Είναι ίδιον του Ανθρώπου ενόσω πορεύεται προς τον «άγνωστο και αβέβαιο χρόνο» (βιώνοντας εξαντλητικά τη κούραση και τη σύγχυση που παραγάγει η διαρκής μετάβαση από το «παρόν» στο «μέλλον»), να γυρνάει ξανά και ξανά στο «παρελθόν». Θες επειδή δεν μπορεί να αντέξει και πολύ πραγματικότητα, θες επειδή ξεμένει, λίαν συχνάκις, από πηγές έμπνευσης, από εικόνες που να συγκινούν και εγερτήριες αναφορές που να συντονίζουν το «είναι» και τη συμπεριφορά του, ξαναγυρνάει (δια μέσω της τεράστιας αποθήκης που διαθέτει – της συνείδησής του), στο «παρελθόν», προκειμένου, να αντλήσει αυτό που επιθυμεί ζωτικά η ψυχή του : η ίδια του η σύσταση – ο Εαυτός του.
Είναι δε, τόσο μείζονος σημασίας και λυτρωτική αυτή η διαδικασία που, εάν και εφόσον, ακολουθηθεί, τρόπον τινά, η σωστή διαδρομή (και πετύχει η ανασκαφή στην μνήμη), το αμέσως επόμενο διάστημα βρίσκει τον Άνθρωπο τόσο ενωμένο και συμπαγή· που, κάλλιστα, μπορεί να τον οδηγήσει στην ενδεδειγμένη επανεκκίνηση και αυτό ακριβώς που χρειάζεται : τον κάνει, εν πολλοίς, ένα «δημιουργό θαυμάτων» : αυτάρκη και αυτόνομο δημιουργό της ίδιας της ζωής που αξίζει.
Όταν, λοιπόν, η εξάντληση και η σύγχυση από το «κάθε σήμερα» οδηγούν σε μια ιδιότυπη και ενοχλητική (για μένα) αναλγησία, μια παραγωγική βουτιά στη… «χώρα της μνήμης» ομοιάζει λυτρωτική. Και κει που γυρνάω πάντα· είναι τα γυμνασιακά μου χρόνια, καθώς, εκείνα ήταν, φαίνεται, που έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στην όλη πορεία που θα ακολουθούσε. Όχι, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν ακριβές μνήμες και από παλαιότερα ή πιο νεότερα χρόνια, αλλά, εκείνα τα χρόνια είναι εντελώς αξέχαστα : τότε ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να κατανοώ το τι ακριβώς θα ήθελα να κάνω (βλ. το πλαίσιο), και με πιο, περίπου, τρόπο θα το καλλιεργήσω, ώστε, να το κατακτήσω.
Kαι ’κείνο που έρχεται πρώτο – πρώτο στη μνήμη μου είναι η, σχεδόν, μυστικιστική, ερωτική σχέση που είχα αναπτύξει από πολύ νωρίς με το ραδιόφωνο και τη μουσική : οι ατέλειωτες ώρες ευλαβικής ακρόασης – κυρίως οι πρώτες μεταμεσονύχτιες (όλες οι άλλες ήταν υποτίθεται ώρες σχολείου και μελέτης για το σχολείο). Τότε ακριβώς, ήγουν τις πρώτες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ήταν που αναλάμβανε δράση η ιέρεια του 2ου Προγράμματος του Κρατικού Ραδιοφώνου Αρχοντούλα Πέτρου (στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δεν υπήρχαν ακόμη «ελεύθεροι» ραδιοφωνικοί σταθμοί, ούτε και πολλοί – πολλοί σοβαροί μουσικοί παραγωγοί), ήτις με τη μαγική της φωνή και, βεβαίως, με τη μουσική και τα τραγούδια που επέλεγε με καθήλωνε κυριολεκτικά στο σημείο που, εκείνη την ώρα, τύχαινε να βρισκόμουν (συνήθως στο κρεβάτι για να είμαι συνεπής στο πρωινό μου εγερτήριο).
