη Παλαμά από τη μεγάλη μεσολογγίτικη οικογένεια των Παλαμάδων.
«Δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει!» Κι είναι στ’ αλήθεια συναρπαστικό το παραμύθι του Μεσολογγιού! Πολύ συναρπαστικό!
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Αν ήταν φαγητό… Θα είχε τη γεύση μιας καλοψημένης τσιπούρας!
Αν ήταν μυρωδιά… Θα ήταν η μυρωδιά του αρμυρόβαλτου και της καινούργιας μέρας που αρχινά!
Αν ήταν χρώμα… Θα ήταν το γκρίζο του συννεφιασμένου ουρανού, που αντικατοπτρίζεται στη λιμνοθάλασσα, το πράσινου του πλούσιου κάμπου, το πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος και του αυγοτάραχου το χρυσαφένιο!
Αν ήταν δέντρο.. Θα ήταν ελιά, που γεμίζει με τ’ ασημόχρυσα κλαδιά της το μεσολογγίτικο τοπίο, αλλά θα ήταν και ένα αρμυρίκι με ροζ λεπτά λουλουδάκια!
Αν ήταν ήχος… Θα είχε κάτι από το σφύριγμα και την αύρα του ανέμου ή κι από το πέταγμα και το κρώξιμο των πουλιών του υγροβιότοπου!
Αν ήταν εικόνα… θα ήταν οι πελάδες, τα ξύλινα σπιτάκια της λίμνης!
Αν ήταν λέξη… θα ήταν ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ – MEZZOLAGHI-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ! Πατρίδα ηρωισμού, κοιτίδα του αιώνιου ελληνικού πνεύματος. Ναός – προσκύνημα των ελεύθερων όλης της Γης, που τους παρέχει πίστη, αισιοδοξία και δύναμη ηθική!…
Ανάμεσα στα βουνά του Ζυγού και της Βαράσοβας απλώνεται μια πεδιάδα. Τούτη εδώ την πεδιάδα την έπλασαν δυο ποτάμια, ο Εύηνος κι ο Αχελώος με χώματα, πέτρες κα μ’ ό,τι λογής άλλο υλικό έβρισκαν στο δρόμο τους.
Αυτόν τον τόπο τον σκέπαζε ανέκαθεν η θάλασσα, γι’ αυτό και τα ποτάμια δεν τον γέμισαν με χώμα πηχτό και στέρεο παρά τον έκαναν βαλτότοπο. Στην άκρη του απόμεινε ένα κομμάτι θάλασσας ρηχής να θυμίζει λίμνη αβαθή κι ατάραχη. Αυτή είναι η λιμνοθάλασσα. Στα νερά της καθρεφτίζεται η πολιτεία, που είναι στις όχθες της χτισμένη.
Η πολιτεία αυτή χρωστάει την προκοπή της στη λίμνη και ζουν και οι δυο τους πάντα συντροφιαστά, που δεν ξεχωρίζει η μια απ’ την άλλη, αφού η λίμνη της δίνει ψάρια κι αλάτι κι αυγοτάραχο, δουλειά, εμπόριο και πλούτο, ενώ στα χρόνια της σκλαβιάς με τη ρήχη της την προστατεύει απ’ τα μεγάλα τούρκικα καράβια, που δεν μπορούν να τη σιμώσουν.
Η πολιτεία δεν είναι μεγάλη, μόλις μια σταλιά! Όμορφη όμως πολύ, πάρα πολύ, κι οι πρώτοι της κάτοικοι είναι ψαράδες αλλά και πειρατές που φτάνουν εκεί από μακριά και τους τραβάει κοντά της ο πλούτος της λιμνοθάλασσας. Κι είναι λίγο ανέμελοι αλλά με γενναία καρδιά. Και δημιουργούν και μεγαλουργούν στο εμπόριο, στη ναυτιλία. Κι η πολιτεία μεγαλώνει σε πληθυσμό και γεμίζει από αρχοντικά ονομαστά.
Όμως ήρθαν «χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι». Κι έφτασαν τα χρόνια της σκλαβιάς. Κι η πόλη γίνεται για τους κατακτητές το πιο σπουδαίο πέρασμα από τα δυτικά για τις μετακινήσεις τους, γίνεται ο στόχος τους. Θέλουν σε κάθε περίπτωση να την κάνουν δική τους και εξαντλούν για το σκοπό αυτό όλα τους τα σχέδια. Την πολιορκούν τρεις φορές . Η μεγαλύτερη είναι την τρίτη φορά με κατάληξη την Έξοδο στις 10 τ’ Απριλιού του 1826.
