Δύο συμπεράσματα προέκυψαν σε προσωπικό επίπεδο από τις χτεσινές εκδηλώσεις και… πρωτοβουλίες για τη Τσικνοπέμπτη. Πρώτον ότι την εποχή των παχέων αγελάδων ποτέ μα ποτέ δεν σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι ανάλογο. Μπορούσαμε να πάμε να φάμε παντού και οι ίδιοι οι μαγαζάτορες δεν έκριναν σκόπιμο ούτε να ψήσουν απέξω, ούτε να στήσουν μουσική, ούτε να κάνουν χαβαλέ(π.χ. σαν αυτόν με τον ΓΑΠ στη στοά Παπαγιάννη). Το μεσημεριανό γεγονός με τις ψησταριές καθιερώθηκε σαν αντίδοτο στην αναδουλειά αλλά και σαν μια διάθεση να μοιράσουν φίλοι τα έξοδα και άλλος να βάλει τα ποτά και άλλος τα φαγητά. Και σαν εμπορικό κίνητρο λοιπόν και σαν παρεΐστικη ιδέα.
Το δεύτερο που έχω να παρατηρήσω είναι ότι μερικοί είναι ικανοί να μιζεριάσουν ακόμα και αν βλέπουν τους άλλους να το διασκεδάζουν. Προσωπικά αντιπαθώ τις απόκριες και δεν με ξετρελαίνουν οι μπάντες στο δρόμο γιατί είμαι από τη φύση μου έτσι λίγο μουρτζούφλης. Αλλά δεν θα «χαλαστώ» κιόλας να βλέπω ανθρώπους μια μέρα να χορεύουν ή να τρώνε ή παιδιά να παίζουν ο όργανό τους(με την καλή έννοια)με τη Φιλαρμονική. Κι όμως και πάλι υπήρξαν παράπονα και όχι για το θόρυβο. «Γράψε ότι είμαστε χάλια και ότι δε θέλουμε γιορτές» μου είπε ένας γνωστός. Σκέφτηκα να του πω ότι βγάζει τα τριπλάσια λεφτά από μένα το μήνα και μάλιστα με απόλυτη ασφάλεια, οπότε να πάρει να το γράψει μόνος του, αλλά κρατήθηκα μέρες που είναι.
Ειλικρινά είναι να απορείς με κάποιους που θέλουν αφού οι ίδιοι δε νιώθουν καλά να μη νιώθει κανένας. Δεν μπορεί να χρειάζεται όλη μέρα να σκεφτόμαστε την ανθρωπιστική μας κρίση. Δηλαδή τι έπρεπε να βλέπεις χτες αντί για μια μπάντα μεταμφιεσμένων στο δρόμο. Ένα τρακτέρ ή ένα τανκ, ας πούμε;
Γ.Σ.