Όθεν, παρέα μ’ αυτή την γυναίκα, -την φωνή, τη σαγήνη και την οξύνοιά της-, ψηλάφισα στο μέτρο του δυνατού (για κείνη την ηλικία), κάθε εσωτερική και εξωτερική πτυχή του εαυτού μου. Εκεί τον «έλυνα» – εκεί τον «έδενα». Ήταν ένα ολονύκτιο αρμολόγημα σκέψεων και χτίσιμο ιδεών για το Αύριο. Μια αρχιτεκτονική που έβαλε τις βάσεις να μάθω να σκέφτομαι, να διαβάζω ευρύτερα και να γράφω. Και η Αρχοντούλα συνέχιζε να είναι ακόμη εκεί : να «μαρσάρει» μουσικά και διανοητικά με κατεύθυνση το τέλειο : να «πασάρει» ατάκες και τίτλους που συνέτριβαν απαράμιλλα την σιωπή ή τη τρέχουσα υποκρισία. Αυτή τη φωνή και αυτή τη γυναίκα, όντως, τη λάτρεψα. Την αγάπησα, όχι σαν ένα φυσικό πρόσωπο, αλλά, σαν αέρινο – αιθερικό πλάσμα (πες μια νεράιδα της νύχτας), που έρχεται μες το σκοτάδι· να αναζωπυρώσει και να ορίσει εκ νέου το χαμένο νόημα της δικής μου ζωής, καθώς, και τη ζωής των άλλων Ανθρώπων.
Και είναι, πράγματι, περίεργο πως αισθάνθηκα πριν λίγο καιρό, όταν σε μια δημόσια εκδήλωση –μια πρωτότυπη παρουσίαση βιβλίου ενθυμούμαι ήταν, με πλούσια «μουσικά χαλιά» και έξυπνα σχόλια-, την συνάντησα και τη γνώρισα για πρώτη φορά, έστω, μετά τόσα χρόνια. Η συγκίνηση λες, περίσσεψε και ξεχείλισε. Και κατέδειξε μια αμηχανία νεοφανή, όχι όμως και πρωτοφανή : ναι, ήταν η αμηχανία ενός δεκατριάχρονου αγοριού (του ίδιου δεκατριάχρονου αγοριού που απολάμβανε μουσική κουλουριασμένο στο κρεβάτι του) που, αλήθεια είναι, χρόνια είχε να αισθανθεί και να βιώσει τόσο ειλικρινά, τόσο κατάβαθα. Τόσο κατάβαθα, που αντί να εξομολογηθεί και να εξηγήσει τι ακριβώς συνέβαινε (και ποιος ήταν ο άνθρωπος που είχε απέναντί του ένα πρότυπό του – το ίδιο του το όραμα), αρκέστηκε σε ένα πολύ συνεσταλμένο, ωστόσο, αυθεντικό και γνήσιο : «Με σας μεγάλωσα κ. Αρχοντούλα…». Και, σχεδόν, βραχυκυκλωμένος ετράπη προς φυγή και υποχώρηση στα ενδότερα της εκδήλωσης· αφήνοντας την κ. Πέτρου με μια αμφίσημη –εν τούτοις γοητευτική-, απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
Πράγματι,… «με σένα μεγάλωσα Αρχοντούλα». Όπως και άλλοι πολλοί σε αυτή τη γενιά φαντάζομαι. Η μαγική φωνή σου ακόμη αντηχεί στα σύρματα του νου. Η μουσική και τα τραγούδια σου, επίσης το ίδιο. Οι σκέψεις, οι ιδέες και οι στάσεις ζωής που ενέπνευσαν και σηματοδότησαν με έφεραν ως εδώ. Ήσουν η τέλεια αέρινη σκεπτομορφή και ευκαιρία για μια πρώτη σοβαρή ενδοσκόπηση και περισυλλογή. Και είναι, αλήθεια, όταν ξαφνικά βρίσκεσαι απέναντι με τέτοιους μύθους της ζωής, αρνείσαι να τους δεις σαν τους άλλους – τους κανονικούς Ανθρώπους. Θαρρείς πως η απομυθοποίηση δεν τους ταιριάζει με τίποτε. Θαρρείς πως πρέπει να παραμείνουν για πάντα πρότυπα και μύθοι…
*στο Matrix 24.gr