Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαθανασίου*
Στα διακόσια χρόνια από την έναρξη της εθνικής επανάστασης, που οδήγησε στην πολυπόθητη παλιγγενεσία, αποτελεί χρέος ιστορικό και συνάμα ηθικό η – έστω νοερή λόγω των υγειονομικών συνθηκών- απόδοση των μέγιστων τιμών στους μεγάλους και μικρούς πρωταγωνιστές της περιόδου εκείνης, για την αιώνια ευεργεσία τους προς όλες τις επόμενες γενεές Ελλήνων. Ταυτόχρονα όμως, συνιστά αναπόδραστη αναγκαιότητα η προσπάθεια του αποκρυσταλλωμένου εντοπισμού της σύγχρονης Ελλάδας στο παγκόσμιο οικονομικό, γεωπολιτικό και πολιτισμικό χάρτη προκειμένου να καταστεί σαφές το πρόσημο της μέχρι σήμερα πορείας της, αλλά και να υλοποιηθεί στο ευρύτατο δυνατό αντιληπτικό πεδίο η αντίστιξη με τον έτερο «εμπλεκόμενο» της επανάστασης και μόνιμα αποσταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής μας, την Τουρκία.
Αξιολογώντας κανείς τα του οίκου μας, οφείλει να αναγνωρίσει με πλήρη ενάργεια, πως η πορεία της χώρας μέσα σε αυτά τα διαρκώς ταραγμένα διακόσια χρόνια χαρακτηρίζεται απολύτως επιτυχημένη. Ενάντια στην εθνικά προσφιλή μας μεμψιμοιρία, πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι με βάση τη νεότερη, ιστορική του αφετηρία, ήτοι την αποσκίρτηση του από την κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία της εποχής εκείνης, το μικρό κρατίδιο του 1830, που σταδιακά πολλαπλασίασε τα εδάφη του εγκολπώνοντας συνεχώς υποδουλωμένες περιοχές είτε μέσω της πολεμικής είτε της διπλωματικής οδού, έχει επιτελέσει ένα μεγάλο θαύμα. Κατάφερε μέσα στο διάστημα αυτό των διακοσίων ετών να δημιουργήσει ισχυρούς, θεσμούς, να αναπτυχθεί οικονομικά και κοινωνικά όσο κανένα άλλο κράτος στη βαλκανική γειτονιά του και οι πολίτες του να απολαμβάνουν ένα αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο, όντες κοινωνοί της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και αγαθών στο πλαίσιο του εδραιωμένου δημοκρατικού πολιτεύματος και της κοινής πορείας με όλα τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της Ε.Ε.
Το ανωτέρω περίγραμμα κάθε άλλο παρά δεδομένο ήταν πριν από διακόσια χρόνια, όταν μία κρίσιμη μάζα ετερόκλητων ομάδων, αποτελούμενων από εξαθλιωμένους χωρικούς, αστούς επιχειρηματίες της διασποράς, σκληροτράχηλους οπλαρχηγούς και λόγιους πολιτικούς εκκινούσαν τον αγώνα ενάντια στην αιμοσταγή και δεσποτικά ανελεύθερη Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετατρέποντας τη σπίθα που είχαν ανάψει νωρίτερα οι Σέρβοι σε φλόγα και δείχνοντας το δρόμο της επιτυχίας στους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων. Βασικό διαβατήριο επιτυχίας του εγχειρήματος αποτέλεσαν η σχολαστική οργάνωση του αγώνα από πλευράς της Φιλικής Εταιρίας, η δίψα για εθνική ανεξαρτησία και η παγιωμένη αντίληψη των επαναστατημένων περί του ιερού χρέους τους να παραλάβουν τον ιστορικό μίτο από τους προγόνους τους με τους οποίους τους ένωνε ο ανεπανάληπτος φορέας ηθικής, γνώσης και πολιτισμού, που δεν ήταν και δεν είναι άλλος από τη μοναδική μας γλώσσα. Το υπονοεί ο Μακρυγιάννης όταν αναφέρει: «Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε» για να τον δικαιώσει ο φιλοσοφικός ποιητής της επανάστασης Διονύσιος Σολωμός γράφοντας: «Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»
