Τον είπαν τρελό. Και ποιος ήρωας δεν ήταν «τρελός». Ποια λογική μπορεί να σπρώξει ένα παιδί 26 ετών σε έναν ιστό, ενώ τον σημαδεύουν δεκάδες όπλα; Ο Σολωμός Σολωμού, στις 14 Αυγούστου 1996, μετά τη κηδεία του Τάσου Ισαάκ έκλεισε τα αυτιά του στις φωνές για αυτοσυγκράτηση και «λογική». Τράβηξε δυο τζούρες από το τσιγάρο του και έφυγε.
«Γύρνα πίσω ρε μαλ….» ήταν η φωνή που προσπάθησε να τον φέρει στα λογικά του. Δεν την άκουσε ή μάλλον την αγνόησε. Οι τελευταίες στιγμές της σύντομης ζωής του πάγωσαν τη Κύπρο που ήταν καθηλωμένη στις τηλεοράσεις παρακολουθώντας «ζωντανά» την διαδήλωση στο οδόφραγμα της Δερύνειας. Η ίδια εικόνα, πάγωσε ολόκληρο τον κόσμο και από τότε μας στοιχειώνει όλους. Γιατί; Την απάντηση μπορούσε να την δώσει μόνο ο ίδιος ο Σολάκης, αλλά προτίμησε να την πάρει μαζί του.
Εν ψυχρώ
Απαντήσεις όμως θα μπορούσαν να δώσουν αυτοί που πήραν μια ανθρώπινη ζωή για να επιβεβαιώσουν μια ιστορία βαρβαρότητας. Ως μαθητούδια του Δημοτικού, φορτώνουν το «κατόρθωμα» τους ο ένας τον άλλο και δεν τολμούν να ζητήσουν μια συγνώμη. Ποιος όμως να τους συγχωρέσει;
Ο Κενάν Ακίν, έποικος, πρώην «υπουργός γεωργίας» του καθεστώτος Ντενκτάς, πάτησε την σκανδάλη σημαδεύοντας την «λεβεντιά» που ο ίδιος ουδέποτε είχε. Μπορεί να πέτυχε τον Σολωμού με μια από τις σφαίρες, αλλά δεν πέτυχε να βγει από τη συνομοταξία των υπανθρώπων. Ο Σολωμού έπεσε νεκρός κάτω από την σημαία της κατοχής και σε μια στιγμή έγινε για κάποιους σύμβολο και για άλλους προσωποποίηση της ανευθυνότητας.
Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Η κατοχή παραμένει κατοχή, οι έποικοι, έποικοι, οι αγνοούμενοι, αν και λιγόστεψαν παραμένουν αγνοούμενοι.
Τον βρήκα στο νεκροτομείο
Ο Σολωμός ήταν ένα από τα 8 παιδιά του Σπύρου Σολωμού. Τίποτα δεν έδειχνε μέχρι τις 14 Αυγούστου του 1996 ότι θα επιδίωκε να γίνει στόχος σε ένα πεδίο βολής βαρβαρότητας. Δούλευε, διασκέδαζε και ονειρευόταν. Τίποτα το παράξενο, τίποτα το πρωτότυπο. Ο Σπύρος Σολωμού τον οποίο συναντήσαμε πριν λίγα χρόνια θυμόταν: «Εκείνη την ημέρα εργαζόμουν στο εστιατόριο στο Παραλίμνι. Είχαμε την τηλεόραση ανοιχτή και παρακολουθούσαμε την εκδήλωση. Για μια στιγμή, ενώ σέρβιρα σε ένα τραπέζι, είδα μια σκηνή με κάποιον να πέφτει από τον ιστό, αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω. Μετά από λίγα λεπτά, μου τηλεφώνησε ο γαμπρός μου και μου είπε να πάω στο Νοσοκομείο. Μέχρι να πάω στο νοσοκομείο, το είχαν μάθει όλοιαπό την τηλεόραση. Εγώ τον βρήκα στο νεκροτομείο. Την προηγούμενη ημέρα, ήμασταν μαζί στο εστιατόριο και μιλήσαμε για τα όσα είχαν συμβεί με την δολοφονία του Τάσου πριν δύο μέρες και μου είπε ότι δεν επρόκειτο να ξαναπάει στη διαδήλωση, γιατί φοβήθηκε τα επεισόδια. Δεν μου είπε την αλήθεια».
