Όταν χάνεις τον πρώτο και καλύτερό σου φίλο, πέρα από όλες τις άλλες τύψεις, φοβάσαι κι ότι θα περάσουν οι ώρες και οι μέρες και συ δεν θα έχεις πει κάτι. Όμως, παιδιά σαν τον Κώστα Καρακώστα, τον αδερφό μου τον δεύτερο- τον Καρούλια όπως τον λέγαμε οι φίλοι του γιατί έπαιζε αριστερό μπακ στη μπάλα- έτσι κι αλλιώς δεν χωράνε σε ένα κείμενο. Κάνουν τέτοια εντύπωση που είναι σαν να τους ξέρουν όλοι.
Μετά έρχεται ο ίδιος ο φόβος της απουσίας, της απώλειας, τελικά ο φόβος του θανάτου. Καταλήγουμε όλοι να φαίνεται σαν μιλάμε για έναν νέο που χάθηκε αλλά, τελικά, να μιλάμε για τους εαυτούς μας για το τι έχουμε καταλάβει και νιώσει εμείς.
Η αλήθεια είναι ότι ο παιδικός μου φίλος έζησε έντονα και χωρίς να θέλει να αφήσει τον διαβήτη που τον παίδευε από μικρό να τον ρίξει κάτω ή να του κάνει αυτά τα άτιμα πράγματα που κάνει στο σώμα. Αυτό ίσχυε από πάντα, από όταν εξηγούσε ότι δεν θέλει υποδείξεις, από όταν ήθελε να αγνοεί τους κινδύνους.
Όμως ήταν κάποιος που δεν άφηνε να μάθουν πολλοί αυτά που πραγματικά ήθελε. Και η πικρή αλήθεια είναι ότι αποτύχαμε εμείς οι φίλοι του γιατί μεγαλώσαμε σε μια εποχή που μέτρησε περισσότερο από όλα το να περνάς καλά. «Λίγα και καλά χρόνια», που λένε. Παχιά λόγια, ηρωικά. Απλώς, δεν τα καταφέραμε. Η πικρή αλήθεια είναι ότι φάγαμε ο ένας τον άλλο, ότι η γενιά μας πνίγηκε σε εγωισμούς που τους τάισε μια ολόκληρη εποχή. Απορούμε όλοι πως κι έχουν φύγει τόσοι πολλοί φίλοι νέοι, τόσο νωρίς. Όμως ξέρουμε.
Λίγη σημασία έχουν όλα αυτά τώρα, τελείωσαν μαζί με μια ολόκληρη εποχή. Αυτό που με σκοτώνει είναι που ξέρω ότι ήθελε κι άλλα πράγματα. Αν τότε έφευγε από τούτη την πόλη και πήγαινε να σπουδάσει ζωγραφική που ήταν τόσο καλός, δεν θα είχαν πάει όλα αλλιώς; Όμως τα «ίσως» δεν κρίνουν τίποτε. Θα ζήσουμε εμείς να τον θυμόμαστε να κάνει πλάκες στα μαγαζιά και να του την σπάνε πάντα οι υποκριτές.
Κι ύστερα τα χρόνια πέρασαν μέχρι χθες, εκεί στο ηλιοβασίλεμα, που βλέπαμε εφτά τελευταίοι μετρημένοι το χώμα να έχει κλείσει και μέσα να είναι ο φίλος μας. Επρόκειτο να κοιμηθεί εκεί το βράδυ και τα βράδια που θα έρθουν, μη βλέποντας τούτες τις ωραίες μέρες.
Μέρες σαν εκείνες όταν ήμασταν μικροί στο 8ο δημοτικό Αγρινίου στο προαύλιο, μετά στην αυλή από το «Πάνθεον» και στο 1ο Γυμνάσιο, μετά στις βόλτες, στο πάρκο, στα ξενύχτια και τις κραιπάλες. Και μετά από κάποια χρόνια άλλος εδώ κι άλλος στην Αθήνα, μαζί σε μια καθημερινότητα. Αναρωτιόμασταν καμιά φορά ποιος από τους δυο μας θα φύγει πρώτος.
Τελικά έφυγες εσύ, αδερφέ μου, πρώτος παρότι πέρασαν σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια από όταν με μάζεψες και με βοήθησες να σταθώ στα πόδια μου, γυρίζοντας τσακισμένος από την εγχείρηση που δεν με άφηνε ούτε να βγω για έναν καφέ. Καθόμασταν και κοιτάγαμε με τις ώρες προς τον Παναιτωλικό, στο μπαλκόνι που αράζαμε παιδιά παίζοντας με ένα παλαιολιθικό «ατάρι».
Και το μυαλό θυμάται παράξενα πράγματα όταν πάει να διαλυθεί. Θυμήθηκα την τελευταία φορά που είχαμε τσακωθεί, σε ένα ματς μπάσκετ το 1989! Τότε που τους «παίζαμε» όλους κι ας ήμασταν κοντοί. Πάει και το μπάσκετ τώρα και η μπάλα, έμεινε η τύψη μόνο που σε έκανα κι άλλαξες ομάδα στην εφηβεία μας και τελικά όσες χαρές μαζέψαμε τα πρώτα χρόνια, τόσες πίκρες φάγαμε τώρα στα στερνά.
Α, ρε Κώστα, δεν θα ξεχαστείς, ψέματα λένε ότι οι άνθρωποι ξεχνιούνται. Όμως θα γίνεις μνήμη κι αυτό είναι που πονάει. Που δεν θα σε περιμένουμε στο σχόλασμα, να εμφανιστείς με το μηχανάκι να τα πούμε. Και να πιούμε εκείνη την καταραμένη τη μπύρα.
Που είναι σαν να μην πέρασαν αυτά τα 39 χρόνια, που είναι σαν να τα έζησαν κάποιοι άλλοι. Μακάρι να υπάρχει κάτι μετά, μακάρι να τα ξαναπούμε. Ίσως γίνουν όλα αλλιώς. Ίσως κάνουμε εκείνα που θέλαμε και κάτι μας κράτησε και δεν τα κάναμε.
Και είναι νωρίς ακόμη, αδερφάκι μου Κώστα…
Γιάννης Συμψηρής
4 Σχόλια
Υποκλινομαι….
καταθεση ψυχης
Συγκλονιστικο άρθρο μπράβο αδερφέ μέσα από την ψυχή σου,γνήσιο!
Συγκλονιστικό άρθρο από το βάθος της ψυχής σου,γνήσιο!