Κι όλα τα χρόνια της σκλαβιάς ένα ήταν το όνειρο των κατοίκων αυτής της πόλης. Να τινάξουν το ζυγό από πάνω τους και να χαλάσουν τα σχέδια των Τούρκων. Κι έκαναν όλοι τους ό,τι τους ήταν μπορετό για ν’ αντέξουν τα βόλια, αλλά και την πείνα που έφτασε μετά τον κλεισμό!…
Κι αφού αγωνίστηκαν όλοι τους , κι αφού πάλεψαν με όλες τις κακουχίες και τις αρρώστιες κι αφού έμειναν σωστές σκιές του εαυτού τους κι αφού χάθηκαν κι οι τελευταίες ελπίδες σωτηρίας τους από τη θάλασσα, πήραν τη μεγάλη απόφαση!
«Ένα Σαββάτο αποβραδίς, ανήμερα Λαζάρου…»,
«Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν. Εκείθε με τους αδερφούς εδώθε με το χάρο!’.
Και λίγο πριν βγουν, πήραν το δρόμο για τη μεγάλη Εκκλησιά τους και μετάλαβαν όλοι από τα χέρια του παπά. Και αποχαιρετήθηκαν με λυγμούς , και καθώς έκλαιγαν κι ασπάζονταν ο ένας τον άλλο, έμοιαζαν να θρηνούν μαζί τους κι ο Χριστός κι η Παναγιά κι όλοι οι Άγιοι, που εικονίζονταν στα εικονοστάσια, ενώ απ’ έξω κι ολόγυρά τους τα νυχτοπούλια χαμηλοπετούσαν κρώζοντας, λες και με τον κρωγμό τους προμήνυαν κι αυτά το μεγάλο χαλασμό που θα ακολουθούσε! Κι ήταν μαζί τους κι όλοι οι αρχηγοί, κι ο Νότης ο Μπότσαρης κι ο Κίτσος ο Τζαβέλας κι ο Δημήτρης ο Μακρής κι ο Ραζη-Κότσικας κι άλλοι πολλοί… Κι ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο…
Και σαν έφτασε η ώρα και βγήκαν δίνοντας το σύνθημα.
…
Επήγαν και συνάχτηκαν στο έρημο σαράγι.
Φιλεί η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα…
Στις πέντε αρχινήσανε, στις έξι φτάνει η ώρα
Και στις εφτά εκάνανε το φοβερό γιουρούσι.
Τρεις κολονούλες έγιναν μες στου Μακρή την ντάπια.
Μπροστά πηγαίν’οι δυνατοί και πίσω οι αδυνάτοι.
-Ποιος έχει ατσάλι στην καρδιά να στέκεται να βλέπει!
Χέρια με χέρια πιάστηκαν, με τα σπαθιά χτυπιούνται!
Τον Κότσικα σκοτώσανε, τον Κότσικα βαρούνε
Και πάλε «πίσω!» φώναξαν…Τσακίσαν το γιοφύρι
Και μες στη χώρα μπήκανε και μες στο κάστρο πάνε
Άλλοι τραβούν στη θάλασσα και άλλοι ράχη ράχη.
Πάνε και στην Τερίμπιλε, πάνε και στη Λουνέττα
Βρίσκουν Αράβους κι Αλβανούς, που τα’χουνε πιασμένα…
Και σαν πισωγύρισαν στο άκουσμα της φωνής «πίσω στις ντάπιες», η πολιτεία καιγόταν ολόκληρη και σειόταν μέσα σε κρότους και σεισμούς, που τράνταζαν τη μαρτυρική Γη, ενώ ο Καψάλης με τους συντρόφους του και λίγο μετά κι ο ιεράρχης Ρωγών Ιωσήφ , έφταναν στα ουράνια! Σκηνές ηρωισμού ανεπανάληπτες, αυτοθυσίας και μεγαλείου! Η θυσία τους μοναδική! Δε λύγισαν μπροστά στο θάνατο. Η θέλησή τους, αυτός ο μεγάλος θησαυρός της ψυχής, βράχος, που τους διέλυσε όλους τους πειρασμούς!