Θα του έβγαζα το καπέλο
Ο πατέρας του Σολωμού Σολωμού, κουβαλώντας τον δικό του σταυρό, έχει αποσυρθεί εδώ και χρόνια, σε ένα φτωχόσπιτο στην μέση του πουθενά στην Επαρχία Λάρνακας. Ένα σπιτάκι φτιαγμένο από κόντρα –πλακέ , μέσα στα βουνά, με μια μεγάλη ελληνική σημαία που διακρίνεται από μακριά. «Αν έβλεπα έναν Τούρκο να σκαρφαλώνει στο ιστό για να κατεβάσει την ελληνική σημαία θα του έβγαζα το καπέλο για τη μαγκιά του. Όταν τολμάς να κάνεις κάτι τέτοιο έχεις λεβεντιά και θάρρος».
Ο Σπύρος Σολωμού δεν έκρυβε την απογοήτευση του για την εξέλιξη των πραγμάτων στο Κυπριακό και στο ερώτημα εάν νόμιζε πως η θυσία του γιου του πήγε χαμένη απάντησε χωρίς περιστροφές: «Καμιά θυσία δεν πάει χαμένη. Βλέπω τα νέα παιδιά που πηγαίνουν στις εκδηλώσεις και έχουν στο μυαλό τους την θυσία του Σολάκη. Τίποτα δεν πάει χαμένο».
«Επί τουρκοκρατίας» συμπληρώνει «πολλοί Ελληνοκύπριοι δήλωναν Τούρκοι για να γλιτώνουν τους φόρους και τις ταλαιπωρίες. Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι το 1878, πήγαν ομαδικά και δήλωσαν ότι είναι Έλληνες. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα. Κάποιοι προσκυνούν τη κατοχή».
Η συγγνώμη
Ο Σπύρος Σολωμού δεν ανέμενε να ακούσει συγνώμη από τους δολοφόνους του γιου του. Του αρκούσε που καταδικάστηκε η Τουρκία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Δεν μας ενδιέφεραν οι αποζημιώσεις αλλά η καταδίκη της Τουρκίας». Το 1996 η κυβέρνηση Σημίτη στην Ελλάδα και η Νέα Δημοκρατία που ήταν αντιπολίτευση, είχαν προσφέρει ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν στην οικογένεια Σολωμού. Ο Σπύρος Σολωμού, όπως παρέλαβε τα χρήματα πήγε και τα παρέδωσε στο Υπουργείο Άμυνας για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Φτωχός άνθρωπος, βιοπαλαιστής με 8 παιδιά. «Δεν με νοιάζει» έλεγε «αν πιάσανε τόπο τα χρήματα. Έκανα εκείνο που πίστευα και πιστεύω. Το ίδιο θα έκανα και σήμερα»
Θυμόταν στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας στη Λευκωσία, όταν δοκίμασε μια μεγάλη έκπληξη: «Σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και βγήκαν δύο Τουρκοκύπριες που με αναγνώρισαν και έπεσαν κάτω και μου φιλούσαν τα πόδια και ζητούσαν συγνώμη για τη δολοφονία του Σολωμού. Ήταν η πρώτη φορά που δάκρυσα. Συγκινήθηκα. Είχα διαβάσει την συνέντευξη του Κενάν Ακίν στο «Πρώτο Θέμα» που πυροβόλησε τον Σολωμό και είπε ότι αν χρειαζόταν θα το ξαναέκανε. Τι περιμένεις από τέτοιους ανθρώπους;».
Χρειάζεται … «καρύδια»
Το παράπονο του Σπύρου Σολωμού ήταν ότι η Κύπρος δεν διαθέτει έναν Μαντέλα ή έναν Γκάντι. «Για να αντιμετωπίσει ο κόσμος την κατοχή θέλει ηγέτες με … καρύδια. Δυστυχώς δεν έχουμε τέτοιους. Το πρότυπο το δικό μου για την Κύπρο ήταν ο Στρατηγός Γρίβας του 1955 -59. Από κει και πέρα δεν βρήκαμε άλλον που να έχει κότσια να αντισταθεί και να πολεμήσει. Οι πολιτικοί μας αντί να κάθονται στο τραπέζι και να απαιτούν, επαιτούν. Τσακώνονται για το ποιος θα κάνει τη καλύτερη προσφορά στους Τούρκους. Λες και είναι πολυκατάστημα η Κύπρος και θα πουλήσουν τα προϊόντα τους….».