Αξίζει υπόμνησης το γεγονός, πως η επιτυχία της επανάστασης στηρίχθηκε ισοβαρώς τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο πολιτικό σκέλος της. Οι πρώτες επιτυχίες κατά την έναρξή της δημιούργησαν ένα έντονο φιλελληνικό ρεύμα σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο της εποχής, το οποίο ενισχύθηκε με πολλαπλασιαστική ισχύ μετά τις ανελέητες σφαγές σε Χίο, Ψαρρά, Μεσολόγγι κ.λπ. Ακριβώς σε αυτό το ρεύμα, εδράστηκε και ξεδιπλώθηκε η διπλωματική μαεστρία του Καποδίστρια, του Μαυροκορδάτου και άλλων, που σε συνδυασμό με την έκθεση σε απόλυτο κίνδυνο των δανείων στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος, έθεσαν οριστικό τέλος στην επικυριαρχία των Οθωμανών στη νοτιανατολική Μεσόγειο με τη ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Περνώντας στο σήμερα, διακρίνει κανείς μία σχετική νηνεμία στις σχέσεις των δύο χωρών, καθώς από το μικρασιατικό όλεθρο του 1922 και εντεύθεν, με εξαίρεση την καταστροφική και επώδυνη διχοτόμηση της Κύπρου το 1974 και τη ζοφερή νύχτα των Ιμίων, δεν έχει σημειωθεί κάποια στρατιωτική εμπλοκή ευρείας κλίμακας των δύο χωρών. Είναι όμως έτσι;
H απάντηση δυστυχώς είναι αρνητική. Με μία προσεκτική και διεισδυτική ματιά στα εξωτερικά γεγονότα, αλλά και στην εσωτερικό πολιτικό βίο της Τουρκίας, συνάγεται με ελάχιστη επισφάλεια το συμπέρασμα, πως οι γείτονές μας κάθε άλλο παρά έχουν εγκαταλείψει τον μεγαλοϊδεατισμό τους και την πρόδηλη επιθυμία τους για διαρκή αύξηση του ζωτικού, εθνικού τους χώρου προς πάσα κατεύθυνση, προσεγγίζοντας το πρότυπο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με την ειδοποιό διαφορά να έγκειται στα μέσα, που χρησιμοποιούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αναλυτικότερα, πέραν των προφανών στρατιωτικών κινήσεων (σε Συρία, Αίγυπτο Ναγκόρνο Καραμπάχ), αλλά και των καθημερινών παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου, η γειτονική μας χώρα διαπρέπει σε μία σειρά από εξόχως σημαντικούς τομείς. Σταχυολογώντας, αξίζει αναφοράς πως κατατάσσεται στους είκοσι μεγαλύτερους κατασκευαστές αυτοκινήτων διεθνώς, διαθέτει εταιρείες που συγκαταλέγονται στους ισχυρότερους παραγωγούς ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών συσκευών, καλύπτει το 65% των αναγκών της αμυντικής της λειτουργίας εκ των έσω, βρίσκεται στις δέκα πρώτες παγκοσμίως χώρες αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, ενώ εσχάτως έχει στραφεί με αξιοσημείωτα αποτελέσματα μέσω της παροχής μακροοικονομικών προοπτικών, στον ανερχόμενο κλάδο των start ups και τέλος μέσω της αδιάλειπτης, επιθετικής προβολής της κερδίζει συνεχώς έδαφος στο διεθνή τουριστικό χάρτη. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, η σύγκριση με το ελληνικό, απισχνασμένο παραγωγικό μοντέλο, που θρέφει και θρέφεται αποκλειστικά από έναν υδροκέφαλο δημόσιο τομέα είναι αποκαρδιωτική. Οι κίνδυνοι, που ελλοχεύουν από αυτή την ανισορροπία είναι άμεσοι και δεν μπορούν επ’ ουδενί να παρακαμφθούν.