Και πέρασαν από τότε τρία χρόνια ολόκληρα. Και το Μάη του 1829 το Μεσολόγγι λευτερώθηκε κι όσοι από τους Εξοδίτες απόμειναν, ξαναγύρισαν και στρώθηκαν στη δουλειά και πέτρα την πέτρα απ΄ τα χαλάσματα που βρήκαν ξανάχτισαν τα σπίτια τους κι άναψαν ξανά τα καντηλάκια μπροστά στις εικόνες ! Κι έφτιαξαν ό,τι χαλάστηκε κι όσους έφυγαν μαρτυρικά κανείς δεν τους ξέχασε στο πέρασμα του χρόνου.
Και έτσι, σιγά σιγά η πολιτεία ξαναβρήκε το δρόμο της και ξαναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της. Και στο πέρασμα των καιρών αναδείχτηκε πόλη του πνεύματος, πόλη που ανέδειξε πρωθυπουργούς, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ποιητές, ιστορικούς.
Σήμερα είναι μια πόλη πανέμορφη, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλ/νίας, από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους υγροβιότοπους της Μεσογείου, με σπάνια χλωρίδα και πανίδα, προστατευόμενη από διεθνείς Συμβάσεις, Ramsar, Natura. Είναι ένας τόπος ιχθυοπαραγωγικός, στο μυχό του Πατραϊκού, με πανελλαδική αλλά και παγκόσμια φήμη, με μεγάλη παραγωγή αλατιού κι αυγοτάραχου. Είναι μια πολιτεία πανέμορφη, που δεσπόζει σε μια τοποθεσία, όπου στην αρχαιότητα ανθούσαν ομηρικές πολιτείες, Καλυδώνα, Πλευρώνα, Αλίκυρνα, Μακύνεια, Χάλκεια, Ώλενος, Οινιάδες (Τρικαρδόκαστρο).
Έχει ένα υπέροχο φυσικό τοπίο, μοναδικό ηλιοβασίλεμα στη λιμνοθάλασσα, καταστήματα, πλατείες κι ένα ιστορικό κέντρο με ψαράδικες ταβέρνες και ουζερί.
Τόπος προσκυνήματος για τον κάθε επισκέπτη της είναι ο κήπος των Ηρώων με τον τύμβο των πεσόντων, τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, τον ανδριάντα του Βύρωνα, το μνημείο των Φιλελλήνων, και ό,τι άλλο ιερό βρίσκεται εκεί μέσα, καθώς και η τελευταία εναπομείνασα ντάπια του Φραγκλίνου, ενώ στην πόλη δεσπόζουν πολλά μνημεία- Μουσεία, που θυμίζουν τη μεγάλη θυσία των Μεσολογγιτών αλλά και την ανάπτυξη και τον πολιτισμό της και συγκινούν τον κάθε επισκέπτη.
Κάθε χρόνο γιορτές των Βαγιών τιμάται η μνήμη των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Εντυπωσιακός είναι και ο γιορτασμός του Εθνικοθρησκευτικού πανηγυριού του Αγίου Συμεών το τριήμερο της Πεντηκοστής, , όπου γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια και τιμάται και πάλι η μνήμη των Ελεύθερων Πολιορκημένων, αφού το πανηγύρι αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την Έξοδο.
Το Μεσολόγγι είναι ένας τόπος όπου η ιστορία αγκαλιάζεται με το μύθο κι ο μύθος με το θρύλο. Ένας τόπος προσκύνημα για όλους τους λαούς της Γης. Ένας τόπος σύμβολο. Οι πολιορκίες και η πτώση του συγκαταλέγονται στα πλέον συγκλονιστικά γεγονότα του 1821, ενώ τα υπεράνθρωπα κατορθώματα των κατοίκων του άφησαν έκθαμβη ολόκληρη την Ευρώπη και ξεσήκωσαν κύματα φιλελληνισμού, που οδήγησαν την Ελλάδα στην απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.
Δίκαια ο Κωστής Παλαμάς αργότερα θα τραγουδήσει τον τόπο αυτόν μέσα από τους στίχους του: «Της πατρίδας κολυμπήθρα μια φορά έχεις γενεί κι έχει ως κι η αρμυρήθρα των νερών σου η ταπεινή να παινεύεται κι εκείνη πως την ύστερη στιγμή γράφτηκε ύστερα να γίνει της παλικαριάς ψωμί!».
Η θυσία του Μεσολογγιού μοναδική κι ο θρήνος του έγινε τραγούδι . Έτσι διηγιέται το παραμύθι του… Να ζει πάντα το Μεσολόγγι!