Ο κυριότερος συνοψίζεται στη διαπίστωση, πως η τουρκική εξωτερική πολιτική διέπεται από δύο διαχρονικούς κανόνες:
Πρώτον διαθέτει σταθερούς και διαχρονικούς στόχους, που υπηρετούνται απαρέγκλιτα, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο κάτοχος του προεδρικού θώκου. Για αυτό είναι θεμελιωδώς λανθασμένη η προσέγγιση, ότι ο νυν Πρόεδρος της Τουρκίας, είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την όψιμη επιθετικότητα των Τούρκων στο Αιγαίο. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι, ότι ο Ερντογάν πιεζόμενος από τη δημοσκοπική του κάμψη, ξεδιπλώνει νωρίτερα, από ότι είχε προγραμματιστεί τα σχέδια δράσης της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Δεύτερον, δεν επιτίθεται ποτέ σε αντίπαλο αν δεν έχει διασφαλίσει τη μειονεκτική θέση του τελευταίου. Και τούτο το επιτυγχάνει με την προφανή διττή διαδικασία, αφενός της φαλκίδευσης των δυνάμεων του αντιπάλου αφετέρου με τη δική της πρωτοπορία και πρόοδο σε θέματα αιχμής, όπως για παράδειγμα η προαναφερθείσα τεχνολογική πρόοδος.
Συνοψίζοντας, η «εμπόλεμη κατάσταση» μεταξύ των δύο χωρών, δυστυχώς δεν έχει εκλείψει, έχει απλώς μεταφερθεί από τα πεδία των μαχών στα τεχνολογικά εργαστήρια και τους οικονομικούς δείκτες. Για αυτό είναι επιβεβλημένη η στροφή της χώρας μας στην καινοτόμο επιχειρηματικότητα και την εμπέδωση της αντίληψης πως η συνειδητή αποβιομηχανοποίηση της τα τελευταία σαράντα χρόνια και η διαρκής υποβάθμιση της παιδείας της με ιδεοληπτικούς όρους, την έχουν απογυμνώσει σε όλα τα επίπεδα. Δεδομένης δε της αιμορραγίας από το φαινόμενο του «brain drain» κατά την προηγούμενη δεκαετία προκύπτει αβίαστα η παραδοχή, πως οι κινήσεις προς τη ριζική αλλαγή πλεύσης οφείλουν να διαθέτουν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος.
Παράλληλα, σταθερή πρέπει να είναι η προσήλωσή μας στη διατήρηση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή και κυρίως στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, η οποία υποφέρει από την παντελή έλλειψη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελευθεροτυπίας, ισότητας των δύο φύλλων και πλείστων άλλων ελευθεριών, που για εμάς θεωρούνται δεδομένες και ακλόνητες.
Εν κατακλείδι, διερχόμενοι τα τελευταία χρόνια μέσα από τα καυδιανά δίκρανα της οικονομικής κρίσης και ενός αναίτιου διχασμού και βιώνοντας τον τελευταίο χρόνο την πρωτόγνωρη δοκιμασία της παγκόσμιας πανδημίας, οφείλουμε να στερεώσουμε τα πόδια μας στο αδιασάλευτο έδαφος της ιστορίας μας και να προσηλώσουμε το βλέμμα μας στο μέλλον. Με ταχύ βηματισμό να ανυψώσουμε όλοι μαζί την Ελλάδα μας στη θέση που της αρμόζει, έχοντας πάντοτε κατά νου την σοφή προτροπή του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές». Χρόνια Πολλά Ελλάδα, Χρόνια Πολλά Έλληνες!
*Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Α.Π.Θ.